του Λεωνίδα Βατικιώτη
Στο αόριστο μέλλον παραπέμπεται η αύξηση του κατώτατου μισθού, που κι αυτή θα γίνει με τη σύμφωνη γνώμη των κοινωνικών εταίρων δηλαδή του ΣΕΒ. Μείωση των δαπανών στην υγεία, απελευθέρωση επαγγελμάτων και κατάργηση κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση περιλαμβάνει το μέιλ Βαρουφάκη, που συμφωνήθηκε με τους πιστωτές, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις τους.
Υποχώρηση της κυβέρνησης – Από τη διαγραφή του χρέους σε νέο δάνειο ύψους 30 δισ.
Ούτε ένα μήνα δεν κράτησε η αντίσταση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απέναντι στους πιστωτές. Η συμφωνία της κυβέρνησης στο Γιούρογκρουπ της προηγούμενης Παρασκευής 20 Φεβρουαρίου, που ενέταξε δηλώσεις όπως αυτές του Γ. Βαρουφάκη και του Π. Καμμένου για Αρμαγεδδώνα και Κούγκι στις πιο κούφιες και παραπλανητικές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων (μαζί με τους «αντιεξουσιαστές στην εξουσία», κ.λπ), ήταν μια οδυνηρή συνθηκολόγηση, μια μεγάλη υποχώρηση.
Η κυβέρνηση ωστόσο, με το διάγγελμα του ίδιου του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα, σπεύδοντας να δηλώσει πως «κερδήθηκε μια μάχη» κι ότι «αφήσαμε πίσω λιτότητα, Μνημόνια και τρόικα» προσπάθησε να εξαπατήσει τον ελληνικό λαό, με τη διαστρέβλση της πραγματικότητας και τον εξωραϊσμό μιας επονείδιστης συμφωνίας που περιλάμβανε ακόμη και την αναγνώριση του δημόσιου χρέους. «Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την κατηγορηματική δέσμευσή τους να τηρήσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές τους πλήρως και εγκαίρως» αναφέρεται μεταξύ άλλων εξίσου αρνητικών για τα λαϊκά συμφέροντα στην πέμπτη παράγραφο από το τέλος του κειμένου. Μάλιστα, δεν περνάει απαρατήρητος ο αυστηρός και δεσμευτικός χαρακτήρας της διατύπωσης, που παραπέμπει σε νομικό κείμενο και διεθνή συμφωνία. Φαίνεται έτσι ότι οι Ευρωπαίοι κατάφεραν κάτι πολύ ανώτερο ποιοτικά από μια τετράμηνη παράταση της νεοαποικιακής δανειακής σύμβασης και του αντιλαϊκού Μνημονίου, κάτι που διασφαλίζει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά τους: τη γραπτή ομολογία της κυβέρνησης στην αναγνώριση του δημόσιου χρέους, στο πλαίσιο μάλιστα μιας πολυμερούς συμφωνίας που βάζει κι επισήμως το τελευταίο καρφί στο αίτημα της διαγραφής του.
Το πρώτο καρφί, να θυμίσουμε, είχε μπει διά χειρός Γ. Βαρουφάκη στο Λονδίνο, στις 3 Φεβρουαρίου, στο πλαίσιο διαβεβαιώσεων που παρείχε στους εκπροσώπους του Σίτι ότι δεν έχουν να φοβούνται τίποτε από τη νεοκλεγμένη κυβέρνηση. Τα σχετικά δημοσιεύματα μάλιστα (με πρώτο απ’ όλα αυτό των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς) είχαν διαψευστεί από την κυβέρνηση. Το κείμενο του Γιούρογκρουπ αποδεικνύει ότι οι διαψεύσεις του Γ. Σακελλαρίδη («Δεν θα κάνουμε κωλοτούμπες, δεν θα ακολουθήσουμε την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων. Έχουμε ανοίξει νέους δρόμους στη διαπραγμάτευση», Αντένα, 4 Φεβρουαρίου) αποτελούσαν προσπάθεια εξαπάτησης της κοινής γνώμης. Άλλωστε από τις διαψεύσεις απουσίαζε οποιαδήποτε καθαρή θέση ότι π.χ. «ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη διαγραφή του χρέους». Από τότε η νέα κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αποσύρει το αίτημα της διαγραφής κι απλώς προετοίμαζε το έδαφος.
Το επτασέλιδο κείμενο με τα μέτρα που έστειλε ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης στο Γιούρογκρουπ την Τρίτη 24 Φεβρουαρίου επιβεβαιώνουν τις υποψίες για στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησης, καθώς αποτελούν νέο μεταβατικό Μνημόνιο, το οποίο θα διαδεχθεί μια καινούργια μακροχρόνια συμφωνία για το χρέος, που θα συζητηθεί μέχρι τον Ιούνιο και πιθανότατα θα συνοδεύει επιπλέον δάνειο. Έτσι, αντί για διαγραφή του χρέους οδεύουμε ολοταχώς σε νέο δάνειο, που μπορεί να ξεπερνάει και τα 30 δισ. ευρώ, το οποίο προφανώς θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος σε νέα δυσθεώρητα ύψη…
Το πρόγραμμα του Γιούρογκρουπ υποκαθιστά πλέον το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και τις προγραμματικές δεσμεύσεις του Τσίπρα
Το «μέιλ Βαρουφάκη» που περιγράφει τα μέτρα τα οποία θα λάβει η κυβέρνηση τους επόμενους τέσσερεις μήνες, για να ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση από τους «θεσμούς» (όπως θα αποκαλείται πλέον η τρόικα στο πλαίσιο μιας αλλαγής με στόχο αποκλειστικά και μόνο να κερδίσει εντυπώσεις) και να καταβληθούν έτσι οι προγραμματισμένες δόσεις, ήταν το δεύτερο ντοκουμέντο, μετά τη συμφωνία του Γιούρογκρουπ, με το οποίο αποκηρύσσεται γραπτώς και δημοσίως το αντιμνημονιακό παρελθόν του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Περιττό δε να ειπωθεί ότι γράφτηκε καθ’ υπαγόρευση των ίδιων των πιστωτών. Η ταχύτητα κι η ευκολία με την οποία έγινε δεκτό από τους 18 υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης έδειξε ότι δεν πέθαιναν κι από την αγωνία να μάθουν το περιεχόμενό του…
Επίσης, η σημασία του στην οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί υπογραμμίζεται περαιτέρω αν κρατήσουμε ότι με όσα γράφει κι όσα παραλείπει υποκαθιστά πλέον κι επίσημα τις προγραμματικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης, ακόμη και το περιβόητο ελάχιστο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Ο Γ. Βαρουφάκης άλλωστε δεν συμπεριλαμβανόταν μόνο σε όσους διαφώνησαν κάθετα με τις εξαγγελίες του Αλ. Τσίπρα τον Σεπτέμβριο, ξεκινώντας ένα μίνι αντάρτικο στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά ήταν κι από τους ελάχιστους οι οποίοι δήλωσαν δημόσια τη διαφωνία τους καλώντας τον πρόεδρο του κόμματος αντί να εξαγγέλλει παροχές να ακολουθήσει το παράδειγμα του Τσόρτσιλ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ζητώντας από τον κόσμο δάκρυα κι αίμα. Τελικά, ο Γ. Βαρουφάκης, από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, 6 μήνες μετά, μπορεί να υλοποιήσει ο ίδιος την πρότασή του… Μας είχε προειδοποιήσει άλλωστε!
Το πρώτο μέρος του «μέιλ Βαρουφάκη» αναφέρεται στις «δημοσιονομικές, διαρθρωτικές πολιτικές». Από την πρώτη παράγραφο, η Ελλάδα δεσμεύεται για μεταρρύθμιση του καθεστώτος ΦΠΑ, περιορισμό των εξαιρέσεων, δηλαδή των χαμηλών συντελεστών και αύξηση των πραγματικών εσόδων. Είναι κατευθύνσεις που συμπίπτουν με ό,τι περιγραφόταν και στο μέιλ του Χαρδούβελη. Μόνο που εκεί αναφέρονταν οι πηγές. Π.χ. αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά, στα βιβλία, κ.λπ. Η άνοδος των εισπράξεων από ΦΠΑ, που πρέπει να εξειδικευθεί για να μάθουμε από πού ακριβώς θα προέλθει, θα κάνει ακόμη πιο άδικη τη φορολογία στην Ελλάδα, καθώς το μερίδιο των έμμεσων φόρων στο σύνολο της φορολογίας θα αυξηθεί. Η κυβέρνηση δεσμεύεται ακόμη και στη διευκόλυνση των πιστωτών για να επιτηρούν καλύτερα τις θέσεις «κλειδιά» του δημόσιου τομέα. Αναφέρεται για παράδειγμα ότι θα υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια και διεθνής πρόσβαση στις διαδικασίες με τις οποίες διορίζεται ο γενικός γραμματέας Δημοσίων Εσόδων. Ο διεθνής έλεγχος στην ελληνική οικονομία έτσι γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικός, κι ας άλλαξε το όνομα της τρόικας… Στο κεφάλαιο των δημόσιων δαπανών αναφέρεται «η εξέταση κι ο έλεγχος των δαπανών σε κάθε τομέα κυβερνητικής δαπάνης (εκπαίδευση, άμυνα, μεταφορές, δήμοι, κοινωνικά επιδόματα)»! Αναφέρεται επίσης ξεχωριστά ο «έλεγχος στις δαπάνες υγείας». Προαναγγέλλουν έτσι νέες περικοπές, που μπορεί να γράφεται ότι θα είναι περικοπές εξορθολογισμού, στην πράξη όμως θα υποβαθμίσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς έπειτα από τόσα χρόνια λιτότητας ό,τι κονδύλι μπορούσε αναίμακτα να κοπεί, στο πλαίσιο ενός κοινωνικά ουδέτερου ορθολογισμού που δεν θα θίγει δηλαδή το επίπεδο των παροχών υγείας, έχει κοπεί προ πολλού… Κι αυτό που έχει μείνει είναι τα κονδύλια που επηρεάζουν άμεσα την πρωτοβάθμια υγεία και τη νοσοκομειακή περίθαλψη… Σαφής αναφορά επίσης γίνεται στην κατάργηση των κινήτρων για πρόωρη συνταξιοδότηση, που θα σημάνει την άνοδο του μέσου πραγματικού ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, στη στενότερη σύνδεση συνταξιοδοτικών εισφορών και εισοδήματος, που θα οδηγήσει σε αύξηση τις εισφορές μειώνοντας το μισθό και πλήττοντας το λαϊκό εισόδημα. Πλήγμα στο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων θα αποτελέσει κι η σύνδεσή τους με τα κέρδη παραγωγικότητας που προαναγγέλλεται, όπως κι ο εξορθολογισμός των μη μισθολογικών ωφελημάτων, «στην κατεύθυνση μείωσης της συνολικής δαπάνης».
Στο δεύτερο μέρος, που αναφέρεται στη «χρηματοοικονομική σταθερότητα», η Ελλάδα δεσμεύεται «να χειριστεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια με έναν τρόπο ο οποίος λαμβάνει υπόψη πλήρως την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών». Οι επιλογές που θα προκριθούν για τη θωράκιση της πρώτης κατοικίας από πλειστηριασμούς δηλαδή δεν θα θίγουν τα τραπεζικά συμφέροντα…
Το τρίτο μέρος, που περιγράφει τις «πολιτικές που προάγουν τη μεγέθυνση», ξεκινάει αναφέροντας πως «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να μην πισωγυρίσουν ιδιωτικοποιήσεις ήδη ολοκληρωμένες. Όπου η διαδικασία της προσφοράς έχει ξεκινήσει, η κυβέρνηση θα σεβαστεί τη διαδικασία, ακολουθώντας το νόμο». Κοινώς, ό,τι έγινε στον ΟΛΠ, στην Ολυμπιακή, στον ΟΤΕ, στο Ελληνικό και στα ακίνητα του Δημοσίου (από την Πλάκα και τη Ρόδο μέχρι την Κέρκυρα) έγινε… Στο εξής ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ αναγνωρίζουν τις μεγάλες αρπαχτές του ΤΑΙΠΕΔ ξεχνώντας ακόμη κι αυτές τις θολές υποσχέσεις για τη διερεύνηση του ρόλου του διαφθορείου στο εσωτερικό του. Οι μεγαλύτερες εκπλήξεις όμως περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο που αφορά τις «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας». Εδώ η Ελλάδα των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ «δεσμεύεται να επεκτείνει και να αναπτύξει το υπάρχον σχήμα που παρέχει προσωρινή απασχόληση για τους ανέργους». Που σημαίνει πως η χρησιμοποίηση των ανέργων εν είδει πολιορκητικού κριού για την άλωση της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση του κατακερματισμού της και της περαιτέρω ελαστικοποίησης θα επιταθεί! Επίσης, προκρίνεται «μια νέα έξυπνη προσέγγιση για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τους μισθούς που εξισορροπεί τις ανάγκες για ελαστικότητα με τη δικαιοσύνη. Αυτή περιλαμβάνει τη φιλοδοξία για εξορθολογισμό και άνοδο των κατώτατων μισθών με την πάροδο του χρόνου με έναν τρόπο που να διασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης. Το εύρος και η χρονική επιλογή των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν σε διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς». Κοινώς, για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την άνοδο του βασικού μισθού από τα σημερινά απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα που οδηγήθηκε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των πολιτικών της τρόικας (-19% από το 2008 ως το 2015), κάτι το οποίο δεν συνέβη σε καμία άλλη χώρα όπου επιβλήθηκαν ανάλογες πολιτικές, όπως φαίνεται στο παρατιθέμενο διάγραμμα, θα αποφασίσουν οι δανειστές. Η κυβέρνηση απεμπολεί κάθε δικαίωμα να νομοθετήσει για την αύξηση των κατώτατων μισθών, εκχωρώντας αυτό το δικαίωμα στον ΣΕΒ και τους «θεσμούς». Περαιτέρω, η Ελλάδα δεσμεύεται «να άρει τα εμπόδια στον ανταγωνισμό, βάσει των οδηγιών του ΟΟΣΑ […] και να άρει δυσανάλογους και αδικαιολόγητους περιορισμούς σε ρυθμισμένα επαγγέλματα». Η κυβέρνηση έτσι θα συνεχίσει στη νεοφιλελεύθερη πεπατημένη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων να περιμένει να μεγεθυνθεί η οικονομία μέσω της απελευθέρωσης των αδειών των φορτηγατζήδων και των φαρμακείων, που αν κάποιους εξυπηρετεί είναι τις πολυεθνικές στο εμπόριο και την παραγωγή. Τα συμφέροντά τους πλέον θα εξυπηρετούνται πιστά κι από ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, υπό το πρόσχημα της θατσερικής έμπνευσης απελευθέρωσης των αγορών… Επιπλέον, «η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαιώνει την ετοιμότητά της να εγγυηθεί τη διαφάνεια και την ορθότητα της διαδικασίας διορισμού του προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ τον Σεπτέμβριο του 2015, σε συνεργασία με την Γιούροστατ», που σημαίνει ότι κανείς δεν πρόκειται να πειράξει τον Γεωργίου μέχρι τον Σεπτέμβριο, ενώ και μετά θα διοριστεί ένας όμοιός του που θα εγγυηθεί τη διαιώνιση του σημερινού αδιαφανούς καθεστώτος. Τέλος, «η ελληνική κυβέρνηση επιβεβαιώνει το σχέδιο της να χρησιμοποιήσει μη χρηματικά μέσα στην προσπάθειά της για αντιμετώπιση της απόλυτης φτώχειας». Αξιοπρέπεια θα πάρουν οι φτωχοί, όπως είπε ο Βαρουφάκης…
Από το μέιλ Βαρουφάκη απουσιάζει κάθε αναφορά για επαναφορά 13ης σύνταξης ή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, που παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες.
Διαιώνιση της λιτότητας προεξοφλεί επίσης ο ορισμός των πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 4,5% από το 2016, με την ελαστικότητα στον καθορισμό τους να περιορίζεται μόνο στο τρέχον έτος, όπως διευκρίνισε το Βερολίνο προχθές. Αφορμή ήταν η ψήφιση από τη Βουλή του νέου ελληνικού Μνημονίου, που δίχασε ακόμη και το κόμμα της Αριστεράς, με ορισμένους βουλευτές του (Σάρα Βάγκενκνεχτ, κ.ά.) να μη συμμερίζονται τη χαρά της δεξιάς ηγεσίας του, ακολουθώντας έτσι τη γραμμή που είχαν και στο παρελθόν, όταν συστηματικά καταψήφιζαν τα ελληνικά Μνημόνια.
Αντίθετα με τους γερμανούς βουλευτές, που διατηρούν το προνόμιο να εκφέρουν άποψη για τα ελληνικά τεκταινόμενα, οι έλληνες βουλευτές για μια ακόμη φορά δεν θα ερωτηθούν. Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υιοθετούσε τις πρακτικές Σαμαρά, Παπαδήμου και Παπανδρέου, αρνούμενη να θέσει στη βάσανο της δημοκρατικής συζήτησης μια συμφωνία κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς υποκαθιστά το προεκλογικό της πρόγραμμα και τις προγραμματικές εξαγγελίες! Κι όλα αυτά υπό το φόβο να μη δοκιμαστεί η συνοχή της, καθώς οι διαφωνούντες βουλευτές της τότε θα αναγκαστούν να εκφραστούν δημόσια…
Αποκαλυπτική της πολιτικής εξαπάτησης στην οποία επιδίδεται συστηματικά ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης προσπαθώντας να κρύψει, κι όταν δεν τα καταφέρνει να εξωραΐσει, τις κωλοτούμπες της κυβέρνησης ήταν κι η διάψευση από το Βερολίνο των δηλώσεών του για συναινετική προσθήκη στο μέιλ του «εποικοδομητικών ασαφειών». Καμία ασάφεια δεν υπάρχει, διαμηνύει η Γερμανία. Κάτι που εύκολα άλλωστε μπορεί να φανεί κι απ’ όσα γράψαμε παραπάνω…
Δόσεις για να πληρώνουμε δάνεια!
Παρά τις θεαματικές υποχωρήσεις της κυβέρνησης από τον πρώτο κιόλας μήνα οι πιέσεις των δανειστών για επιπλέον υποχωρήσεις θα ενταθούν σύντομα κιόλας.
Φάνηκε από την επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ στον Γ. Ντάισελμπλουμ, με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου, στην οποία η κυβέρνηση κατηγορείται για ολιγωρία στην υιοθέτηση των αναγκαίων μέτρων. Αναφέρει κατά λέξη: «Σημειώνουμε συγκεκριμένα πως δεν υπάρχουν ούτε καθαρές δεσμεύσεις για το σχεδιασμό και την εφαρμογή των προβλεπόμενων ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων στις συντάξεις και τον ΦΠΑ, ούτε ανεπιφύλακτη απόφαση για συνέχιση των ήδη συμφωνημένων πολιτικών για άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας». Το ύφος της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ προοιωνίζεται νέες πιέσεις στην κατεύθυνση της πλήρους εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης ατζέντας που είχαν συμφωνήσει Σαμαράς και Βενιζέλος, οι οποίες θα γίνονται μάλιστα πιο ασφυκτικές όσο τα αναμενόμενα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής θα αποδεικνύονται… αέρας κοπανιστός.
Το φονικό εργαλείο που θα χρησιμοποιήσουν οι πιστωτές για να πετύχουν τον ολοκληρωτικό συμβιβασμό και τον πλήρη εξευτελισμό της νέας κυβέρνησης θα είναι η ανάγκη της για καταβολή των δόσεων προκειμένου να εξοφλήσει προηγούμενα δάνεια! Ανάγκη που γίνεται πιεστική όσο προφανώς συμφωνεί με την εξυπηρέτηση του χρέους που ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν το χρονοδιάγραμμα για τη νέα συμφωνία θα φτάνει στο τέλος του, θα γίνεται αφόρητη. Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο πρέπει να πληρωθούν 11,43 δισ. ευρώ, όπως φαίνεται και στον πίνακα που παραθέτουμε. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η κυβέρνηση αποφάσιζε να σταματήσει να εξυπηρετεί το χρέος ανακοινώνοντας στάση πληρωμών και μονομερή διαγραφή του χρέους στη συνέχεια, πριν απ’ όλα του «θεσμικού» (ΔΝΤ, ΕΕ) που αγγίζει το 78% του συνόλου, καμία τέτοια ανάγκη δεν θα συνέτρεχε κι ούτε θα μπορούσαν να εκβιάζουν οι πιστωτές, με τον προκλητικό τρόπο που το κάνουν σήμερα. Αρνούμενοι για παράδειγμα να δώσουν τα 1,9 δισ. ευρώ από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατά η ΕΚΤ ή να αυξήσουν το όριο των εντόκων γραμματίων πάνω από τα 15 δισ. ευρώ όπου έχει φτάσει σήμερα, με αποτέλεσμα η μόνη διέξοδος να είναι τα λεφτά των δόσεων.
Στο κάδρο των πιέσεων προστίθεται η υστέρηση των δημόσιων εσόδων και το νέο κύμα φυγής καταθέσεων από τις τράπεζες, καθ’ υπόδειξη των διοικήσεων τους, που μόνο τον Ιανουάριο έφτασε τα 12,2 δισ. ευρώ, οδηγώντας το σύνολο των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες στα 155,4 δισ. (επίπεδα 2005, κατώτερα κι από της άνοιξης του 2012). Η επίκληση ωστόσο αυτών των δύο αρνητικών εξελίξεων έχει μόνο κινδυνολογικό χαρακτήρα, γιατί οι δόσεις δεν θα καλύψουν τη μαύρη τρύπα των τραπεζών ούτε το κενό στα δημόσια έσοδα που δημιουργεί η αδεκαρία. Οι δόσεις θα κατευθυνθούν αποκλειστικά και μόνο στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους!
Έξοδος από Ευρώ-ΕΕ: Προϋπόθεση για ανατροπή της λιτότητας
Η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει στην παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους σφυρηλατώντας την αγωνιστική ενότητα των εργαζομένων της Ευρώπης, αξιοποιώντας ακόμη και το ρήγμα στο εσωτερικό του γερμανικού κόμματος της Αριστεράς, αν επικαλούνταν τα εξής: Πρώτον, ότι τα λεφτά των δόσεων επιστρέφουν ξανά στους δανειστές τουλάχιστον κατά 92%, δεύτερον, ότι τα χρήματα αυτά κατευθύνθηκαν αρχικά στις γαλλογερμανικές τράπεζες που είχαν δανείσει την Ελλάδα στο πλαίσιο σχεδίου του διδύμου «Μερκοζί», τρίτον, ότι δεν καλύπτουν ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού, τέταρτον, ότι δεν είναι χρήματα των φορολογουμένων, καθώς τουλάχιστον το δεύτερο δάνειο προέρχεται από δάνειο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις αγορές, πέμπτον, η χορήγηση των δόσεων αυξάνει τον υπερδανεισμό της Ελλάδας επιτείνοντας την υπερχρέωση, έκτο, τις ευθύνες της τρόικας, κ.ά.
Αντί ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ να προβάλουν πειστικά αυτά τα επιχειρήματα στο εξωτερικό, δικαιολογούν την παράδοσή τους στους πιστωτές υποστηρίζοντας, πρώτον, ότι εκβιάστηκαν με τον κίνδυνο επανάληψης του κυπριακού σεναρίου και, δεύτερο, λέγοντας ότι δεν είχαν εντολή για ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ, όπως μοιραία θα γινόταν αν αρνούνταν να υπογράψουν το κείμενο του Ντάισελμπλουμ στο Γιούρογκρουπ της 20ής Φεβρουαρίου.
Όποιος πίστευε από την κυβέρνηση ότι αρκούσε η αναφορά στην ανθρωπιστική κρίση για να υποχωρήσουν οι πιστωτές είναι, στην πιο αθώα περίπτωση, αφελής. Εξαρχής μπορούσε να προβλεφθεί ότι η σύγκρουση θα ήταν σκληρή και ανηλεής. Επιλέγοντας η κυβέρνηση να πάει σε αυτή τη μάχη μόνο με τον σηκωμένο γιακά του Βαρουφάκη, χωρίς δηλαδή να απειλήσει με έξοδο από το ευρώ έχοντας τουλάχιστον επεξεργαστεί ένα σχέδιο οικειοθελούς αποχώρησης, δεδομένης της επιλογής της να παραμείνει στη φυλακή ευρώ και ΕΕ, κάλλιστα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι πήγε για να χάσει. Ήξεραν τη συνέχεια (εκβιασμοί και μονομερείς ενέργειες από τους δανειστές) και τη χρησιμοποίησαν για να καλύψουν την πολιτική τους ολιγωρία και –το σημαντικότερο– τη θεμελιακή τους απόφαση να εκφράσουν τα στρατηγικά συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού που είναι εντός ευρώ και ΕΕ, με οποιοδήποτε κόστος.
Γιατί άλλωστε ο έλεγχος συνέπειας να γίνεται με βάση τι δεν υπόσχονταν (ρήξη με ευρώ και ΕΕ) κι όχι με τι υπόσχονταν (ανατροπή της λιτότητας); Κι εφόσον αποδεδειγμένα πλέον η ανατροπή της λιτότητας απαιτούσε ρήξη με ευρώ και ΕΕ, όπως εύκολα μπορούσε να διακρίνει όποιος εξέταζε τις συμφωνίες χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ευρωλαγνείας, να αναλάμβαναν το κόστος της σύγκρουσης.
Εκ των πραγμάτων ωστόσο αποδεικνύεται πλέον πως ο στόχος της ανατροπής της λιτότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ρήξη και την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Η οδυνηρή (κι εύκολα προβλέψιμη!) υποχώρηση της κυβέρνησης υπογραμμίζει ότι το χαμήλωμα του πήχη στα όρια του εφικτού, δηλαδή του αποδεκτού από την αστική πολιτική, αποδεικνύεται ο πιο εύκολος δρόμος για την ενσωμάτωση στην αστική πολιτική, έστω ως η πιο φιλική προς το χρήστη εκδοχή της. Αυτή η μετάλλαξη ωστόσο ισοδυναμεί και με την προδοσία των λαϊκών κι εργατικών συμφερόντων που πίστεψαν τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατή η ανατροπή της λιτότητας, χωρίς συγκρούσεις και θυσίες. Άποψη που συνειδητά καλλιεργήθηκε επί χρόνια ώστε να είναι πάντα ανοιχτός ο δρόμος της υποχώρησης για την ηγεσία του κόμματος, με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος…