του Διονύση Ελευθεράτου
Μια συλλογική σύμβαση, ένας χείμαρρος «κοινωνικού αυτοματισμού»
Βαριά κληρονομιά αφήνει η εβδομάδα που εξέπνευσε. Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν… Μα μηδέ σε γάμο ρίχνονται μηδέ σε χαροκόπι. Σύμβαση ήρθε στη ΔΕΗ και χάνεται η Ευρώπη! Ανατριχίλα. Κλαυθμός και οδυρμός. Βρε μπας και το ανοσιούργημα καταλήξει σε… πιστωτικό γεγονός; Όνειδος και αγωνία – μας περιμένουν οι «συντεχνίες» στη γωνία…
Πέτυχε επιτέλους μια κατηγορία εργαζομένων τη σύναψη συλλογικής σύμβασης, έπειτα από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Απέσπασε 6 ευρώ τη ημέρα σε είδος. Σταγόνα στον ωκεανό των απωλειών που υπέστησαν (και) οι εργαζόμενοι της συγκεκριμένης επιχείρησης τα τελευταία χρόνια. Και εγένετο… γενικός χαμός.
Αν δεν καταλάβατε: Οι μέτοχοι της ΔΕΗ δικαιότατα επωφελούνται από κάθε αύξηση της κερδοφορίας της, η δε επιχείρηση ορθότατα ενεργεί με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος, ως εταιρεία ιδιωτικού δικαίου – διότι αυτός είναι ο σωστός καπιταλισμός, που γίνεται ακόμη πιο «υγιής» όταν ανακατεύονται ταλέντα τύπου Ενέργκα και Ελλάς Πάουερ. Οι εργαζόμενοι όμως δεν δικαιούνται ούτε 6 ευρώ ημερησίως παραπάνω διότι, όπως προείπαμε, αυτός είναι ο καπιταλισμός ο αντρίκειος, ο σωστός, ο πρόστυχος. Τι δεν καταλάβατε;
Τι; Ναι, έχετε δίκιο. Ο καθεστωτικός λαϊκισμός απαιτεί λιγότερο κυνισμό. Γι’ αυτό «ποντάρει» αλλού: Στο αξίωμα ότι οι υπάλληλοι της ΔΕΗ είναι «εκ φύσεως και θέσεως» αδικαιολόγητοι, ανάξιοι ακόμη και γι’ αυτά τα 6 ευρώ. Γιατί «εκ φύσεως»; Διότι απλούστατα ανέκαθεν απάρτιζαν μία από τις αναρίθμητες «συντεχνίες» αυτού του τόπου. Γιατί «εκ θέσεως»; Διότι όλο και κάτι παράπλευρο, τρέχον, επίκαιρο καθιστά διπλά «εξοργιστική» τη σύναψη μιας συλλογικής σύμβασης που θα τερματίζει, αν μη τι άλλο, την πτώση των μισθών στη «σφαίρα δράσης» της.
Άφωνος μένεις με το «τρέχον» στίγμα, αυτό που παραπέμπει στο «εκ θέσεως» απαράδεκτο: «Μα να κερδίζουν κάτι, την ώρα που τόσος κόσμος μένει χωρίς ρεύμα;». Έγιναν λοιπόν (συν)ένοχοι οι υπάλληλοι της ΔΕΗ για τις επιλογές της διοίκησης και των κυβερνήσεων των Μνημονίων! Τούτο το «εκ θέσεως» δεν αφήνει ίχνος λογικής ακλόνητο στη θέση του. «Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει». Κι οι ραβδοφόροι των ΜΜΕ, σταθερά, επί των επάλξεων.
Με αυτή τη λογική, εξυπακούεται πως σχεδόν καμία κατηγορία εργαζομένων δεν θα σωζόταν από τα «αναθέματα» των τελάληδων του «κοινωνικού αυτοματισμού», εάν κατάφερνε να κερδίσει κάτι. Σκεφθείτε να ήταν οι εκπαιδευτικοί. «Τι; Δεν ντρέπονται να αποσπούν μισθολογικές αυξήσεις, την ώρα που υπάρχουν τόσοι υποσιτισμένοι μαθητές και τόσα σχολεία κλείνουν;». Ε, φυσικά θα ακουγόταν -επικουρικά, έστω- και το «εκ φύσεως»… θάψιμο: «Καλά, αυτοί που όλη τη χρονιά τα ’κονομάνε με ιδιαίτερα και το καλοκαίρι κάθονται τρεις ολόκληρους μήνες»…
Να ήταν μήπως το νοσηλευτικό ή ιατρικό προσωπικό εκείνο που θα κέρδιζε κάτι «πρώτο»; Φρίκη! «Την ώρα που η υγεία βρίσκεται σε τέτοιο χάλι, που πας σε νοσοκομείο και βλέπεις ότι λείπουν γάζες, αυτοί παίρνουν αύξηση;». Το «εκ φύσεως»; Χιλιοειπωμένο: «Έλα μωρέ, ποιοι; Αυτοί που παίρνουν φακελάκι και μετά κλαίγονται για μερικές απλήρωτες εφημερίες;»
Έξοχο: Όσες «συνιστώσες» δυστυχίας παραπέμπουν στην κατάρρευση κάθε δομής κοινωνικού κράτους «επιβάλλουν» ως δίκαιη τη μισθολογική έκφανση της κοινωνικής μιζέριας! Θα μπορούσαμε άραγε να εικάσουμε ότι οι πλασιέ του «κοινωνικού αυτοματισμού» ίσως αποδεικνύονταν περισσότερο ανεκτικοί, στην περίπτωση κατά την οποία κάποια «πρεμιέρα» θετικής συλλογικής σύμβασης γινόταν στον (καθαρόαιμο) ιδιωτικό τομέα; «Ούτε με σφαίρες», φυσικά.
Μήπως δεν θυμόμαστε πόση χολή αφιέρωσαν -Οκτώβριος 2012 ήταν- στους επί έξι μήνες απλήρωτους εργάτες των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, που εισέβαλαν στο προαύλιο του υπουργείου Άμυνας για να συναντηθούν με την πολιτική ηγεσία; Μήπως δεν θυμόμαστε πόση εχθρότητα επιφύλαξαν λίγους μήνες νωρίτερα στους άλλους… προνομιούχους, τους απεργούς της Χαλυβουργίας; Μήπως δεν τους ακούμε και δεν τους διαβάζουμε, χρόνια τώρα, να επαινούν το «στάτους» που ανάγει την απόλυση σε -σχεδόν αυτόματη- «παρενέργεια» και της παραμικρής συλλογικής διεκδίκησης στην πλειονότητα των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα;
Μήπως δεν χορτάσαμε από τη «ρεαλιστική κατανόησή τους» για την «αναγκαιότητα» της μείωσης των μισθών, προς δόξα της «ανάπτυξης» και προς άγραν ξένων επενδύσεων (οι δημόσιες είναι απαγορευμένος καρπός), ειδικά -λένε- αν μετατραπεί η χώρα σε εταιρικό φορολογικό παράδεισο; Μήπως δεν καγχάσαμε επανειλημμένως με τη μονότονη, δογματική εμμονή τους σε αυτή την «αναγκαιότητα»; Μήπως δεν συνειδητοποιήσαμε ότι εάν αυτές τους οι ιδεοληψίες είχαν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα, τότε αφενός η γειτονική Βουλγαρία θα ήταν εδώ και χρόνια Εδέμ των ξένων επενδύσεων κι αφετέρου από την Ελλάδα δεν θα έφευγαν εταιρείες όπως η Βιοχάλκο για χώρες (Βέλγιο) με υψηλότερη φορολογία και κατά πολύ υψηλότερα μεροκάματα;
Α, και να μην ξεχαστούμε: θα είναι «πρόκληση» σε βάρος των κατοίκων των απομονωμένων νησιών που βλέπουν καράβι «αραιά και πού» να πάρουν τα δεδουλευμένα τους και οι απλήρωτοι ναυτεργάτες. Συγγνώμη, αλλά το «επιχείρημα» με τους υπαλλήλους της ΔΕΗ και το κομμένο ρεύμα των σπιτιών δεν είναι λιγότερο βλακώδες.