του Αντώνη Ζήβα
Με απόφαση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, η κληρονόμος της χουντικής και δεξιάς ΚΥΠ, η γνωστή για το βρόμικο παρελθόν της, ΕΥΠ, άλλαξε όνομα και από Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών μετονομάστηκε σε Υπηρεσία Προστασίας Εθνικής Κυριαρχίας (ΥΠΕΚ). Επίσης, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την αλλαγή του «προσανατολισμού» της από τις «εσωτερικές υποθέσεις» σε ζητήματα «που άπτονται της εξωτερικής ασφάλειας και πολιτικής της χώρας». Ωστόσο, όλοι καταλαβαίνουν ότι μια αλλαγή ονόματος και μια εξαγγελία δεν αρκούν για να ξηλωθούν οι «ειδικοί μηχανισμοί» που αναπτύσσονται παράνομα εντός των νόμιμων κρατικών μηχανισμών με στόχο την παρακολούθηση και το προβοκάρισμα του μαζικού κινήματος, της Αριστεράς, των αναρχικών, αλλά και κάθε επικίνδυνης για το καθεστώς, συνδικαλιστικής, κινηματικής και πολιτικής δράσης.
Είναι ίσως λίγο γνωστό, ότι όταν αναδιοργανώθηκε εκ βάθρων η αστυνομία του Λονδίνου και γενικά της βρετανικής αυτοκρατορίας, το 1929, η οποία μετονομάστηκε σε «Μητροπολιτική Αστυνομία» και απέκτησε ως έδρα την οδό Σκότλαντ Γιαρντ, ο εμπνευστής και ιδρυτής της, σερ Ρόμπερτ Πιλ, πέρα από τις άλλες καινοτομίες, εισήγαγε δυο νέες αρχές: Η πρώτη είναι ότι για την αποτελεσματική δράση ενάντια στο «έγκλημα» απαιτείται να αντιστοιχούν σε κάθε «φανερό αστυνομικό» τρεις «κρυφοί». Και η δεύτερη, ότι προκειμένου να εξαρθρώσεις ένα «μεγάλο έγκλημα» επιτρέπεται να οργανώσεις ένα «μικρό έγκλημα». Π.χ., προκειμένου να ανακαλύψεις έναν τόνο ηρωίνης διακινείς εκατό κιλά.
Ποιο είναι, όμως, για το κεφάλαιο και ειδικά σήμερα, το μεγαλύτερο «έγκλημα»; Αυτό δεν είναι άλλο από την ανεξάρτητη οργάνωση και δράση του εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, ενάντια στα κέρδη, τις ληστρικές επενδύσεις, τους νόμους του κεφαλαίου και την εξουσία του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Μητροπολιτική Αστυνομία κατεξοχήν έδρασε ενάντια στις παράνομες τότε οργανώσεις του ανερχόμενου εργατικού κινήματος στην Αγγλία.
Από αυτή τη σκοπιά, για να αντιμετωπίσουν αυτό το «μέγιστο έγκλημα», οι αστυνομίες όλου του κόσμου δεν σταμάτησαν ποτέ να οργανώνουν «μικρότερα εγκλήματα» κατά του μαζικού κινήματος, της Αριστεράς και των αναρχικών, δηλαδή παράνομες δράσεις των «κρυφών αστυνομικών», έτσι ώστε να προκαλούν τεχνητά τη «νόμιμη» επέμβαση την «φανερών αστυνομικών» για να μειώνουν ή να εκτρέπουν την ισχύ των εργατικών και λαϊκών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων. Είναι αυτό που ευρέως ονομάστηκε «προβοκάτσια». Έτσι, ακόμη και η δολοφονία αθώων ανθρώπων αποτελεί για αυτούς «μικρό έγκλημα» προκειμένου να αντιμετωπισθεί το «μέγιστο έγκλημα» της αποσταθεροποίησης μιας αστικής κυβέρνησης από το λαϊκό κίνημα.
Η ΕΥΠ, σταδιακά από τη δεκαετία του ’90 και ειδικά στα χρόνια των μνημονίων, έστησε πολλαπλούς μηχανισμούς παρακολούθησης, συλλογής πληροφοριών και οργάνωσης προβοκάτσιας κατά το κινήματος. Είναι, πλέον, πασίγνωστη η πρακτική των ασφαλιτών που ντυμένοι με περιβολή διαδηλωτή προκαλούν επιθέσεις κατά των συναδέλφων τους αστυνομικών με στολή ή προβαίνουν σε πλιάτσικο σε μαγαζιά, για να δοθεί το πρόσχημα και να ακολουθήσει η βίαιη επίθεση των ειδικών δυνάμεων κατά των διαδηλωτών και μετέπειτα, η ειδική προπαγάνδιση από τα εντεταλμένα μέσα ενημέρωσης. Δεκάδες είναι οι δημόσιες καταγγελίες σε Ελλάδα, Γαλλία, Βρετανία κ.α., που ποτέ δεν εξιχνιάστηκαν.
Μια από τις δράσεις αυτών των μηχανισμών στη χώρα μας στράφηκε ειδικά κατά του νεολαιίστικου και, πιο ειδικά, κατά του μαχόμενου και επικίνδυνου φοιτητικού κινήματος. Ως τόπος δράσης επιλέχθηκαν τα Εξάρχεια λόγω της γειτνίασης με το Πολυτεχνείο και της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού νέων στις γειτονιές τους. Η πολιτική στοχοποίηση του πανεπιστημιακού ασύλου από όλες τις δυνάμεις της αντίδρασης έστρεψε τη δράση αυτή στην οργάνωση ή στην εύνοια προς καταλήψεις έξω από το μαζικό κίνημα των φοιτητών, οι οποίες συκοφαντούσαν αυτή τη μορφή πάλης, το ίδιο το φοιτητικό κίνημα και, πάνω από όλα, το πανεπιστημιακό άσυλο.
Στην πορεία, το ειδικό τμήμα της Ασφάλειας που ασχολούνταν με αυτό τον τομέα, απέκτησε ξεχωριστή μορφή, αυτονομήθηκε και μετασχηματίσθηκε σε μια κλειστή ομάδα δεκάδων ασφαλιτών, οι οποίοι κατοικοεδρεύουν στα Εξάρχεια, δεν έχουν καμία άμεση σχέση με αστυνομικά τμήματα, με τη ΓΑΔΑ ή με την Κατεχάκη και δρουν ανάλογα με τις ειδικές επιδιώξεις των κρατικών μηχανισμών αλλά και τις ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις των κυρίαρχων κύκλων του κεφαλαίου ή των πρεσβειών μεγάλων δυνάμεων. Το τμήμα αυτό στοχοποιούσε και προβόκαρε ειδικά τη δράση των αναρχικών ομάδων, «φορτώνοντας» σε αυτούς τις παράνομες ενέργειές του, αξιοποιώντας κατάλληλα τις πολιτικές και οργανωτικές αδυναμίες του αναρχικού χώρου.
Η δράση αυτού του μηχανισμού των Εξαρχείων έγινε ακόμη πιο προκλητική και φανερή μόλις άλλαξε η κυβέρνηση, με στόχο να προβοκάρει ακόμη και αυτές τις ήπιες προθέσεις της για μείωση της αστυνομοκρατίας, συντηρώντας το κλίμα φόβου μέσω των εντεταλμένων μέσων ενημέρωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές οργανώσεις των αναρχικών και αντεξουσιαστών κατήγγειλαν αυτή τη δράση.
Η παράδοση των «κλειδιών» αυτών των μηχανισμών σε ανθρώπους των ίδιων των μηχανισμών, δείχνουν ότι η νέα κυβέρνηση ενδεχομένως προσανατολίζεται μάλλον σε μια «διαπραγμάτευση» με αυτούς τους μηχανισμούς παρά σε μια καθολική ρήξη με αυτούς. Η αποκάλυψη και το ξήλωμα των μηχανισμών πρέπει να αποτελεί ειδικό αίτημα του εργατικού, λαϊκού, νεολαιίστικου και δημοκρατικού κινήματος.