του Κώστα Παλούκη
Ο υπουργός Παιδείας Αρ. Μπαλτάς απέστειλε προς τους μαθητές επιστολή για την επανάσταση του 1821. Όντας εξαίρετος ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας, κατέχει σίγουρα όλη τη σχετική συζήτηση που έχει αναπτυχθεί εντός της ιστορικής επιστημονικής κοινότητας, μια συζήτηση που σε μεγάλο βαθμό έγινε εκτός της κοινωνίας. Πράγματι, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό να μην προωθείται από έναν υπουργό Παιδείας μια ρητορική γεμάτη εθνικές κοινοτοπίες, λατρεία των μεγάλων ηρώων, μεγαλοστομίες και κομπασμούς, πολύ δε περισσότερο γεμάτη κλασικούς ανορθολογικούς μύθους.
Αντίθετα, ο Αρ. Μπαλτάς κατορθώνει να συμπυκνώσει εκλαϊκευτικά κάποιες πολύ σημαντικές κοινές παραδεδομένες αρχές της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Ταυτόχρονα, με την προσέγγισή του πιάνει το νήμα από τα σχολικά βιβλία της δεκαετίας του 1980, που έχουν αντικατασταθεί από διαφορετικές προσεγγίσεις. Αρχικά από μεταμοντέρνες προσεγγίσεις και στη συνέχεια από συντηρητικές εθνικιστικές προσεγγίσεις. Από αυτήν την άποψη θα λέγαμε ότι ο νέος υπουργός Παιδείας αποπειράται να χαράξει ένα προσχέδιο για το χαρακτήρα του ελληνικού έθνους διεκδικώντας να μετασχηματίσει και να καθυποτάξει ξανά τον εθνικό λόγο σε μια σύγχρονη «αριστερή ηγεμονία» αναλαμβάνοντας ίσως ανάλογο ρόλο με εκείνον του Ν. Σβορώνου, αν και από έναν πολύ πιο κομβικό κρατικό ρόλο.
Το σχήμα για το ελληνικό έθνος του Ν. Σβορώνου που υιοθετήθηκε από το ΠΑΣΟΚ του 1981 εξέφραζε μια εξελιγμένη αποκρυστάλλωση του νέου κομμουνιστικού πατριωτικού γιακωβινισμού ο οποίος κυριάρχησε τη δεκαετία του 1940, αλλά αντιστοιχούσε στη μη ριζοσπαστική και μη βίαιη μεταρρυθμιστική εκδοχή του, όταν η Αριστερά αναζητούσε ένα συμβιβασμό με ορούς ηγεμονίας. Ο Σβορώνος ενοποίησε-συνέθεσε τις δύο εχθρικές εθνικές αλληλοαποκλειόμενες πατριωτικές συνειδήσεις που αναμετρήθηκαν τη δεκαετία του 1940 καθιστώντας δυνατή και επιτρεπτή την ομαλή κατάληψη της εξουσίας.
Από αυτήν την άποψη, το κείμενο του Αρ. Μπαλτά αποτυπώνει σαφώς σε ιδεολογική κατεύθυνση δύο βασικά χαρακτηριστικά της «κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας» ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι μια άλλη, εξορθολογισμένη εθνική αφήγηση, εναλλακτική απέναντι σε εκείνη της ακροδεξιάς ρητορείας, έκφραση της κοινωνικής συμμαχίας που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση. Το δεύτερο είναι το στοιχείο ενός πιο φιλολαϊκού αστικού εκσυγχρονισμού, που ουσιαστικά ευαγγελίζεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δηλαδή τη σοβαρή και πραγματική ολοκλήρωση του προγράμματος των κυβερνήσεων Σημίτη. Εξάλλου μεγάλο τμήμα των στρωμάτων αυτών των διανοουμένων είχαν εμπνευστεί και συμπορευτεί περισσότερο ή λιγότερο με το όραμα του εκσυγχρονισμού.
Από την επιστολή του υπουργού Παιδείας για την 25η Μαρτίου απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στις κοινωνικές συγκρούσεις που συνόδευσαν και καθόρισαν την ελληνική επανάσταση
Ο Αρ. Μπαλτάς αναγνωρίζει κριτικά απέναντι στους ίδιους τους θεσμούς μια πραγματικότητα, ότι δηλαδή η μνημόνευση της επανάστασης έχει καταντήσει ένας πανηγυρικός, μια ρουτίνα που φέρνει πλήξη στους νέους ανθρώπους. Έτσι, δεν θέτει ένα εθνικό καθηκοντολόγιο, μια ενοχική υποχρέωση, η μη εκπλήρωση της οποίας θα έπρεπε να προσλαμβάνεται από τους εκπαιδευτικούς ταγούς σαν μια εθνική μειοδοσία της νεολαίας οπότε και θα έπρεπε να επισείει την τιμωρία της ράβδου. Αντίθετα, θέτει το καθήκον στους ίδιους τους θεσμούς και τον εαυτό του να πείσουν για τη σημασία της «δικής μας επανάστασης». Η επανάληψη όμως του πρώτου πληθυντικού που αποτελεί και τίτλο του άρθρου, το «εμείς ο λαός», καλλιεργεί τη συνείδηση της συνέχειας, την αίσθηση ενός ομοιογενούς εθνικού χρόνου, ενσωματώνοντας σε αυτόν ένα τεράστιο εθνικό ή λαϊκό εμείς. «Εμείς» τώρα κι «εκείνοι» τότε είμαστε το ίδιο ένα και αδιαίρετο εμείς. Η επανάσταση μας ανήκει, είναι δικιά μας.
Σε αυτήν την κατεύθυνση προτείνει ακολούθως μια άλλου τύπου εξορθολογισμένη εθνική συνέχεια η οποία προκύπτει μέσα από την επαναστατική τομή και η οποία παρουσιάζεται ως η διαδικασία της γένεσης ενός λαού. Δεν παρουσιάζεται η επανάσταση σαν ακόμη μια μάχη ενός πολέμου προαιωνίων εχθρών, δύο εθνών διαμορφωμένων από συστάσεως κόσμου, αλλά ως κάτι νέο, μοντέρνο, που «φτιάχνει» κάτι καινούργιο, τον «ελληνικό λαό». Το ελληνικό έθνος δεν είναι αιώνιο, αλλά είναι ένα ιστορικό δημιούργημα με τη μορφή λαού κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Δεν προερχόμαστε δηλαδή από την αρχαιότητα, αλλά «αυτοφτιαχτήκαμε» μέσα από την επανάσταση. Είναι ένα ιστορικό νεωτερικό φαινόμενο που έχει συγκεκριμένη ημερομηνία γένεσης. Αυτό και μόνο το λανθάνον νόημα του περιεχομένου της επιστολής Μπαλτά είναι σίγουρα κάτι πολύ ριζοσπαστικό. Βέβαια, δεν τολμά να το διατυπώσει πιο θαρραλέα και πιο ρητά καθώς τότε θα ερχόταν σε πραγματική ρήξη. Στην πραγματικότητα απλά το υπονοεί. Αποτελεί ζητούμενο, στην περίπτωση που ερωτηθεί σχετικά με αυτό, αν θα επινοήσει κάποιο λεκτικό σχήμα το οποίο δεν θα τον εκθέσει ενσωματώνοντας στο εθνικό σχήμα τόσο το Βυζάντιο όσο και την αρχαιότητα. Ωστόσο φροντίζει να μην το κάνει ενώ θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιήσει την έννοια της εθνικής αφύπνισης, σύμφωνα με την οποία το έθνος «κοιμόταν» μέχρι που «ξύπνησε» ξαναβρίσκοντας την ελληνική αυτοσυνειδησία του. Η εθνική συνέχεια λοιπόν υπάρχει, αλλά μόνο για 200 χρόνια μετά την επανάσταση. Πριν τα πράγματα ήταν αλλιώς, δεν μας λέει πώς. Εξάλλου μια επιστολή είναι, δεν μπορεί να πραγματευτεί κάτι τόσο «δύσκολο».
Το επίσης σημαντικό στοιχείο στον προσδιδόμενο χαρακτήρα της επανάστασης είναι τα πολιτικά χαρακτηριστικά της καθολικής ρήξης του νέου με το παλιό, καθώς η επανάσταση παρουσιάζεται να «κλόνισε συθέμελα καθεστώτα, ιεραρχίες, αυτοκρατορίες και συνειδήσεις». Η ίδια η έννοια της επανάστασης αποκτά δηλαδή ένα θετικό γενικά πρόσημο. Ο κλωνισμός των καθεστηκυίων τάξεων αναδεικνύεται ως κάτι γενικά «καλό». Επίσης, η επανάσταση παρουσιάζεται όχι σαν ένα ελληνικό γεγονός, αλλά ως ένα ευρωπαϊκό και εντέλει οικουμενικό γεγονός. Εντάσσεται στην παγκόσμια παράδοση του Διαφωτισμού, ο οποίος ακριβώς γέννησε τα ριζοσπαστικά προτάγματα της αμφισβήτησης, της ρήξης των παλιών καθεστώτων μέσα από τους αγώνες των ανθρώπων για τις σύγχρονες ουτοπίες με στόχο έναν «κόσμο ισότητας, αδελφότητας και ελευθερίας». Οι λαοί λοιπόν δεν είναι παρατηρητές των εξελίξεων σαν πιόνια στη σκακιέρα των ηγετών, αλλά συνειδητοί παραγωγοί των πολιτικών γεγονότων. Ως εκ τούτου η επανάσταση αυτή έχει πολιτική ιδεολογία και αυτή είναι τα δημοκρατικά προτάγματα της αυτοσυνειδησίας, της λαϊκής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας, του διεθνισμού και της σύγκρουσης με το φεουδαλικό οθωμανικό παλαιό καθεστώς. Οι εχθροί δεν είναι οι Έλληνες και οι Τούρκοι, αλλά η αστική εθνική δημοκρατία των ίσων πολιτών και των ίσων δικαιωμάτων απέναντι σε ένα θρησκευτικό μεσαιωνικό καθεστώς. Ίσως το πιο σημαντικό και ριζοσπαστικό στοιχείο στην επιστολή γενικά είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τη διαδικασία της αυτοσυγκρότησης του ίδιου του λαού ως υποκειμένου που διεκδικεί μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες την πολιτική αυτοκυβέρνηση και ανεξαρτησία. Έτσι, η διαδικασία της λαογένεσης/εθνογένεσης συνδέεται άρρηκτα με τις ίδιες τις νεωτερικές, δημοκρατικές δομές.
Τέλος, το ίδιο το περιεχόμενο που αποδίδει στο λαό/έθνος έχει ένα διεθνιστικό περιεχόμενο, αφού εδράζεται στα γνωστά λόγια του Ρήγα. Εδώ βέβαια θα χρειαζόταν περισσότερη προσοχή γιατί ο Ρήγας φανταζόταν να μετασχηματίζεται επαναστατικά η ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα, να μετασχηματίζεται σε κοσμική εθνική λαότητα με την ισότιμη συμμετοχή όλων των λαοτήτων. Σε αυτή την νέα κοσμική εκδοχή του Ρουμ Μιλέτ όμως η ελληνικότητα θα είχε τον πρώτο λόγο. Αλλά προφανώς ένα διάγγελμα δεν αποσκοπεί σε τέτοιες, θα λέγαμε, λεπτομέρειες.
Προφανώς η ανάγνωση της Επανάστασης του 1821 ενέχει ένα μήνυμα. Το μήνυμα είναι ουσιαστικά η ανάγκη για μια νέα πολιτική ανεξαρτησία, για μια νέα ρήξη και τη σημερινή δυνατότητα για ένα πολυπολιτισμικό ελληνικό έθνος μέσα στο οποίο και κάτω από την ηγεμονία του ελληνικού λαού θα συνυπάρχουν ισότιμα όλοι. Από αυτή την άποψη, ορίζει το περιεχόμενο του σύγχρονου αριστερού πατριωτικού γιακωβινισμού. Η βασική ενοποιητική ενότητα είναι ο λαός, ο οποίος μπορεί να υψώνεται στο επίπεδο του έθνους. Πραγματικά ο Αρ. Μπαλτάς ξαναφέρνει ανανεωμένο το σχήμα του αντιστασιακού έθνους του Νίκου Σβορώνου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια προοδευτική δημοκρατική ριζοσπαστική ανάγνωση της Επανάστασης του 1821 σε πλήρη αντίθεση με τις αναγνώσεις από αντιδραστικούς «φιλελεύθερους» αστούς διανοούμενους, όπως ο Θάνος Βερέμης, ή κλασικούς ακροδεξιούς εθνικιστές.
Ο ίδιος ο τίτλος της επιστολής «Εμείς ο λαός…» θέτει ξανά στο επίκεντρο μια έννοια, δηλαδή το λαό, που οι ίδιοι οι κοσμοπολίτες αριστεροί διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ είχαν εξοβελίσει τη δεκαετία του 1990 και του 2000 στο όνομα των πολλαπλών ταυτοτήτων, αλλά και σαν «πλαδαρό και ευλύγιστο μέχρι ξεχειλώματος νοητικό κατασκεύασμα» ή «κάτι το ιδεατό, μια εξαϋλωμένη παράσταση», «γεμάτη λεπτές μεταφυσικές αποχρώσεις». Με αυτόν τον τρόπο επαναφέρει και επαναδιατυπώνει ό,τι με μίσος για δύο δεκαετίες αποκηρύσσανε. Ταυτόχρονα επαναφέρει, αν και περισσότερο προσεκτικά, την έννοια του έθνους, στην οποία το μεγαλύτερο μέρος του διανοητικού κορμού του ΣΥΡΙΖΑ, οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί, είχαν ασκήσει δριμύτατη κριτική και είχαν αποδομήσει.
Δεν είναι τυχαία λοιπόν η κριτική που ασκείται στην επιστολή του Μπαλτά μέσα από το αντιδραστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα του «εθνικολαϊκισμού», μια κριτική που καταδεικνύει τον συντηρητικό και ταξικό χαρακτήρα της αποδομιστικής σχολής. Συγκεκριμένα γράφει ο Ηλίας Κανέλλης στο http://metarrythmistes.gr: «Ο λαός του Αρ. Μπαλτά είναι ό,τι το έθνος του Πάνου Καμμένου. Μια κατασκευή ομοιογενής και περιούσια, με στρατιωτική δομή, έτοιμη να πολεμήσει εναντίον κακών, αντιπάλων, εχθρών. Τώρα το ξέρω καλά: η Αριστερά των παρελάσεων είναι η ίδια με τη Δεξιά των παρελάσεων. [….] Ο λαός του Αρ. Μπαλτά είναι ένα σχήμα λόγου πάνω στο οποίο στηρίζονται ιδεολογίες όχι ανοιχτής κοινωνίας αλλά ολοκληρωτισμού».
Από την άλλη δέχεται την κριτική του Γιώργου Καραμπελιά στο http://ardin-rixi.gr μέσα από το άλλο αντιδραστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα, τον «εθνομηδενισμό». Ο Καραμπελιάς είναι ένας από τους πλέον συνεπείς εκπροσώπους του παλιού «αριστερού πατριωτικού γιακωβινισμού», όπως αυτός εκφραζόταν μέχρι το 1989 κάτω από το σχήμα του Σβορώνου. Αυτή όμως η «συνέπεια» τον έχει εδώ και πολλά χρόνια οδηγήσει στο στρατόπεδο της εθνικιστικής αντίδρασης. Ο εθνικιστής Καραμπελιάς, αφού ειρωνεύεται τα λόγια του υπουργού πως το 1821 μπορεί να επιφέρει πλήξη στους έλληνες μαθητές, κατηγορεί τον Μπαλτά γιατί παρουσιάζει την επανάσταση μόνο πολιτική και όχι εθνική, όπως και γιατί δεν αναγνωρίζει τη διαμορφωμένη οντότητα του ελληνικού έθνους ήδη από την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Καμιά αναφορά στο κοινωνικό περιεχόμενο του 1821 και το ρόλο των Ευρωπαίων
Πράγματι όμως μπορεί κανείς να ασκήσει κριτική στα ίδια τα νοήματα, αλλά μπορεί και στις αποσιωπήσεις. Πρώτα απ’ όλα απουσιάζει μια κοινωνική και ταξική οπτική της επανάστασης, η λεγόμενη συζήτηση για τον κοινωνικό χαρακτήρα της. Ποιός ήταν ο ρόλος των αστών διανοουμένων, των οπλαρχηγών, της εκκλησίας; Πώς και για ποιους λόγους κινητοποιήθηκε ο λαός; Προφανώς πρόκειται για μια επανάσταση εθνική και αστικοδημοκρατική, όχι επειδή υπήρχε συγκροτημένη και λειτουργούσε μια αστική τάξη η οποία επαναστάτησε, αλλά γιατί ριζοσπαστικά αστικά στρώματα, στρώματα αστών διανοουμένων και στρώματα οπλαρχηγών και εκκλησιαστικών είχαν μέσω της Φιλικής Εταιρίας υιοθετήσει μια εθνική δημοκρατική και αστική ρητορική και φαντάζονταν τη συγκρότηση ενός άλλου τύπου κράτους. Ταυτόχρονα, όμως υπήρχε και ένα περισσότερο ρητό ή και λανθάνον κοινωνικό πρόταγμα, μια λαϊκή ελπίδα, δηλαδή ότι η γη θα μοιραζόταν στους αγρότες και τους κτηνοτρόφους. Και αυτό προκύπτει από την κήρυξη της σουλτανικής γης σε εθνική γη, δηλαδή σε δημόσια. Πρόκειται ίσως για μια από τις πιο ριζοσπαστικές, επαναστατικώ δικαίω εθνικοποιήσεις σε όλο τον κόσμο. Η αδυναμία της νέας ολιγαρχίας που επικράτησε αργότερα να οικειοποιηθεί τις λεγόμενες εθνικές γαίες δείχνει πως το κοινωνικό αυτό μήνυμα είχε πολύ μεγάλες ρίζες και δεν ήταν εύκολο χωρίς αναταραχές η δημόσια περιουσία να περάσει σε νέους μεγάλους γαιοκτήμονες. Το αίτημα παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι την Επανάσταση του 1862.
Αυτή η αποσιώπηση του κοινωνικού ζητήματος στην επιστολή Μπαλτά δεν είναι προφανώς τυχαία. Γιατί εάν προστεθεί στο ριζοσπαστικό «μείγμα», τότε η έννοια «λαός» με την έννοια «έθνος» δεν είναι ακριβώς ισοδύναμες, αφού εμφανίζεται το ταξικό πρόσημο. Συνεπώς σε μια τέτοια περίπτωση η έννοια του ταξικού θα εισβάλει θέτοντας εκ των πραγμάτων και στο παρόν αντίστοιχα ερωτήματα, τα οποία εξοβελίζονται τελικά από την ίδια την κυβέρνηση στις ίδιες τις διαβουλεύσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αλλά ακόμα και η ίδια η έννοια «εθνικό» θα λάμβανε ένα διαφορετικό πιο ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Το επαναστατικό μήνυμα λοιπόν από το 1821 δεν πρέπει να είναι τόσο ριζοσπαστικό στις κοινωνικές συνυποδηλώσεις του, ας μείνει μόνο στις πολιτικές.
Επιπλέον απουσιάζει εντελώς ο ρόλος των ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής: ο τρόπος που η λεγόμενη Ιερά Συμμαχία είδε και αντιμετώπισε την επανάσταση ως εχθρικό και επικίνδυνο γεγονός. Ακόμα και η διαδικασία της μετατόπισης των εθνικών κρατών δεν έγινε παρά μέσω της οικονομικής διείσδυσης και της οικονομικής υποτέλειας. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναγνώριση του ελληνικού κράτους ταυτίστηκε με το δανεισμό από την Αγγλία. Ο θεμέλιος λίθος του νεοελληνικού κράτους είναι το ίδιο του το χρέος απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις, που πια είναι οι δανειστές του. Η ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια δεν γίνεται χωρίς τίμημα αλλά με όρους καθαρά οικονομικής υποτέλειας και άρα πολιτικής εξάρτησης. Και οι ίδιοι οι επαναστάτες μπροστά στον κίνδυνο της συντριβής επέλεξαν αυτόν το δρόμο χαράζοντας το μέλλον της χώρας.
Δεν θα ήταν επίκαιρη μια τέτοια μνεία στο διάγγελμα του υπουργού; Προφανώς δεν είναι τυχαία η απουσία. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ανήκει στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρώπη των λαών. Αυτή είναι καταστατικά δημοκρατική και προοδευτική. Δεν μπορεί λοιπόν να αμφισβητηθεί αυτός ο χαρακτήρας. Εξάλλου και ο Αλ. Τσίπρας θεωρεί την πολιτική της λιτότητας παρέκκλιση από τις αρχές της Ευρώπης. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε τα λόγια του πρωθυπουργού στο αντίστοιχο διάγγελμα τα οποία τονίζουν το χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης πρωτίστως ως ευρωπαϊκό γεγονός. Στην πράξη όμως η ελληνική επανάσταση ήταν μια αντιευρωπαϊκή πράξη, μια πράξη ρήξης με τον ευρωπαϊσμό της Ιεράς Συμμαχίας, και μπόρεσε να γίνει αποδεκτή μόνο μέσα από την υποταγή της στον εναγκαλισμό της σε μια Ευρώπη του οικονομικού ιμπεριαλισμού. Εντυπωσιάζει λοιπόν το γεγονός ότι μια τόσο σημαντική και επίκαιρη παράμετρος δεν είναι «ορατή».
Τέλος, εξαφανίζεται και το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής υποταγής στην Αγγλία μέσω του χρέους, που ήταν η πολιτική ήττα της επανάστασης μέσω της επιβολής του Όθωνα και συγκεκριμένα μιας ελέω θεού μοναρχίας. Επίσης, αυτή θα ήταν μια εξίσου επίκαιρη παράμετρος ενός αντιγερμανικού νοήματος στην κατάληξη της επανάστασης -έστω και τραβηγμένου από τα μαλλιά- αφού εύκολα θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σύγκρουση με τους γερμανούς μερκελιστές. Αλλά βέβαια οι συνομιλίες στο Βερολίνο με την Άνγκ. Μέρκελ είχαν τέτοια επιτυχία που δεν θα ήταν πρέπον να επισκιαστούν με «ατυχείς δηλώσεις».