του Άρη Χατζηστεφάνου
«Κόλαφος», «πανωλεθρία», «καταστροφή»: οι τίτλοι των εφημερίδων μοιάζουν ανεπαρκείς για να περιγράψουν το μέγεθος της ήττας του σοσιαλιστικού κόμματος (PS) στο δεύτερο γύρο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών, που έλαβαν χώρα στις 29 Μαρτίου.
Τα 20 εκατομμύρια Γάλλοι που προσήλθαν την περασμένη Κυριακή στις κάλπες «χάρισαν» στο κόμμα του προέδρου Ολάντ την τέταρτη συνεχόμενη εκλογική του ήττα μετά τις αναμετρήσεις για τους δήμους, το ευρωκοινοβούλιο και τη γερουσία. Οι σοσιαλιστές είδαν να γλιστρούν στο στρατόπεδο του αντιπάλου 28 διαμερίσματα, σε ορισμένα εκ των οποίων κυριαρχούσαν για περισσότερα από 30 χρόνια. Η συνολική τους δύναμη μειώθηκε σχεδόν στο μισό και ο επικεφαλής τους δείχνει να επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά τον τίτλο του πλέον αντιδημοφιλούς γάλλου προέδρου από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά την παρουσίαση του αποτελέσματος ως τη «μεγάλη επιστροφή του Σαρκοζί», δεν πρόκειται για νίκη του ιδίου όσο για καταδίκη των πολιτικών λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων της παρούσας κυβέρνησης. Η γαλλική Δεξιά, με επικεφαλής το κόμμα Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP) του Σαρκοζί, κέρδισε στα 67 από τα 101 διαμερίσματα της χώρας, όμως οι συντηρητικές πολιτικές που υπερασπίζεται σε καμιά περίπτωση δεν χαίρουν ευρείας υποστήριξης. Λόγω αυτών ακριβώς των πολιτικών ο Ν. Σαρκοζί ήταν εκείνος που κρατούσε τα σκήπτρα της μικρότερης δημοφιλίας, μέχρι την ήττα του απ’ τον Ολάντ. Η στήριξη στο κόμμα του είναι σαφές πως θα μειωθεί, όταν στα διαμερίσματα όπου εκλέχτηκε επιβάλει ευρύτατες λαομίσητες περικοπές, τόσο γιατί αυτό προασπίζεται όσο και γιατί οι Σοσιαλιστές μείωσαν τις επιδοτήσεις από την κεντρική κυβέρνηση προς τις τοπικές αρχές κατά 11 δισ. ευρώ.
Εξάλλου, η φήμη του δεξιού πρώην προέδρου εξακολουθεί να πλήττεται λόγω της εμπλοκής του σε πολύκροτα σκάνδαλα όσο βρισκόταν στην εξουσία: Εντός της περασμένης εβδομάδας, ο Σαρκοζί πέρασε την πόρτα της Εισαγγελίας Οικονομικών Εγκλημάτων, για ανάκριση σχετικά με την προέλευση της χρηματοδότησης της προεκλογικής του εκστρατείας του 2012. Κι αν σήμερα αυτοπροβάλλεται ως ο συνδετικός κρίκος της γαλλικής Δεξιάς, είναι δεδομένο πως θα βρει μπροστά του τους δύο πρώην συμμάχους του Αλάν Ζιπέ και Φρανσουά Φιγιόν, που έχουν ξεχωριστές φιλοδοξίες και ατζέντα, ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών του 2017.
Με το βλέμμα επίσης στραμμένο στις προεδρικές εκλογές η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν υποδέχτηκε το αποτέλεσμα της περιφερειακής αναμέτρησης με συγκρατημένη αισιοδοξία. «Ας μη συγχέουμε την απογοήτευση με την ήττα» ήταν το μήνυμα που έστειλε το κόμμα της, όταν φάνηκε ότι δεν θα καταφέρει να επικρατήσει σε κάποιο από τα δύο διαμερίσματα στα οποία πρόβαλε αξιώσεις. Ωστόσο, τα ποσοστά του Εθνικού Μετώπου (FN) αυξήθηκαν αρκετά, αγγίζοντας το 22,2% των ψήφων, και το κόμμα εξέλεξε 62 συμβούλους σε 14 διαμερίσματα – σε σύγκριση με τους μόλις δύο που είχε εκλέξει το 2011. Επωφελούμενοι από τη διάχυτη απογοήτευση με την παρούσα οικονομική και κοινωνική πολιτική, οι νεοφασίστες της Λεπέν απέδειξαν και πάλι ότι καθιερώνονται ως ο τρίτος πόλος της γαλλικής πολιτικής σκηνής. Απευθυνόμενα σε νέους άνεργους και σε εργαζόμενους που αισθάνονται ευάλωτοι και ψάχνουν γι’ αποδιοπομπαίους τράγους, τα στελέχη του FN στήνουν σταδιακά τις βάσεις, ώστε να διεκδικήσουν την είσοδο στον δεύτερο γύρο των εκλογών του 2017.
Όσο για τον ίδιο τον Ολάντ, μοιάζει να κλείνει τελείως τα αφτιά του μπροστά στα ηχηρά μηνύματα των ψηφοφόρων. Μια εβδομάδα πριν από τις εκλογές, επέμενε αλαζονικά σε συνέντευξή του ότι δεν θ’ αλλάξει «ούτε τη γραμμή του ούτε τον πρωθυπουργό», ακόμη και αν ηττηθεί στις κάλπες, καθώς «τώρα είναι που η πολιτική του αποδίδει καρπούς». Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, ο Μανουέλ Βαλς επανέλαβε το ίδιο μήνυμα, κατηγορώντας παράλληλα για έλλειψη ενότητας τόσο την Αριστερά όσο και στελέχη του κόμματός του. Πόσο πιθανή ήταν όμως η ενότητα αυτή; Τα έντονα αντιλαϊκά μέτρα που είχε θεσμοθετήσει πρόσφατα ο Ολάντ είχαν προκαλέσει ένα μικρό σεισμό στο εσωτερικό των Σοσιαλιστών, με τη Μαρτίν Ομπρί από την αριστερή πτέρυγα να τα χαρακτηρίζει «κοινωνική οπισθοδρόμηση». Μεταξύ των μέτρων αυτών, που θυμίζουν έντονα τις επιταγές της τρόικας για την Ελλάδα, βρίσκεται η λειτουργία των καταστημάτων για περισσότερες Κυριακές, η απελευθέρωση περαιτέρω επαγγελμάτων, αλλά και ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων των διαιτητικών θεσμών σε περίπτωση εργατικών διαφορών, ο οποίος λειτουργεί προς όφελος των εργοδοτών.
Αυτές οι πολιτικές υιοθετήθηκαν παρακάμπτοντας τη Βουλή, με τρόπο αντίστοιχο των εγχώριων πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κι αποξενώνοντας ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι των πιθανών συμμάχων κι υποστηρικτών του Ολάντ πριν από τις εκλογές. «Η επιτυχία μας αποκαλύπτει την αηδία των ψηφοφόρων με τους Σοσιαλιστές και δεν πρέπει να δώσει αφορμή για θριαμβολογίες» δήλωσε χαρακτηριστικά μεταξύ πολλών άλλων ο εσωκομματικός αντίπαλος του Σαρκοζί Μπρουνό Λεμέρ. Κάνοντας όμως σημαία την ανάγκη για συμμόρφωση της Γαλλίας με τις ευρωπαϊκές μακροοικονομικές πολιτικές, και κυρίως με τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος κάτω από το 3%, η κυβέρνηση των Σοσιαλιστών ξεκίνησε ήδη να σχεδιάζει κι άλλες αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις, όπως ένα νόμο που περιορίζει την εργατική συμμετοχή σε επιχειρήσεις που απασχολούν άνω των 49 εργαζομένων, η ψήφιση του οποίου θεωρείται ζήτημα μηνών.
Όσο για την αντιμετώπιση της ανεργίας, μια εύκολη λύση της κυβέρνησης είναι να χρησιμοποιήσει για μια ακόμη φορά τους νέους ανέργους ως βορά στα κανόνια της ιμπεριαλιστικής εξωτερικής της πολιτικής. Το καλοκαίρι του 2015 πρόκειται να αναθεωρηθεί το Στρατιωτικό Πρόγραμμα της Γαλλίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεων. Μέχρι και 23.000 θέσεις στο στρατό, που πρόκειται να καταργηθούν ως το 2019, θα διατηρηθούν ώστε να μη μειωθεί η στρατιωτική παρουσία της χώρας ούτε εντός ούτε εκτός συνόρων – όπως στη Μέση Ανατολή ή την Αφρική.