της Ιωάννας Καρδάρα
Μάχες και άγριες συγκρούσεις μαίνονται στην Υεμένη ανάμεσα στους αντάρτες Χούτι (Σιίτες), που ελέγχουν την πρωτεύουσα Σαναά, και στρατεύματα πιστά στον πρόεδρο Αμπντ Ράμπου Μανσούρ Χάντι (Σουνίτες). Με εξαίρεση τη Λιβύη, το Ιράκ, η Συρία και τώρα η Υεμένη έχουν κοινό παρονομαστή: τον πόλεμο μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών – δηλαδή τη διαμάχη μεταξύ των εκπροσώπων των δύο κύριων δογμάτων του Ισλάμ.
Οι συρράξεις που θυμίζουν εμφύλιο πόλεμο έχουν αντίκτυπο ο οποίος ξεπερνά τα σύνορα της Υεμένης και αγγίζει τα γεωπολιτικά παιχνίδια. Περίπου το 60% των μουσουλμάνων στην Υεμένη είναι Σουνίτες, ενώ το 40% είναι Σιίτες. Ως εκ τούτου, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο θρησκευτικός διχασμός αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους των συγκρούσεων.Παρ’ όλα αυτά η στρατηγική θέση της Υεμένης και η παρέμβαση πιο «δυνατών» χωρών της Μέσης Ανατολής έχουν καθορίσει σημαντικά τις εξελίξεις.
Συνασπισμός δεκα αραβικών χωρών, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές κατά των Χούτι με στόχο να ανακόψει την πορεία τους προς το Άντεν, που παραμένει υπό τον έλεγχο δυνάμεων πιστών στον πρόεδρο Χάντι.Η εμφύλια σύρραξη στην Υεμένη απειλεί τις εύθραυστες ισορροπίες και απασχολεί όχι μόνο την ίδια τη χώρα αλλά και την Τεχεράνη, το Ριάντ, την Άγκυρα, τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Οι αντάρτες Χούτι είναι Σιίτες και απολαμβάνουν τη μακρόχρονη στήριξη της Τεχεράνης, παρόλο που επισήμως το Ιράν αρνείται πως τους ενισχύει με οπλισμό.Η Τεχεράνη βλέπει την Υεμένη ως στρατηγική χώρα στην περιοχή και θα επιθυμούσε να ασκεί πολιτική επιρροή, οπότε μόνο θετικά θα έβλεπε μια άνοδο των «συμμάχων» της Χούτι στην εξουσία. Η ιρανική κυβέρνηση δηλώνει πως η τρέχουσα κρίση θα πρέπει να λυθεί με διάλογο και ότι η στρατιωτική επίθεση κατά των Χούτι είναι στρατηγικό λάθος.Από την άλλη, η Σαουδική Αραβία αποτελεί ένθερμο υποστηρικτή των Σουνιτών.
Στις 26 Μαρτίου το Ριάντ ανακοίνωσε ότι, από κοινού με εννέα ακόμα σουνιτικές μουσουλμανικές χώρες, ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές κατά των σιιτών Χούτι, που απέκτησαν τον έλεγχο της Σαναά μαζί με δυνάμεις πιστές στον πρώην πρόεδρο Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ. Η στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, που εξέπληξε πολλούς παρατηρητές, καθώς το συντηρητικό σουνιτικό βασίλειο συνήθως ασκεί επιρροή με οικονομικά μέσα, σχεδιάζεται να διαρκέσει ένα μήνα, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να φτάσει τους έξι ή περισσότερους, εκτιμούν διπλωματικές πηγές στον Κόλπο.
Ένας αξιωματικός των ενόπλων δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας υποστήριξε ότι στους βομβαρδισμούς που έχουν γίνει καταστράφηκαν οι περισσότεροι βαλλιστικοί πύραυλοι οι οποίοι είχαν πέσει στα χέρια των Χούτι, όταν κατέλαβαν εγκαταστάσεις του στρατού. «Πιστεύουμε ότι καταστρέψαμε τα περισσότερα από αυτά τα μέσα» είπε ο εκπρόσωπος της συμμαχίας υπό τη Σαουδική Αραβία, ο ταξίαρχος Άχμεντ Ασέρι, σε συνέντευξη στο Ριάντ. Η (σουνιτική) Σαουδική Αραβία, που θεωρεί την αδύναμη γειτονική της Υεμένη μέρος του «φυσικού της πεδίου επιρροής», παρακολουθούσε με ενισχυμένη ανησυχία την ενδυνάμωση παραγόντων προσκείμενων στην Τεχεράνη.
Η πολυσυλλεκτικότητα της ομάδας χωρών που πλέον συμμετέχουν στο συνασπισμό υπό τη Σαουδική Αραβία είναι φαινομενικά μεγάλη: Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ, Μπαχρέιν δηλώνουν «παρούσες» στις επιχειρήσεις, Μαρόκο, Αίγυπτος, Ιορδανία, Σουδάν μέχρι και Πακιστάν δηλώνουν σε ετοιμότητα ακόμη και για αποστολή χερσαίων στρατευμάτων.Η Σαουδική Αραβία ερμηνεύει την κρίση στην Υεμένη ως μια ακόμα εκδήλωση των επεκτατικών φιλοδοξιών του Ιράν. Είναι προφανές πως το Ριάντ δεν θέλει να δει τα στενά του Άντεν να ελέγχονται από μη φιλικές δυνάμεις.
Η επιθετικότητα των σουνίτικων κρατών συγκρίνεται με την αντίστοιχη του Ισλαμικού Κράτους. Οι βομβαρδισμοί είναι αλλεπάλληλοι και οι νεκροί πάρα πολλοί, σε μία περίοδο που η Υεμένη είναι η πιο φτωχή αραβική χώρα και διέρχεται πολλά χρόνια τώρα ανθρωπιστική κρίση.