Το κλίμα του νέου σόου του Μάρκου Σεφερλή στο Μέγκα θυμίζει μαθητές λυκείου που ξεσαλώνουν στην πενθήμερη εκδρομή του σχολείου τους ή τουρίστες σε κάμπινγκ ή κρουαζιερόπλοιο που διασκεδάζουν με «πιτζάμα πάρτι» εκτοξεύοντας κέτσαπ ή κρέμα ξυρίσματος ο ένας στον άλλον. Κακαρίσματα κι όχι γέλιο.
της Μαριάννας Τζιαντζή
Κάποτε η Ελλάδα είχε την «εθνική της σταρ» (την Αλίκη Βουγιουκλάκη), τον «εθνικό της τραγουδιστή» (τον Στέλιο Καζαντζίδη) και την «τραγουδίστρια της νίκης» (τη Σοφία Βέμπο). Σήμερα κινδυνεύει να αποκτήσει τον εθνικό της διασκεδαστή, που δεν είναι άλλος από τον κωμικό Μάρκο Σεφερλή.
Δεν φτάνει που καθημερινά παρουσιάζει το μεγάλης διάρκειας πρωινάδικο του Μέγκα, δεν φτάνει που κάθε τρεις και λίγο προβάλλονται βιντεοσκοπημένες επιθεωρήσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί, τώρα ο Μάρκος Σεφερλής απέκτησε και το δικό του εβδομαδιαίο σόου, καθώς προχθές έγινε η πρεμιέρα της πολυδιαφημισμένης εκπομπής του One Mark Show στο Μέγκα. Γέλια, γέλια, γέλια. Γέλια όμως που περισσότερο παραπέμπουν στη μωρία παρά στο κέφι, στην τέρψη. Φυσικά, θα ήταν ανόητο να ισχυριστούμε ότι ο Μάρκος Σεφερλής είναι ατάλαντος ή ότι δεν έχει διδαχτεί τίποτα από την παράδοση της αθηναϊκής επιθεώρησης και των μεγάλων ηθοποιών που την υπηρέτησαν. Και πλαστικότητα και εκφραστικότητα και ετοιμότητα διαθέτει, όμως αυτό που εκπροσωπεί είναι ο Έλληνας που θέλει (και δικαιούται) να περνά καλά. Το κλίμα του νέου του σόου θυμίζει μαθητές λυκείου που ξεσαλώνουν στην πενθήμερη εκδρομή του σχολείου τους ή τουρίστες σε κάμπινγκ ή κρουαζιερόπλοιο που διασκεδάζουν με «πιτζάμα πάρτι» εκτοξεύοντας κέτσαπ ή κρέμα ξυρίσματος ο ένας στον άλλον. Κακαρίσματα κι όχι γέλιο.
Η εκπομπή περιλαμβάνει βιντεοσκοπημένα σκετσάκια (πάντα με πρωταγωνιστή τον Σεφερλή), διαγωνισμούς, όμορφες κοπέλες-γλάστρες, χορό, τραγούδι. Αν και αυτοί που την έχουν σχεδιάσει και έχουν γράψει τα κείμενα δεν είναι καθόλου άσχετοι και αναλφάβητοι, το συγκεκριμένο σόου καλλιεργεί τον καλλιτεχνικό, τον αισθητικό, τον γλωσσικό αναλφαβητισμό.
Το γέλιο δεν είναι ουδέτερο. Το χιούμορ, το γέλιο ξορκίζει, μπορεί να προσφέρει ανακούφιση, αισιοδοξία κι ελπίδα, όμως διαφέρει από τη χοντρή πλάκα, η οποία μπορεί να καθηλώνει, να αποβλακώνει, ακόμα και να αποκτηνώνει τον άνθρωπο. Και κυρίως δεν πρέπει να συγχέουμε την αθωότητα, την παιδικότητα με το παιδαριώδες το οποίο δίνει τον τόνο όχι μόνο στο σόου του Σεφερλή αλλά και σε αρκετές άλλες «παρεΐστικες» τηλεοπτικές εκπομπές στις οποίες παρουσιαστές και καλεσμένοι συμπεριφέρονται σαν να έχουν εισπνεύσει το «αέριο του γέλιου» που είχε χρησιμοποιηθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένα μεγάλο μέρος της εκπομπής διαδραματίζεται μπροστά σε «ζωντανό» κοινό στο στούντιο. Το κοινό αυτό αντιδρά σαν αγέλη, κραυγάζοντας συνθήματα με ποδοσφαιρικό πάθος, ενώ το πιο συνηθισμένο σύνθημα είναι «Μάρκος, Μάρκος!».
Σε σύγκριση με το Αλ Τσαντίρι Νιουζ του Λάκη Λαζόπουλου ή το παλαιότερο Μητσιχώστα του Γιώργου Μητσικώστα, το Οne Mark Show μοιάζει πρωτόγονο από πλευράς περιεχομένου, όχι όμως κι από πλευράς τεχνικής, καθώς είναι προφανές ότι έχουν διατεθεί χρήματα, γνώση και τεχνολογία για το στήσιμο του όλου θεάματος.
Η πρεμιέρα της νέας εκπομπής πήγε πολύ καλά από άποψη απήχησης στο κοινό, αφού την είδε το 24,5% των τηλεθεατών, ενώ στις νεαρές ηλικίες το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 28,8%. Υποθέτουμε ότι, αν οι μετρήσεις τηλεθέασης περιλάμβαναν τα νήπια και τα προνήπια, τα νούμερα θα ήταν πολύ υψηλότερα.
Όταν ήταν της μόδας οι ντίσκο, συχνά ακουγόταν το ρήμα «χτυπιέμαι» στην πίστα αντί για το ρήμα «χορεύω». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με τις εκπομπές αυτού του τύπου: ο τηλεθεατής βλέπει τον Μάρκο Σεφερλή και τους συμπαίκτες του να χτυπιούνται στο στούντιο και θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει να αυτοχτυπηθεί και ο ίδιος.
Ο Μάρκος Σεφερλής είναι το θεατρικό και τηλεοπτικό ισοδύναμο ή μάλλον αντίστοιχο των λαϊκότροπων τραγουδιών, της τσιφτετελοπόπ, των κιτρινορόζ κουτσομπολίστικων εντύπων. Όταν η εφημερίδα Εσπρέσο πουλάει πολύ περισσότερα φύλλα από την Αυγή ή τον Ριζοσπάστη, είναι φυσικό και ο Σεφερλής να πουλάει περισσότερο από ό,τι οι σειρές του BBC.
Πολλοί αντιμετωπίζουν τον Μάρκο Σεφερλή αφ’ υψηλού, με διανοουμενίστικη υπεροψία, αρνούμενοι να δεχτούν ότι έχει ταλέντο. Ίσως αυτή να είναι και η κυρίαρχη αντίληψη των λεγόμενων «μορφωμένων». Άλλοι όμως γελούν και μόνο που βλέπουν τη φάτσα του και είναι ικανοί να πληρώσουν από το υστέρημά τους προκειμένου να τον δουν «λάιβ» στο θέατρο. Ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης στο είδος του, όμως δεν είναι λαϊκός καλλιτέχνης. Είναι ένας καλλιτέχνης που έχει επιβληθεί στο λαό, τον τηλεοπτικό και μη. Και δεν του τον έχουν επιβάλει τα τάχα πανίσχυρα κανάλια και κυκλώματα: τον έχουν επιβάλει η αθλιότητα των πολιτικών ταγών, η οικονομική ασφυξία, ο μοντέρνος αναλφαβητισμός, η δηθενιά και η ξεραΐλα της σύγχρονης λαϊκής τέχνης. Τον έχει επιβάλει η απελπισία, το αδιέξοδο της πραγματικής ζωής. «Εχθρός» δεν είναι ο Μάρκος Σεφερλής: εχθρός είναι ό,τι δεν επιτρέπει, δεν διευκολύνει την άνθηση μιας γνήσιας και υψηλής λαϊκής τέχνης.