Ένας μαύρος στρόβιλος πάνω σε μια ανοιχτή πληγή είναι το γκράφιτι στο κτίριο του πολυτεχνείου στην οδό Τοσίτσα. Δίπλα του ρημαγμένα, ξενοίκιαστα κτίρια γραφείων που κάποτε στέγαζαν μικρές επιχειρήσεις ενώ και το ίδιο το Πολυτεχνείο μετά την μεταφορά του στου Ζωγράφου έχει γίνει ένα άδειο κέλυφος.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Το μαυρόασπρο γκράφιτι που σε μια νύχτα κάλυψε μεγάλο τμήμα κτηρίου του Πολυτεχνείου στάθηκε αφορμή για πολλές συζητήσεις και σχόλια. Η Εισαγγελία διέταξε έρευνα για την αναζήτηση των υπαιτίων οι οποίοι προκάλεσαν «διακεκριμένη φθορά σε αντικείμενο που χρησιμεύει για κοινό όφελος», ενώ ο δήμαρχος της Αθήνας υποσχέθηκε ότι εξειδικευμένο συνεργείο του δήμου θα αναλάβει τον καθαρισμό της όψης του κτηρίου.
Η συζήτηση δεν περιορίστηκε στον κύκλο εκείνων που συστηματικά ασχολούνται με τα λεγόμενα «πολιτιστικά». Ο καθένας από εμάς, είτε κυκλοφορεί στην πόλη είτε όχι, έχει γνώμη. Ακούστηκαν πολλά «δεν μου αρέσει» αλλά και «μου αρέσει», δηλαδή οι περισσότεροι έκριναν το αισθητικό αποτέλεσμα και λιγότερο την ίδια την πράξη. Στη δεύτερη περίπτωση, τέθηκε το ζήτημα της αντιδημοκρατικότητας αυτού του τύπου εικαστικής παρέμβασης σε συνάρτηση με το ειδικό ιστορικό βάρος του κτηρίου στο οποίο εφαρμόστηκε.
Υπάρχουν παρεμβάσεις και παρεμβάσεις εικαστικού τύπου. Κατά καιρούς τα μάτια των αγαλμάτων έχουν δεθεί με μαύρα μαντίλια –σημάδι πένθους και αποστροφής για όσα το κράτος διαπράττει στη δημόσια σφαίρα– ενώ ακόμα και… πλεχτά πουλοβεράκια έχουν φορεθεί στα δέντρα της Αθήνας, για να μην τα πιάνει το κρύο του χειμώνα. Διακριτική υπόμνηση η πρώτη, ασυγχώρητη γελοιότητα η δεύτερη.
Βανδαλισμός χαρακτηρίστηκε αυτό το γκράφιτι, καθώς αλλοιώνει την αισθητική ταυτότητα του κτηρίου ως τυπικού δείγματος της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ακόμα κι αν αυτή η νυχτερινή τοιχογραφία έχει καλλιτεχνικές αξιώσεις, είναι ανεπίτρεπτο μια μορφή τέχνης να ακυρώνει, να κανιβαλίζει μια άλλη, ακόμα κι αν αυτός ο βανδαλισμός είναι αναστρέψιμος, έστω και με τη δαπάνη δημόσιου χρήματος.
Εύκολο είναι να κατακεραυνώνει κανείς τους γκραφιτάδες της κατηγορίας «hit and run», για να επιβεβαιώσει τον δικό του βαθύ σεβασμό στην αρχιτεκτονική μας κληρονομιά. Εύκολο είναι να μιλά κανείς για τη βία, που τάχα εκφράζει αυτή η παρέμβαση, τη στιγμή που οι ίδιοι οι τοίχοι πάμπολλων δημόσιων κτηρίων έχουν τη δική τους μαύρη ιστορία. Λίγοι μίλησαν για το βανδαλισμό της ανθρώπινης ζωής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για τη λεηλασία της νεότητας που συντελείται στους μνημονιακούς χρόνους όχι μόνο γύρω από το Πολυτεχνείο αλλά σε όλο το «καταραμένο» κέντρο της πόλης, σε όλη την Ελλάδα.
Ένα μόλις τετράγωνο από τον ζωγραφισμένο τοίχο, γωνία Πατησίων & Σολωμού, βρίσκονταν τα γραφεία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. Πριν από τρία χρόνια ακριβώς, όταν το κτήριο βρισκόταν υπό κατάληψη, ένα ζευγάρι, δύο εργαζόμενοι στον ΟΕΚ, βγήκαν στο στενό μπαλκόνι και απειλούσαν να πέσουν στο κενό αν δεν ικανοποιούνταν το αίτημά τους, δηλαδή να μετατεθούν και οι δύο στην Αθήνα καθώς έχουν ένα παιδί με σοβαρό πρόβλημα υγείας… Οι άνθρωποι αυτοί τελικά πείστηκαν από τους συναδέλφους τους που τους εκλιπαρούσαν να ζήσουν και δεν έπεσαν. Ο ΟΕΚ έκλεισε, στο πλαίσιο της μνημονιακής εντολής για «λιγότερο κράτος», το αίτημα των παραλίγο αυατόχειρων θεωρείται πια μετέωρο, άνευ περιεχομένου. Αλλά ο πόνος εκατομμυρίων ανθρώπων είναι κι αυτός μετέωρος, ποτίζει ντουβάρια και μάρμαρα.
Μερικά τετράγωνα νοτιοδυτικά, στην οδό Ακομινάτου, βρίσκεται η πολυκατοικία που πριν από τρία χρόνια απ’ την ταράτσα της έπεσαν στο κενό μια μάνα και ο γιος της, μη αντέχοντας πια να ζουν μες στην εξευτελιστική φτώχεια – ό,τι ακριβώς συνέβη τον περασμένο μήνα στη Χαλκίδα.
Τι γκράφιτι θα ταίριαζε σε τέτοιες πόλεις, σε τέτοια ζωή; Πουλιά, λουλούδια και γαλάζιος ουρανός; Ο ζόφος αυτής της μαυρόασπρης τοιχογραφίας είναι καθρέφτης και συνέχεια της μαυρίλας που πλακώνει όλη την Ελλάδα.
«Η Σίλικον Βάλεΐ της Αθήνας». Έτσι χαρακτήριζαν στη δεκαετία του 1990 την οδό Στουρνάρη με τα πολλά καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών. Μόνο που αυτή η Κοιλάδα του Πυριτίου έχει εδώ και χρόνια γίνει δρόμος-φάντασμα. Σήμερα παντού λουκέτα, σκονισμένες βιτρίνες, σιδεριές. Ρημαγμένα, ξενοίκιαστα κτήρια γραφείων που κάποτε στέγαζαν μικρές εταιρείες. Ελάχιστος φωτισμός το βράδυ, ελάχιστοι περαστικοί που κι αυτοί προτιμούν, για λόγους ασφάλειας, να βαδίζουν στη μέση του δρόμου. Ο παράλληλος δρόμος, η Τοσίτσα, έχει «καθαρίσει» μέχρι τη διασταύρωση με την Μπουμπουλίνας, καθώς η πιάτσα των ναρκωτικών έχει μετατοπιστεί πιο πάνω. Εξάλλου το ίδιο το Πολυτεχνείο, με τη σχεδόν πλήρη μεταφορά του στου Ζωγράφου, έχει γίνει ένα άδειο κέλυφος, μια νεοκλασική πέτσα που θυμίζει περασμένα μεγαλεία.
Πώς μπορούμε, μέσα σ’ αυτή την ερήμωση, να μιλάμε για μνήμη του άστεος, για πολιτιστική και ιστορική κληρονομιά, για καλλιτεχνική έκφραση; Μια πέτσα είναι κι αυτό το πολυσυζητημένο γκράφιτι, ένας μαύρος στρόβιλος πάνω σε μια ανοιχτή πληγή. Μια πέτσα που ουρλιάζει, όπως ουρλιάζουν και πολλοί άλλοι τοίχοι. Τους ακούμε και τους προσπερνάμε, καθώς «πάμε σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».