των Αλέκου Αναγνωστάκη – Παύλου Αντωνόπουλου
Δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης με τίτλο «Εκδημοκρατισμός της διοίκησης – Καταπολέμηση γραφειοκρατίας – Αποκατάσταση αδικιών και άλλες διατάξεις». Το νομοσχέδιο ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τη σχέση εργασίας και το πειθαρχικό δίκαιο στο Δημόσιο, το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα, την «αποκατάσταση αδικιών» από την εξαετή σχεδόν μνημονιακή λαίλαπα ΕΕ-ΔΝΤ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.
Όσον αφορά τη νεοφιλελεύθερη πολιτική παρανομοποίησης των απεργιών (249 από τις 285 απεργίες που τέθηκαν στην κρίση της δικαιοσύνης το διάστημα 2009-2014 κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές και μόλις 36 νόμιμες, ενώ σημειώθηκαν επτά επιστρατεύσεις από το 1979 ως το 2010), στο σχέδιο νόμου σημειώνεται πως «σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλεται πολιτική επιστράτευση ή οποιαδήποτε μορφή επίταξης προσωπικών υπηρεσιών ως μέτρο αντιμετώπισης απεργίας» (δεύτερη παράγραφος του πρώτου άρθρου).
Ταυτόχρονα όμως διατηρείται το μέτρο της επίταξης γενικά και μάλιστα όχι μόνο σε περίπτωση πολέμου αλλά και «επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». Το μέτρο ενεργοποιείται με απόφαση του πρωθυπουργού, ύστερα από αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου υπουργού. Η πιο πάνω ασάφεια ανοίγει πόρτες, επιτρέπει ερμηνείες (τουλάχιστον σε ΟΤΑ, κλάδο υγεία, ΙΚΑ, συγκοινωνίες).
Πολύ περισσότερο αν ληφθούν υπόψη τόσο η διατήρηση (πλην του άρθρου 23) του νομοθετικού διατάγματος 17/74 (το οποίο έχει καταγγελθεί μαζικά από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά τόσο γιατί σε αυτό βασίζονται οι επιστρατεύσεις όσο και γιατί πηγάζει από το εμφυλιοπολεμικό σύνταγμα του 1952) όσο και η πρακτική των δικαστηρίων. Τα τελευταία προβαίνουν συνήθως σε διασταλτική ερμηνεία των προϋποθέσεων του Συντάγματος για την επίταξη θέτοντας βασικό στόχο το δημόσιο συμφέρον.
Στο νομοσχέδιο προτείνεται η κατάργηση των διατάξεων που αφορούν την αυτοδίκαιη διαθεσιμότητα-αργία δημόσιου υπαλλήλου (με αντίστοιχη περικοπή μισθών), έπειτα από καταγγελία και προτού αποδειχθεί η ενοχή του. Ακραία νεοσυντηρητικές διατάξεις μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η καλλιέργεια του φόβου στους δημόσιους υπαλλήλους.
Η κατάργηση των διατάξεων, η επαναφορά της λήψης απόφασης ύστερα από γνωμάτευση του υπηρεσιακού συμβουλίου και η «αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία» είναι ανάσες για τους δημόσιους υπαλλήλους και απαλοιφή εμποδίου στην ανάπτυξη του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Το βήμα όμως είναι ημιτελές καθώς δεν συνοδεύεται από την ακύρωση των ποινών και την άμεση παύση πειθαρχικών και διοικητικών διώξεων που έχουν επιβληθεί με τις καταργούμενες διατάξεις. Ταυτόχρονα αφήνεται ανέπαφο το υπόλοιπο αυταρχικό πειθαρχικό δίκαιο των μνημονιακών νόμων (Ν. 4057/2012, Ν. 4093/12, παράγραφος Ζ, αλλά και ο Ν. 3584/2007). Δεν απαλείφεται επίσης πλήρως το πειθαρχικό αδίκημα «της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας» και της «παραβίασης υποχρέωσης εχεμύθειας», που με την ασάφειά τους έχουν δημιουργήσει «βιομηχανία» πειθαρχικών διώξεων.
Η διατύπωση τέλος ότι στο Δευτεροβάθμιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο οι εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ πρέπει να είναι «μόνιμοι υπάλληλοι προϊστάμενοι Διεύθυνσης δημόσιων υπηρεσιών, ΝΠΔΔ ή Περιφερειών» συνιστά άμεση απαράδεκτη παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Με τη μέχρι τώρα πρακτική οι αιρετοί εκπρόσωποι των δημόσιων υπαλλήλων στα υπηρεσιακά συμβούλια εκλέγονται χωρίς όρους από τους δημόσιους υπάλληλους και λάμβαναν τυπικά και αυτόματα –για όόσο καιρό ήταν αιρετοί– το βαθμό του προϊσταμένου.
Στο άρθρο 10 τονίζεται πως «σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή κατά την έννοια του άρθρου 107 η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης». Προστατεύεται επομένως υπό αυτή την έννοια η συνδικαλιστική δράση.
Το νομοσχέδιο προχωρά στην καθιέρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο Δημόσιο. Η πρώτη θεσμοθέτηση τους είχε γίνει από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 1990. Οι τότε ρυθμίσεις δεν επέτρεπαν όμως ούτε στην ΑΔΕΔΥ ή στις ομοσπονδίες τη διαπραγμάτευση οικονομικών αιτημάτων. Αυτά τα ρύθμιζε αποκλειστικά η κυβέρνηση με την πολιτική των ενιαίων ονομαζόμενων μισθολογίων. Ό,τι δε «θεσμικό» διαπραγματευόταν η ΑΔΕΔΥ οι ομοσπονδίες δεν επιτρεπόταν να το διαπραγματεύονται! Αλλά ακόμη και αυτές οι ρυθμίσεις ουδέποτε περπάτησαν. Ατόνησαν και έμπρακτα ακυρώθηκαν.
Σύμφωνα με το παρόν σχέδιο νόμου, η ΑΔΕΔΥ θα διαπραγματεύεται με την κυβέρνηση τη Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που θα περιλαμβάνει και τις οικονομικές διεκδικήσεις σε συνολικό επίπεδο, στο πλαίσιο όμως ενός ενιαίου μισθολογίου.
Οι δε ομοσπονδίες θα υπογράφουν (αρ. 5, παρ.3) Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις που «ρυθμίζουν τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης σε σχέση με ζητήματα τα οποία αφορούν στις ιδιομορφίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας». Με τις συμβάσεις αυτές δεν μπορεί να ρυθμίζονται θέματα αμοιβών που αποτελούν αντικείμενο αποκλειστικό των Γενικών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (δηλαδή μόνο της ΑΔΕΔΥ).
Στην πραγματικότητα το σχέδιο νόμου περιγράφει μια προσημειωμένη διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης: Η ΑΔΕΔΥ παρουσιάζει τα αιτήματα της σύμβασης, η κυβέρνηση παρουσιάζει στην ΑΔΕΔΥ τις προβλέψεις της εισοδηματικής πολιτικής. Αν η ΑΔΕΔΥ συμφωνήσει με την κυβέρνηση στο πλαίσιο που υπάρχει, τότε «κλειδώνει» η εισοδηματική πολιτική για όλο το Δημόσιο. Αν η ΑΔΕΔΥ διαφωνήσει με την κυβέρνηση στο πλαίσιο που υπάρχει και η κυβέρνηση αρνηθεί τη μεσολάβηση, τότε (ελλείψει του θεσμού της διαιτησίας) και πάλι η κυβέρνηση νομοθετεί μόνη της!
Και στις δύο περιπτώσεις δηλαδή έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα. Πρόκειται για παραπλανητική, ψευδεπίγραφη αλλά και προβληματική ρύθμιση, που επικαθορίζεται από το φόβο μπροστά στο εργατικό κίνημα, καθώς μάλιστα περιορίζει τις ομοσπονδίες του Δημοσίου σε ρόλο υποδεέστερο και από αυτόν του μικρότερου πρωτοβάθμιου σωματείου του ιδιωτικού τομέα.
Στο κεφάλαιο «Αποκατάσταση αδικιών – Επαναφορά προσωπικού – Κινητικότητα» ανασυσταίνονται οι καταργημένοι κλάδοι και ειδικότητες σε καθηγητές δευτεροβάθμιας, διοικητικούς πανεπιστημίων και σχολικούς φύλακες. Αντί όμως να γίνουν νέες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού για την επαρκή στελέχωση των υπηρεσιών (η δημόσια διοίκηση έχει χάσει χιλιάδες θέσεις εργασίας), το νομοσχέδιο ξανανοίγει το ζήτημα της «ορθολογικής κατανομής του προσωπικού» και εισάγει εκ νέου την κινητικότητα (εθελοντική αυτή τη φορά) των επανερχόμενων και των νεοπροσλαμβανόμενων. Περιορίζεται μάλιστα στο πλαίσιο των ορίων του μνημονιακού πλεονασματικού προϋπολογισμού που ψήφισε η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, καθώς η επαναπρόσληψη συμψηφίζεται με το όριο των 15.000 προσλήψεων, το οποίο μένει αμετακίνητο. Οι χτυπημένοι επίσης από την κινητικότητα της «υπεύθυνης κυβερνώσας Αριστεράς» (ΔΗΜΑΡ – Ν. 4093/2012 Μανιτάκη), οι απολυμένοι από τους 151 οργανισμούς που καταργήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν (Ν. 3895/2010 και 4002/2011), οι 300 περίπου καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών με μηνιαίες συμβάσεις έργου για μια δεκαετία περίπου, δεν επιστρέφουν στις θέσεις τους ή δεν επαναπροσλαμβάνονται. Ο δε χρόνος της διαθεσιμότητας και της απόλυσης δεν συνυπολογίζεται για κάθε υπηρεσιακό, ασφαλιστικό και μισθολογικό δικαίωμα. Η επαναφορά τέλος σε προσωποπαγείς θέσεις (καταργούνται με τη συνταξιοδότηση) του εμβληματικού κλάδου των αγωνιζόμενων καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών –και όχι μόνο– με τετράωρη απασχόληση, αμαυρώνει τη διαδικασία «αποκατάστασης των αδικιών».
Με το νομοσχέδιο μετατρέπονται σε μόνιμο προσωπικό 40.000 δημόσιοι υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου και αορίστου χρόνου. Το μέτρο μπορεί να μην έχει οικονομικό κόστος για την κυβέρνηση και την ΕΕ, έχει όμως πολιτικό για τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις και την άρση της μονιμότητας των δημοσιων υπαλλήλων που επιδιώκουν και σχεδιάζουν λυσσαλέα η Ακροδεξιά, η Δεξιά και η οριστικά μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία. Η ρύθμιση όμως μένει στα μισά καθώς δεν συνοδεύεται από νομοθετικά μέτρα κατάργησης της ερμαφρόδιτης και σχετικά ανασφαλούς εργασιακής σχέσης Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ) στο Δημόσιο.
Τα μέτρα ανακόπτουν την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική τής χωρίς όρια ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και άρσης της μονιμότητας στη δημόσια διοίκηση, αλλά μένουν στη μέση.
Ανακόπτουν τη σχεδιαζόμενη και επιδιωκόμενη ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική του φόβου και της συντριβής του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά αυτοπεριορίζονται μπροστά στο ενδεχόμενο εμφάνισης στο προσκήνιο του οργανωμένου και αγωνιζόμενου λαού. Γι’ αυτό ακυρώνουν πλευρές του πειθαρχικού δικαίου των δημόσιων υπαλλήλων και όχι το σύνολο και τη βαθύτερη ουσία του. Δίνουν «μισές» συλλογικές συμβάσεις και αυτές μόνο στην ΑΔΕΔΥ και όχι εκεί όπου η εργατική δημοκρατία μπορεί να λειτουργήσει, στις ομοσπονδίες και επομένως και στα πρωτοβάθμια σωματεία τους. Ανακόπτουν αλλά δεν γενικεύουν και τελικά αυτοπεριορίζονται στα αδιέξοδα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και των συμφωνιών με τους «εταίρους».
Καθώς ακόμη και αυτά τα μέτρα, αποτέλεσμα των μαχητικών και αποφασιστικών αγώνων του κινήματος όλου του προηγούμενου διαστήματος, είναι στα όρια του σημερινού βάρβαρου καπιταλισμού και μη ανεκτά από την κανιβαλική πολιτική της νεοθατσερικής/νεορεϊγκανικής λαίλαπας της ΕΕ και η κυβέρνηση μετατοπίζεται ραγδαία, δεν πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο πως θα προχωρήσουν.
Εναπόκειται στην Αριστερά, στο εργατικό και δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα να οργανώσουν την επιβολή και διεύρυνση στόχων και δικαιωμάτων κάτω, κυρίως και πρωτίστως, από την αυτοτελή και διακριτή προγραμματική και οργανωτική τους παρουσία