της Μαριάννας Τζιαντζή
Η από αέρος ρίψη προπαγανδιστικών φυλλαδίων σε καιρό πολέμου είναι μια παλιά τακτική που σκοπό έχει να κάμψει το ηθικό του «εχθρού», μάχιμων και αμάχων, προειδοποιώντας, τρομοκρατώντας, ζητώντας την παράδοση. Αν υπήρχε ένα Παγκόσμιο Μουσείο Προπαγάνδας, ο επισκέπτης θα ριγούσε με το μακάβριο περιεχόμενο κάποιων φέιγ βολάν όπως «Μην καίτε ξύλα για να ζεσταθείτε, θα χρειαστούν για να στήσετε σταυρούς στους τάφους σας».
Η τεχνολογία προχώρησε. Στην περίπτωση της Ελλάδας τα προπαγανδιστικά μηνύματα προέρχονται από παράγοντες της ΕΕ και του ΔΝΤ, παίρνουν τη μορφή δηλώσεων, σεναρίων, εκτιμήσεων και μεταδίδονται μέσω των ΜΜΕ και του διαδικτύου, πάντα με σκοπό να σπείρουν το φόβο όπως συνέβαινε με τα φέιγ βολάν που έπεφταν στην Κορέα, στο Ιράκ ή στα χαρακώματα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ακόμα και το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, την παραμονή της κατάθεσής του, χαρακτηρίστηκε από επίσημα χείλη «μονομερής ενέργεια». Στην ίδια γραμμή και τα εγχώρια φερέφωνα του επιχειρηματικού κράτους τα οποία περιγράφουν την κόλαση που μας περιμένει, αν δεν τηρήσουμε τις προπατορικές μνημονιακές δεσμεύσεις μας: τα ΑΤΜ στερεύουν, έρχεται πιστωτικό γεγονός ή ατύχημα, η χώρα απομονώνεται, αντίο στο χαρτί υγείας, «no milk today» που λέει και το τραγούδι.
Πώς είναι δυνατό να βρεθεί κοινός τόπος με όσους συστηματικά μας εκβιάζουν, μας απειλούν, μας πολιορκούν; Η Ευρώπη στην οποία κυβερνώντες και μη θέλουν να ανήκουμε δεν μας ρίχνει φυλλάδια με στίχους του Γκετε, του Λόρκα, του Δάντη, αλλά μας εκβιάζει να υποταχτούμε στους ανελέητους μηχανισμούς της. Δεν είναι η Ευρώπη του πολιτισμού και της δημοκρατίας, αλλά η Ευρώπη του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των πολεμικών τυχοδιωκτισμών, η Ευρώπη που εξευτελίζει την εργασία και συνθλίβει τους νέους. Αυτή η Ευρώπη δεν αλλάζει, αλλά με κάθε δικό μας «ναι», με κάθε παζάρι 70-30, γίνεται πιο αδίστακτη και επιθετική.
Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης μεταλλάσσεται σε Σύνδρομο των Βρυξελλών, καθώς διεξάγεται μια μεγάλης κλίμακας προσπάθεια ώστε το θύμα να αγαπήσει τον απαγωγέα, τον βασανιστή, τον εκβιαστή, τον τοκογλύφο του – και με βάθρο το επιχείρημα ότι συμβιβαζόμαστε με το κακό ώστε να αποφύγουμε το χειρότερο.