του Διονύση Ελευθεράτου
Η αποκάλυψη Ρωμανιά, ο «ειδήμων» Λοβέρδος, η αιώνια πολιτική εξαπάτηση
Αφελείς, αδαείς, αμφότερα: Σε μια από τις τρεις αυτές κατηγορίες θα πρέπει να ανήκει κανείς, για να εκπλαγεί στ’ αλήθεια με τις πρόσφατες αποκαλύψεις του Γιώργου Ρωμανιά. Ως γνωστόν ο Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων «έβγαλε στη φόρα» την πρακτική των «μαγειρεμένων», σκοπίμως απατηλών αναλογιστικών μελετών για τα ασφαλιστικά ταμεία. «Μελετών» τα πορίσματα των οποίων, κατά τα τελευταία χρόνια, έδωσαν άλλοθι στις μνημονιακές πολιτικές κατακόρυφης μείωσης (και) των συντάξεων.
Γιατί είμαστε τόσο αυστηροί με όσους θα έμεναν άναυδοι ή, ακόμη χειρότερα, θα δυσπιστούσαν στο άκουσμα της καταγγελίας Ρωμανιά, θεωρώντας πως «αυτά τα πράγματα δεν γίνονται»; Διότι απλούστατα υπάρχει… προϊστορία στο θέμα, η οποία μάλιστα διαθέτει και ποικιλία. Η πολιτική εξουσία μπορεί να… πλάθει και να αξιοποιεί αναλογιστικές μελέτες για τα ταμεία, εάν όμως κάποιες άλλες μελέτες, αυθεντικές αυτές, δεν αποδεικνύονται τόσο συμφέρουσες, τότε διαθέτει (η πολιτική εξουσία) την ευχέρεια να κάνει πως δεν τις διάβασε ποτέ.
Το 2003 η κυβέρνηση Σημίτη παρήγγειλε αναλογιστική μελέτη για το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα στους επαγγελματίες βρετανούς τεχνοκράτες της Γκόβερνμεντ Άκτσιουαρι Ντιπάρτμεντ. Τρία χρόνια αργότερα μελέτη παρήγγειλε και η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Αμφότερα τα πορίσματα κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: Λειτουργώντας όπως λειτουργούσαν τότε, τα ασφαλιστικά ταμεία άντεχαν χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι το 2035, το δε ΙΚΑ έως το 2032. Άνευ μεταρρυθμίσεων, θετικών ή μη…
Η μελέτη που παραδόθηκε, μάλιστα, επί Νέας Δημοκρατίας βασίστηκε στην υπόθεση εργασίας ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν θα απέδιδαν όσα τότε χρωστούσαν στα ταμεία. Η ανθεκτικότητα έως το 2035 θα ήταν κι έτσι εγγυημένη, αρκεί να κατέβαλε το Δημόσιο κανονικά όσες εισφορές έπρεπε να πληρώσει, ως εργοδότης.
Εντυπωσιακή όντως αντοχή διέγνωσαν και οι δυο διεθνείς φορείς, εάν αναλογιστεί κανείς πόσο είχαν πληθύνει τα πάθη των ασφαλιστικών ταμείων από τη δεκαετία του 1990. Αντιθέτως, μηδαμινή αποδείχθηκε η αντοχή των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στα πορίσματα των μελετώn που οι ίδιες παρήγγειλαν. Τα «έθαψαν»… κανονικά, με την αμέριστη βοήθεια των ΜΜΕ, η δε κυβέρνηση Καραμανλή έκανε κάτι ακόμη: Ο τότε υπουργός Οικονομίας Γιώργος Αλογοσκούφης ανακοίνωσε ότι «ανέστειλε τις εργασίες της» η επιτροπή Αναλυτή που εξέταζε το ασφαλιστικό.
Με άλλα λόγια, η επιτροπή Αναλυτή καταργήθηκε. Γιατί; Διότι ήταν «εκ φύσεως και θέσεως» υποχρεωμένη, όχι μόνο να δημοσιοποιήσει τα ευρήματα της αναλογιστικής μελέτης, αλλά και να κινηθεί με τρόπο που δεν θα πρόδιδε διάθεση να τα αγνοήσει. Για τέτοια… αυτογκόλ ήταν η κυβέρνηση;
Λίγα χρόνια πέρασαν. Ο ΓΑΠ βρέθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο κι ο Ανδρέας Λοβέρδος στην καρέκλα του υπουργού Εργασίας. Τον Δεκέμβριο του 2009, δηλαδή στις εποχές των… πρώτων προετοιμασιών (ψυχολογικών και πολιτικών) για την είσοδο της χώρας στην εποχή των Μνημονίων, οι… οιμωγές του Λοβέρδου «έκλεψαν την παράσταση». Θα ισχυριζόμασταν ότι ουδέποτε τον είδαμε παραδομένο σε τόση αγωνία, εάν 2,5 έτη αργότερα δεν τον ατενίζαμε να ουρλιάζει για τοn «δημόσιο κίνδυνο» που αντιπροσώπευαν μερικές δυστυχισμένες οροθετικές γυναίκες, των οποίων τη δυστυχία ο ίδιος πολλαπλασίασε φορτώνοντας στις ψυχές τους και το «δ» της διαπόμπευσης.
Βοήθεια, το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας «είναι υπό κατάρρευση», φώναξε τον Δεκέμβριο του 2009 ο Λοβέρδος! Και πότε θα κατέρρεε; Το 2015. Τότε που ο (όποιος) υπουργός Εργασίας «θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσει πως δεν θα δοθούν 14 μηνιαίες συντάξεις και δώρα».
Μάλιστα… Το 2003 και το 2006 οι διεθνείς τεχνοκράτες συμφώνησαν, κατόπιν διενέργειας μελετών, πως το ασφαλιστικό «κρατούσε» ως είχε έως το 2035, αλλά στο τέλος του 2009 ένας υπουργός τριών μηνών πρόλαβε να δει τον κρυμμένο «δράκο» και να μειώσει κατά μία εικοσαετία το «προσδόκιμο ζωής» των ταμείων! Θαύμα…
Χρειάζεται μήπως να διερωτηθούμε γιατί ουδείς «έτριψε στη μούρη» του Λοβέρδου τις αναλογιστικές μελέτες της Γκόβερνμεντ Άκτσουαρι Ντιπάρτμεντ και του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, ούτε καν δυνάμεις -πολιτικές και κοινωνικές- που αντιστέκονταν στο κλίμα «οικονομικού τρόμου» της εποχής εκείνης; Μα η απάντηση είναι προφανής όσο και πικρή, διότι υπενθυμίζει την ικανότητα των «πάνω» να «θάβουν» τα ενοχλητικά στοιχεία ή και να σβήνουν γρήγορα από τη συλλογική μνήμη όσα κατόρθωσαν να επιβιώσουν εκεί, προσωρινά: Το 2009 και το 2010 ελάχιστες μνήμες συγκρατούσαν τα πορίσματα των δυο μελετητικών οίκων.
Το «παιχνίδι» όμως δεν περιλαμβάνει μόνο την αποσιώπηση. Ενίοτε προτάσσεται η… λογοδιάρροια, το «πες, πες, κάτι θα μείνει». Κι έμεινε… Παρέμεινε αρκούντως ισχυρή η ιδέα ότι το «κεντρικό πρόβλημα» του ασφαλιστικού είναι διαχρονικά οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και οι απάτες των συντάξεων- «μαϊμούδων». Πόσες είναι οι πρώτες; Ποιους αφορούν; Ποιο το ειδικό βάρος τους στο σύνολο των συνταξιοδοτήσεων; Ε, εδώ επιστρέφουμε στη σιωπή…
Πόσες είναι οι συντάξεις-«μαϊμούδες», που εδώ και πέντε χρόνια σωρηδόν ανακαλύπτονται και γίνονται αντικείμενο σχολιασμού στα χείλη όσων ευθύνονταν για την ύπαρξή τους; Α, εξαρτάται. Στα ρεπορτάζ «εικάζεται» ότι είναι από πέντε έως είκοσι φορές περισσότερες από τις «εξακριβωμένες». Πώς αλλιώς όμως θα εξακριβωθεί και η εμμονή της «μιντοκρατίας» στην… κάθαρση;
Το «πες πες» ενίοτε έχει και νοσταλγικές παρενέργειες… Όπως ακριβώς άνθησε η αρλούμπα ότι «έπρεπε να ακούσουμε τον Κ. Μητσοτάκη του 1990-93» (ω, ναι, τον πρωθυπουργό της κατά 40 εκατοστιαίες μονάδες επαύξησης του δημόσιου χρέους και των μεγαλύτερων ελλειμμάτων που είδε ποτέ η μεταπολιτευτική Ελλάδα, πριν από την τρέχουσα κρίση!), έτσι βρέθηκε και η «ασφαλιστική»… εξειδίκευση του ρετρό: «Αν περνούσε το σχέδιο Γιαννίτση, τα ταμεία δεν θα έφθαναν ως εδώ».
Τρελαθήκαμε εντελώς; Πώς θα ήταν εφικτή μια καλύτερη τύχη για τα ταμεία; Και πότε; Στην εποχή των Μνημονίων, όταν πρώτα έχασαν «τα αβγά και τα πασχάλια» με την τρομακτική διόγκωση της ανεργίας, την καθίζηση των μισθών, τους ωκεανούς της υποαπασχόλησης και κατόπιν απώλεσαν και το 75% των αποθεματικών τους, λόγω του PSI;
Και στα όσα διαδραματίστηκαν την προγενέστερη εποχή, πόσες και ποιες παράμετροι μετρήθηκαν, συνεκτιμήθηκαν και βρέθηκαν ανεπαρκείς, για να αμφισβητήσουν το δόγμα πως χρειαζόμασταν μικρά (;), εγχώρια «ασφαλιστικά» Μνημόνια, προτού μας βρουν κατακέφαλα τα… κανονικά;
Για να μην «πιάσουμε» την υπόθεση από πολύ παλιά (αν κι ίσως θα έπρεπε), εκκινούμε από τη χαραυγή των… 90s: Υπολογίστηκε μήπως πόση ζημιά προκάλεσαν στα ταμεία οι «πρακτικές εφαρμογές» της νομοθεσίας του Μητσοτάκη (1902/90, 2042/92) και του Κ. Σημίτη (3029/2003) που θεμελίωσαν το «ρίξιμο» σημαντικού μέρους των αποθεματικών στο χρηματιστηριακό τζόγο και την αγορά ομολόγων; Ξεχάσαμε τα δομημένα ομόλογα;
Υπολογίσαμε πόσο επιβάρυνε τα ταμεία η κατακόρυφη μείωση της κρατικής δαπάνης για τα νοσοκομεία; Μετρήσαμε πόση αφαίμαξη τους προκάλεσαν οι πολλαπλές θεσμοθετημένες απαλλαγές από την υποχρέωση καταβολής εισφορών (χώρια οι απαλλαγές που δίνονταν… από τη σημαία); Λάβαμε υπόψη τι σήμαινε για τα ταμεία η άτυπη αναγόρευση, από τη δεκαετία του 1990 της «μαύρης εργασίας» σε -ανομολόγητο μεν, ευκρινές δε- «αναπτυξιακό μέτρο»;
Τα υπολογίσαμε όλα τούτα και καταλήξαμε στο μεγαλοπρεπές συμπέρασμα ότι μας έφταιξε η κοινωνική αναλγησία σε βάρος του… Γιαννίτση, παρέα με την αναπηρική σύνταξη που πήρε η θεία η Μαριγούλα;
Λίγη ντροπή…