του Θανάση Σκαμνάκη
Έχω ξαναγράψει για την επιμονή που έχουν οι ημερομηνίες. Ενώ τα γεγονότα τρέχουν, όπως λένε στην τηλεοπτική αργκό, εκείνες μένουν σταθερά σημάδια. Σαν να μην πτοούνται από τα όσα έχουν συμβεί, όσα τις έχουν ξεπεράσει, κι επανέρχονται με έναν πεισματικό τρόπο στους λήπτες ζητώντας μερίδιο από το παρόν τους. Δεν σε αφήνουν να τις ξεχάσεις και να ξεχάσεις γενικώς. Μερικές φορές μάλιστα επιμένουν τόσο πολύ στο συμβολισμό ώστε παίρνουν μαζί τους κι ανθρώπους, επαναφορτώνοντας έτσι την απολεσθείσα δύναμή τους. Η 21η Απριλίου είναι μία απ’ αυτές.
Κάναμε, μερικοί, πως δεν την καταλάβαμε, αλλά δεν προλάβαμε να ξεχαστούμε, κι ένας απ’ τους δικούς μας, ο Μιχάλης Τερζίδης, διάλεξε την ημέρα να ορίσει το σημείο της παντοτινής αναχώρησής του. Όπως τέσσερα χρόνια πίσω ο Πρόδρομος. Σαν να μην άντεξαν το φορτίο της. Στην ουσία το φορτίο της ζωής τους και όσα δεν μπορούσαν να σηκώσουν από το σήμερα, διαψευσμένοι και δύσπιστοι, ενθουσιώδεις πάντα και ερευνώντες, έτοιμοι να ξαναμπούν και να ξαναρισκάρουν, για να διαψευστούν και πάλι, αδύναμοι να ενταχθούν στο παιχνίδι του δούναι και λαβείν των ημερών μας. Πιστοί!
Εδώ που τα λέμε, δεν είναι εύκολο. Το 1967 ήταν για τη δική μας γενιά μια απότομη ενηλικίωση. Εγκαταλείψαμε βιαίως την εφηβεία, για να μπούμε σε μια μαρτυρική αναζήτηση. Και δεν ξέρω αν πρέπει να καταριόμαστε αυτή την ημέρα ή να της χρωστάμε ευγνωμοσύνη. Ο καιρός κάλεσε σε επιστράτευση. Δεν έχει σημασία τι απογίναμε τα επόμενα χρόνια, και εμείς και άλλοι. Σημασία έχει πως, όταν κάλεσαν την κλάση μας, δεν κοιτάξαμε αλλού. Πήραμε μέρος. Θητεύσαμε μαζί στην ίδια νεότητα, με την πεποίθηση πως μπορούμε να στρίψουμε το μεγάλο αόρατο τιμόνι που ορίζει την πορεία του κόσμου. Μεγάλο καθήκον βάλαμε χωρίς να υπολογίσουμε πόσο αντέχουν οι πλάτες μας. Πώς μετά να δεχτούμε ότι ο κόσμος δεν έστριψε (και μέρος της ευθύνης μας ανήκει); Πως είναι τόσοι πολλοί όσοι «τρελαίνονται στα καταφύγια» κι όσοι χάθηκαν «ακόμα πιο οριστικά»; Πώς να δεχτούμε ότι μετά την τόση λάμψη βρισκόμαστε τώρα σε σκοτεινές διαδρομές παίρνοντας για φως την προσωρινή αντανάκλαση των τσίγκων και των κενών λέξεων; Δυσανάλογο βάρος για μια γενιά, που, αν το δεις συμπυκνωμένο, συγκροτεί μια τραγικότητα. Δυό φορές καλείται να αντέξει τον καιρό της. Τη μια φορά σαν έξαρση της νεότητας, την άλλη σαν τα βαλτωμένα νερά της ωριμότητάς της. Αυτή η δεύτερη έχει τις μεγαλύτερες απώλειες, γιατί κουβαλάει και τα φορτία της πρώτης σαν ανάμνηση και γνώση. Και δεν θα μνημονεύσει κανείς τον ιδιαίτερο ηρωισμό της. Γιατί η εποχή δεν επιτρέπει ηρωισμούς – όχι πως δεν τους χρειάζεται.
Γι’ αυτά και γι’ αυτά και γι’ αυτά, οι ημερομηνίες αυτονομούνται και διεκδικούν μερίδιο από τη ζωή των ζωντανών και μερικές φορές φορτώνουν το συμβολισμό τους με νέες καταχωρίσεις.