του Θανάση Σκαμνάκη
Προσωπικά φοβάμαι. Όχι μόνο με εκείνον τον ρευστό φόβο που αναλύει ο Ζ. Μπάουμαν, μιλώντας για τον σύγχρονο καπταλιστικό κόσμο, αλλά και με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο. Και επιπλέον φοβάμαι μήπως ο φόβος αυτός εκληφθεί ή όντως είναι υποταγή στα κυριαρχήσαντα αυθόρμητα ρεύματα, υπερηφάνειας, αξιοπρέπειας κ.λπ. μη ταξικά, και πάντως δραστικά και χρήσιμα, που κυκλοφόρησαν στους δρόμους και στις συνειδήσεις των ανθρώπων αυτές τις μέρες. Θα το πω χωρίς περιφράσεις: φοβάμαι μήπως η κυβέρνηση αποτύχει υποκύπτοντας στους εκβιασμούς των Γερμανοευρωπαίων και στις δικές της αντιφάσεις.
Φοβάμαι ακόμα πως μιλώντας για φόβο γίνομαι αιτία οπισθοχωρήσεων και εκπτώσεων – καθώς όταν μας κυριεύει ο φόβος γυρίζουμε στη διεκδίκηση του ελάχιστου και εντέλει του τίποτα. Και τότε όλα τα σχέδια της αντίστασης που εκπονήσαμε κατά τη διάρκεια της σύντομης καλοκαιρίας ξαναγυρίζουν στον μέσα εαυτό μας, καθώς δεν έχουν πια συνδαιτημόνες, ακροατές και οπαδούς.
Στις μέρες αυτές, ούτως ή άλλως σπουδαίας σημασίας, είμαστε μάρτυρες εκείνου που αλλάζει. Πως σε μια στιγμή οι άνθρωποι απελευθερώνονται από το άγχος του φόβου και αψηφούν τον φρόνιμο «ρεαλισμό». Ανεβαίνουν στα κάγκελα του Πολυτεχνείου τους ενώ ξέρουν πως απέναντι το σύστημα είναι πιο δυνατό, με τεθωρακισμένα, μηχανικά μέσα, μηχανικούς ανθρώπους «υπακούοντες στη διαταγή», οργάνωση και πειθαρχία. Αλλά δεν ρωτάνε «τι θα γίνει μετά». Μένουν εκεί στα κάγκελα. Και προκαλούν. Σ’ αυτή τη μεγάλη στιγμή της απειθαρχίας. Σας παρακαλώ, μην τους κατεβάσετε εσείς από μέσα! Καλύτερα να είναι το απέναντι τεθωρακισμένο που θα γκρεμίσει την κολόνα. Γιατί αν κατέβουν θα κατεβάσουν και το κεφάλι και θα γυρίσουν πίσω στην ανυπαρξία τους, που θα γίνει ανυπαρξία για όλους. Κανείς δεν θα θυμάται πια μια ηρωική, απονενοημένη απόπειρα, κανείς δεν θα ψάχνει να μιμηθεί το μη συμβάν. Κι εσείς θα ξαναγυρίσετε στο ρεαλισμό της απουσίας, που δεν δίνει τίποτα.
Στην ουσία αυτό φοβάμαι. Για τους ανθρώπους κι όχι για την κυβέρνηση. Η οποία βάζοντας εξαρχής όριο την ευρωπαϊκή νομιμότητα, τη μεγάλη παρανομία δηλαδή, υποχωρεί και ακρωτηριάζει την προσδοκία και την εμπιστοσύνη. Δεν τους εμπιστεύομαι τους κυβερνώντες. Ξέρω πόσες φορές άλλαξαν για να μπορέσουν να φτάσουν ως εδώ. Ξέρω βέβαια και πως μερικές φορές είναι η ανάγκη που επιτάσσει αυτές τις αλλαγές – άλλα ξέρω επίσης πως σχεδόν πάντα, όταν μάθεις και συνηθίζεις να αλλάζεις, συνεχίζεις πέρα από ό,τι επιτάσσει η ανάγκη. Κι ακόμα ξέρω ποιοι είναι εκείνοι που ορίζουν και επιβάλλουν την «ανάγκη» – εκπρόσωποι των ισχυρών, εκπρόσωποι του Τύπου, αυτοπροσώπως οι ισχυροί, πολιτικοί εκπρόσωποί.
Εντούτοις όσο μιλάω για φόβους τόσο περισσότερο σκέφτομαι πως μερικές φορές, και τώρα ίσως είναι μια από εκείνες, όταν ανοίξει το καπάκι και ξεχυθούν τα αισθήματα των ανθρώπων αλλάζουν όλα τα δεδομένα. Οι δρόμοι είναι ένα εκπαιδευτικό κέντρο ενάντια στο φόβο. Κι έχουν τους δικούς τους νόμους και τη δική τους λογική. Μπορεί οι πάνω να υποτάσσονται, αλλά οι δρόμοι ανοίγουν άλλο λογαριασμό, τον οποίο συχνά και επιβάλλουν. Εκεί είναι που ασαφείς προθέσεις μετασχηματίζονται σε ριζικές διεκδικήσεις υπερβαίνοντας τις επιθυμίες και τα σχέδια των επάνω.