Προφανής και θλιβερή η διαπίστωση πως ακόμη και στον 21ο αιώνα, όταν η επιστήμη πραγματοποιεί το ένα άλμα μετά το άλλο διευρύνοντας τα πεδία γνώσης του σύγχρονου ανθρώπου και εκατομμύρια άνθρωποι ξεπερνούν τον αναλφαβητισμό, η θρησκεία εξακολουθεί να είναι από τους παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική όσο λίγοι άλλοι.
γράφουν
Γιάννης Σαλάπας
Κώστας Γούσης
Ελένη Τριανταφυλλοπούλου
Πώς ορίζεται στις μέρες μας μια σύγχρονη μαρξιστική κριτική προσέγγιση της θρησκείας;
Στην εποχή των μεγάλων τεχνολογικών αλμάτων και της τρισδιάστατης εκτύπωσης θα περίμενε κανείς ότι το ζήτημα της θρησκείας θα φάνταζε ξεπερασμένο από τις εκρηκτικές δυνατότητες της επιστημονικής γνώσης και έρευνας. Ωστόσο, γίνεται εμφανές στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα πως όχι μόνο δεν έχουμε τελειώσει με τα «θεϊκά» κατασκευάσματα, αλλά αντίθετα η θρησκεία αναγεννιέται αποκτώντας νέους ρόλους στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Πολύ δε περισσότερο, σε μια περίοδο η οποία στιγματίζεται από τη δομική κρίση του συστήματος και την όξυνση των αντιθέσεων, το θρησκευτικό φαινόμενο στις πολυποίκιλες μορφές του έρχεται συχνά να αποτελέσει κυρίαρχη μορφή της κρατούσας ιδεολογίας
Από τις αντιδράσεις των ευρωπαίων ηγετών μετά την πρόσφατη επίθεση στο Σαρλί Εμπντό και το νέο κύμα ισλαμοφοβίας που ακολούθησε μέχρι και τις σύγχρονες προσεγγίσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την Εκκλησία, γίνεται εμφανές ότι η σχέση θρησκείας και εξουσίας παραμένει σχέση ιδιαίτερα στενή με ποικίλες πολιτικές προεκτάσεις και διαφορετικές διεθνείς εκφάνσεις. Ομοίως στενή και η σχέση της θρησκείας με τις πολεμικές συγκρούσεις: από τον υιό Μπους και τις επικλήσεις του Θεού για τη νομιμοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (δηλαδή των αιματηρών πολέμων για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής) και τις πρόσφατες επιθέσεις του ISIS στη Συρία μέχρι και την οργάνωση της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα.
Παράλληλα, δεν είναι τυχαίο ότι η πολυεπίπεδη και παρατεταμένη κρίση έχει δημιουργήσει μία στροφή -ειδικά των χαμηλών μορφωτικών στρωμάτων- προς ένα νέο σκοταδισμό, τόσο προς τη θρησκεία όσο και ως προς τις εύκολες απαντήσεις που προσφέρει ο σύγχρονος ανορθολογισμός.
Ως αριστερά θα πρέπει να επανακαθορίσουμε λοιπόν τους σκοπούς της κριτικής της θρησκείας στο σήμερα. Αφενός καλούμαστε και πάλι να αφαιρέσουμε από τον άνθρωπο τις απατηλές παρηγοριές του, να του ανοίξουμε τα μάτια για να σκεφτεί, να δράσει, αλλά και να διαμορφώσει την πραγματικότητά του ως άνθρωπος απαλλαγμένος από τις σύγχρονες αυταπάτες. Μόνον έτσι η «κριτική του ουρανού μετατρέπεται σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής» (Κ. Μαρξ, Εισαγωγή στην κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας, του κράτους και του δικαίου).
Κι έπειτα καλούμαστε να δείξουμε την «αλήθεια του επίγειου κόσμου», όχι για να τον αποδεχτούμε ή να τον συνηθίσουμε, αλλά αντίθετα για να μπορέσουμε να καταργήσουμε την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, εμμένοντας στην ανάγκη για την ανατροπή των σημερινών κοινωνικών δεινών της αντιδραστικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού και κρατώντας το βλέμμα στραμμένο στις επαναστατικές και απελευθερωτικές δυνατότητες της εποχής.
Θρησκευτικά λόμπι και ζόμπι
του Γιάννη Σαλάπα
Δυο μήνες τώρα υποτίθεται πως ζούμε ως χώρα το σοσιαλιστικό μας όνειρο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήρθε ευαγγελιζόμενη να τα αλλάξει όλα και πάνω από όλα να διδάξει ήθος! Και εκεί που όχι τόσο παλιά ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε (σωστά) ότι οι θρησκευτικές εκδηλώσεις στην πολιτική είναι τουλάχιστον υποκρισία τώρα γίνεται viral βίντεο στο ελληνικό ίντερνετ, απελευθερώνοντας περιστέρια. Και να ήταν μόνο αυτό… Μαζί με τα περιστέρια αγνοούνται και οι δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ περί διαχωρισμού Εκκλησίας και κράτους, πόσο μάλλον οι οποιεσδήποτε αξιώσεις για δήμευση της τεράστιας περιουσίας της ελληνικής εκκλησίας και του πατριαρχείου στο κατειλημμένο Άγιο Όρος.
«Θα στηρίξουμε το Άγιο Όρος – Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα καταργήσει μονομερώς τις σχέσεις Εκκλησίας – κράτους» (Συνέντευξη στο Αγιορείτικο Βήμα στις 20/03/2014), τόνιζε ήδη από τον προηγούμενο Μάρτιο η τότε υποψήφια περιφερειάρχης Αττικής με τον ΣΥΡΙΖΑ Ρένα Δούρου, αναγνωρίζοντας παράλληλα πως οι δράσεις της Εκκλησίας στο κομμάτι της αλληλεγγύης συγκλίνουν με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ. Πιστή στις προεκλογικές της δεσμεύσεις ως περιφερειάρχης πλέον καλεί την Εκκλησία σε κοινό αγώνα για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ανθρωπιστική κρίση, κινητοποιώντας δομές, συντονίζοντας δράσεις και βέβαια συνδυάζοντας χρηματοδοτικά εργαλεία.
Στην ίδια κατεύθυνση και ο νεοεκλεγμένος Αλέξης Τσίπρας δήλωσε μεταξύ άλλων κατά την πρώτη του συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο πως «οι σχέσεις εκκλησίας και κράτους με τη νέα κυβέρνηση θα είναι πιο αναβαθμισμένες από ποτέ. Ιδίως στον τομέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, στους συνανθρώπους μας που το έχουν ανάγκη».
Προφανής και θλιβερή λοιπόν η διαπίστωση πως στον 21ο αιώνα η θρησκεία είναι από τους παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική όσο λίγοι άλλοι. Και τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί από τη στιγμή που η ψηφοθηρία ανάγεται σε μέγιστο πολιτικό αγώνα; Στους κυνηγούς ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε ότι δεν θα καταργήσει το κυνήγι και στους χριστιανούς λοιπόν ότι δεν θα πειράξει την Εκκλησία! Και σίγουρα είχαμε πολλά παραδείγματα τα τελευταία 20 χρονιά που κάνουν τον εκχριστιανισμό του ΣΥΡΙΖΑ να φαίνεται ένα μικρό παραστράτημα που τον οδήγησε -μαζί με αλλά- στο δρόμο για την εξουσία.
Θυμόμαστε όλοι μας τον Τζορτζ Μπους να παραδέχεται δημοσίως πως είχε εντολές από τον ύψιστο να τελειώσει την τυραννία στο Ιράκ και 6 μέρες μετά την 9/11 να ζητά υπομονή ενόψει της δύσκολης σταυροφορίας. Σαν άλλος πάπας Ουρβανός αναφώνησε σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση “Deus vult” (“Είναι θέλημα θεού”) με τον Μπλερ να συνηγορεί «ο θεός θα είναι ο κριτής μου στο Ιράκ».
Οι υπερπόντιοι φίλοι και σύμμαχοι μας όμως δεν έχουν την αποκλειστικότητα της συνομιλίας με τον θεό. Και ο Σαμαράς το 2012 δήλωσε ότι είχε μιλήσει μέχρι και με τον θεό με τον τελευταίο να του προτείνει ανεπιφύλακτα με όλη του τη θεϊκή γνώση να ενδώσει στις «πιέσεις» της τρόικας (ή των θεσμών;). Βεβαίως και η επίσημη εκκλησία μας δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη με Άνθιμο και Αμβρόσιο Καλαβρύτων να είναι το παραθρησκευτικό σκέλος της ΧΑ.
Μήπως κάτι δεν πάει καλά με τον χριστιανικό Θεό; Όχι, με τον Αλλάχ έχει επικοινωνία και ο Αλ Μπαχνταντί, ο αρχηγός του ISIS, που φέρεται να έχει δηλώσει σύμφωνα με σιιτικά μέσα «Δεν έχουμε εντολές από τον Αλλάχ να επιτεθούμε στο Ισραήλ γιατί πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε από τους υποκριτές». Και αν η δήλωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί αμφισβητήσιμη, η απόφαση του Χαλιφάτου να μην επιτεθεί στο Ισραήλ είναι δεδομένη. Και το Ισραήλ το γνωρίζει και δεν βλέπει το Χαλιφάτο σαν σοβαρή απειλή πάρα τις επίσημες δηλώσεις του. Αντίθετα κάνεις δεν είναι πιο χαρούμενος από το σύγχρονο απαρτχάιντ βλέποντας τις συνεχόμενες συγκρούσεις Σιιτών και Σουνιτών. Και όσον αφορά την καταπολέμηση της Χεζμπολάχ βρήκε έναν απροσδόκητο (;) σύμμαχο, το Χαλιφάτο!
Όποτε γιατί να μην πιστέψουμε έστω και αφελώς τη γνησιότητα της δήλωσης του Αλ Μπαχνταντί; Απλώς θα είναι μια κυνική επιβεβαίωση της πραγματικότητας. Άλλωστε η θρησκεία ανέκαθεν αποτελούσε βασικό εργαλείο στην προπαγάνδα της εξουσίας. Ο θεός ως ανύπαρκτος είναι ένα ευκολόχρηστο και ευμετάβλητο εργαλείο στα χεριά της κυρίαρχης τάξης και μπορεί άνετα κάνεις να στηρίξει σε αυτόν σταυροφορίες, τζιχάντ ή ένα Μνημόνιο όσο υπάρχουν θρησκευτικά λόμπι και θρησκευτικά ζόμπι έτοιμα να πιστέψουν ό,τι του πλασάρουν σαν δόγμα.
Πνευματικό αλκοόλ
του Κώστα Γούση
Από τον ανορθολογισμό, την ιμπεριαλιστική του αξιοποίηση και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό μέχρι την κοσμική πολιτική της κουρδικής αντίστασης και την αντιφασιστική κοινή δράση μιας ορισμένης ορθοδοξίας και κομμουνιστών/τριων στο εξεγερμένο Ντονμπάς, είναι πολλά τα πεδία όπου ο μαρξισμός
θα κριθεί ως προς την εξηγητική του δύναμη
Κομμουνιστές/τριες σαν τους πρωτοχριστιανούς; Σε σημειώσεις του για το κομμουνιστικό κόμμα, ο Αντόνιο Γκράμσι θα ισχυριστεί ότι η αντιπαραβολή πολιτικής οργάνωσης και θρησκευτικών κοινοτήτων των πρωτοχριστιανών μας δίνει, υπό προϋποθέσεις, ένα μέτρο σύγκρισης των αγωνιστών της Πολιτείας των Ανθρώπων με τους αγωνιστές της Πολιτείας του Θεού. Το συμπέρασμα είναι ότι οι αγωνιστές της εργατικής τάξης είναι ακόμη πιο μεγάλοι από τους αγωνιστές του Θεού, καθώς δεν πιστεύουν στην ουράνια επιβράβευση και την αιώνια ζωή, αλλά στρατεύονται για ένα λόγο συγκεκριμένο, ανθρώπινο και περιορισμένο. Τι συμβαίνει όμως όταν το μέλος του κομμουνιστικού κόμματος είναι και θρησκευόμενο;
Θρησκευόμενοι/ες κομμουνιστές/τριες, άλυτη αντίφαση; Ο Λένιν έχει τοποθετηθεί σε πολλές περιστάσεις για το ζήτημα της θρησκείας αντιμετωπίζοντάς την ως «ένα είδος πνευματικού αλκοόλ, μέσα στο οποίο οι σκλάβοι του κεφαλαίου πνίγουν την ανθρώπινη μορφή τους, τις διεκδικήσεις τους για μια κάπως ανθρώπινη ζωή». Αφού είναι έτσι, τότε γιατί δεν δηλώνεται η αθεΐα στο πρόγραμμά του κόμματος; Γιατί δεν απαγορεύεται σε όσους πιστεύουν στο θεό να μπαίνουν στο κόμμα; Ο Λένιν θεωρεί την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα κρίσιμη διαχωριστική γραμμή με την αστικοδημοκρατική τοποθέτηση του ζητήματος της θρησκείας. Προφανώς, το σοσιαλιστικό πρόγραμμα είναι θεμελιωμένο στην υλιστική κοσμοθεωρία. Η εξήγηση του προγράμματος συμπεριλαμβάνει την εξήγηση για τις πραγματικές ιστορικές και οικονομικές ρίζες της θρησκευτικής θολούρας. Η προπαγάνδα συμπεριλαμβάνει και την προπαγάνδα του αθεϊσμού και το αίτημα του ολοκληρωτικού χωρισμού Εκκλησίας και κράτους.
Ωστόσο, τονίζει πως θα ήταν ανοησία και αφηρημένος ιδεαλισμός να νομίζει κανείς ότι σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην απεριόριστη καταπίεση και αποκτήνωση των εργατικών μαζών είναι δυνατό να διαλυθούν οι θρησκευτικές προλήψεις με καθαρά προπαγανδιστικά μέσα, με κηρύγματα και φυλλάδες. Με αυτή την έννοια, η ενότητα της πάλης της καταπιεζόμενης τάξη για τη δημιουργία ενός επίγειου παραδείσου προκρίνεται σε σχέση με την ενότητα απόψεων των προλετάριων για τον επουράνιο παράδεισο ή τριτεύουσες απόψεις και φαντασιοπληξίες. Γι’ αυτό και οι πόρτες του κόμματος δεν είναι κλειστές προς τους θρησκευόμενους.
Ο Λούκατς σε διάλεξή του σε συνέδριο μαρξιστών φιλοσόφων τον Δεκέμβρη του 1947 θα πραγματευτεί το ίδιο θέμα στο ρευστό μεταπολεμικό τοπίο. Τονίζει ότι παρά την επιθυμητή κοινή πρακτική πολιτική δουλειά με θρησκευόμενους ανθρώπους, το φιλοσοφικό χάσμα ούτε μπορεί ούτε και πρέπει να γεφυρωθεί. Δύο λάθη πρέπει να αποφευχθούν. Αφενός θεωρεί στενόμυαλο σεχταρισμό τον πολιτικό αποκλεισμό στη βάση φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και αφετέρου λανθασμένη την υποτίμηση της αντιπαράθεσης με τις θρησκευτικές κοσμοθεωρίες, λες και μπορεί να υπάρξει συμφωνία σε ηθικά ζητήματα με τις θρησκείες. Η τίμια και ανοιχτή επισήμανση των διαφορών είναι όρος για την ύπαρξη κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης και δημοκρατικής διαπάλης. Την ίδια στιγμή ο Λούκατς αντιπαρατίθεται στον αθεϊσμό ενός τμήματος της διανόησης της εποχής του, ό,τι αποκαλεί θρησκευτικό αθεϊσμό που καταλήγει να αναπαράγει αντιδραστικές θεωρίες και δεν συμβάλλει στη χειραφέτηση.
Για όσους/ες όμως στρατεύονται συνειδητά στην υπόθεση της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από το ζυγό της εκμετάλλευσης, ήδη από σήμερα, καταλήγει ο Λούκατς, δεν υφίστανται θρησκευτικές ανάγκες. Γιατί στη θέση του θεού και όσων πνευματικών και ηθικών αξιών υπήρχαν σε μια θρησκευτική ή ημιθρησκευτική μορφή εμφανίζεται το πάθος μιας απόλυτης εκκοσμίκευσης (perfect secularism), η ψύχραιμη αλλά συνάμα παθιασμένη γνώση και συνειδητοποίηση ότι βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό σημείο καμπής και ο άνθρωπος μπορεί να αυτοπραγματωθεί χωρίς καμία επουράνια βοήθεια ή προσδοκία.
Προφανώς παραμένουν πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα σε σχέση με τον καθοριστικό ρόλο της θρησκείας ως κινητήριας δύναμης των μαζών και διαμόρφωσης των υποκειμενικών τους ταυτοτήτων. Στις διαδρομές του κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα είναι εξαιρετικά πλούσια η εμπειρία και τα διδάγματα τόσο της κοινής πολιτικής δράσης (π.χ. θεολογία της απελευθέρωσης) όσο και της φιλοσοφικής αντιπαράθεσης μαρξισμού και θρησκείας. Την επικαιρότητα αυτής της συζήτησης ανέδειξε με εμφατικό τρόπο ο Ντ. Μπενσαΐντ στο τελευταίο βιβλίο πριν από το θάνατό του υπό τον τίτλο Εγκώμιο στην κοσμική πολιτική. Στο έργο αυτό αναδεικνύει τη στροφή στη θρησκεία και από τα πάνω και από τα κάτω. Ιδιαίτερα κριτικά στέκεται στο θρησκευτικό στοιχείο της σύγχρονης κριτικής θεωρίας και κυρίως του μεταμαρξισμού.
Καθώς κλείνει το άρθρο, οφείλει να σημειωθεί ότι η έμφαση σε θρησκευτικές εκδοχές μιας προοδευτικής πολιτικής στάσης δεν πρέπει να αποπροσανατολίσει από το γεγονός ότι η επίσημη πρακτική της κυρίαρχης έκφρασης των θρησκευτικών ιερατείων ανά τον κόσμο τα καθιστά βραχίονα της εξουσίας και βαθιά διεφθαρμένο τμήμα του σάπιου κόσμου της εκμετάλλευσης, του εμπορεύματος και του θεάματος. Από τον ανορθολογισμό, την ιμπεριαλιστική του αξιοποίηση και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό μέχρι την κοσμική πολιτική της κουρδικής αντίστασης και την αντιφασιστική κοινή δράση μιας ορισμένης ορθοδοξίας και κομμουνιστών/τριων στο εξεγερμένο Ντονμπάς, είναι πολλά τα πεδία όπου ο μαρξισμός θα κριθεί ως προς την εξηγητική του δύναμη, τη διαλεκτική συμμαχιών/αντιπαράθεσης και την ανατρεπτική του δυναμική.
Σε τελική ανάλυση, ο μαρξισμός καλείται να δώσει τεκμηριωμένα κι έμπρακτα την απάντηση στο ερώτημα: Υπάρχει ζωή πριν από το θάνατο;
Εποχή της γνώσης ή του ανορθολογισμού;
της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου
Σε μια εποχή που θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται εποχή της γνώσης και των εκρηκτικών δυνατοτήτων της επιστήμης, τόσο η θρησκεία όσο και ο ανορθολογισμός γενικότερα διατηρούν βαθιές τις ρίζες τους στην κοινωνία. Εξίσου βαθιά συνυφασμένη παραμένει και η σχέση τους με το εκπαιδευτικό σύστημα.
Επί μακρόν εξάλλου στην Ελλάδα η εκπαίδευση ήταν αρμοδιότητα θρησκευτικών κυρίως θεσμικοτήτων και η παιδεία είχε, ως επί το πλείστον, θρησκευτικό χαρακτήρα. Μέχρι τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους η υπόθεση της εκπαίδευσης βασιζόταν κυρίως στον απλό κλήρο. Αλλά και μετέπειτα φορείς θρησκευτικής αγωγής αποτελούσαν τόσο οι εκκλησιαστικές και λοιπές θρησκευτικές θεσμικότητες (βλέπε κατηχητικό) όσο και το ίδιο το κοσμικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Σήμερα, εν έτει 2015, τα θρησκευτικά παραμένουν μάθημα υποχρεωτικό στα σχολεία, ενώ η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης αποτελεί έναν από τους κατοχυρωμένους σκοπούς της παιδείας σύμφωνα και με την παράγραφο 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Μάλιστα, η διάταξη αυτή στην Ελλάδα ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της επικρατούσας θρησκείας, αναγνωρίζοντας δηλαδή την επιβολή μιας κατηχητικής-μονοφωνικής εκπαίδευσης του ορθόδοξου δόγματος. Βασικός σκοπός του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι με αυτή την έννοια να καταστήσει τους μαθητές «κοινωνούς των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης», με βάση το περιεχόμενο των διδακτικών βιβλίων, το οποίο θέτει ως βασικό προαπαιτούμενο το γεγονός πως ο μαθητής είναι και χριστιανός ορθόδοξος. Οτιδήποτε βγαίνει έξω από τη γραμμή του ομολογιακού-κατηχητικού μαθήματος συνιστά εχθρική πράξη για την επίσημη Εκκλησία, η οποία εξακολουθεί και έχει λόγο για τα διδακτικά βιβλία όλων των βαθμίδων.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι λίγες μόνο μέρες πριν από τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, στις 23 Ιανουαρίου, με νέα εγκύκλιο ο Ανδρ. Λοβέρδος επανακαθόρισε τις προϋποθέσεις απαλλαγής των μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη εγκύκλιο, η απαλλαγή από το μάθημα χορηγείται ύστερα από Υπεύθυνη Δήλωση του ν. 1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται ότι ο μαθητής δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος. Πλέον δεν αρκεί δηλαδή να επικαλεστεί κάποιος λόγους θρησκευτικής συνείδησης, αλλά είναι υποχρεωτικό να δηλώσει άρνηση του ορθόδοξου δόγματος, δήλωση που θα ακολουθεί το μαθητή σε όλο τον εκπαιδευτικό του βίο. Επιπλέον ανατίθεται ρόλος ανακριτικών αρχών στους διευθυντές των σχολείων, οι οποίοι καλούνται «να ελέγχουν την τεκμηρίωση των προβαλλόμενων λόγων», κρίνοντας τη σοβαρότητα των σχετικών δηλώσεων για κάθε ενδιαφερόμενο. Αν και η νέα κυβέρνηση έχει εξαγγείλει την απόσυρση τής εν λόγω εγκυκλίου που δυσκολεύει το καθεστώς απαλλαγής, το μάθημα των Θρησκευτικών παραμένει προς το παρόν υποχρεωτικό στα ελληνικά σχολεία, όπως επίσης και ο εκκλησιασμός και η καθημερινή πρωινή προσευχή.
Η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου έχει εξάλλου σημασία να ξεκινά σε μικρή ηλικία, όταν δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί η κριτική του ικανότητα, ούτε διαθέτει επαρκείς γνώσεις για τον κόσμο, υποβάλλοντας στο νεαρό άτομο την πίστη σε θρησκευτικές μορφές και ένα τρόπο σκέψης που μαθαίνει να αποδέχεται άκριτα ιδέες ανορθολογικές. Έτσι οι μαθητές γίνονται δέκτες μεταφυσικών και ανορθολογικών αντιλήψεων για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, αντιλήψεις που είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες και ασύμβατες με την επιστημονική γνώση, ενώ εξίσου ανεστραμμένα και παραμορφωτικά μαθαίνουν να ερμηνεύουν και τα κοινωνικά προβλήματα.