Αν διαβάσει κανείς τους τίτλους των πολιτικών ειδήσεων του Ριζοσπάστη, θα διακρίνει μια μονομέρεια η οποία αγγίζει τα όρια της υπερβολής. «ΠΑΣΟΚ: Κλείνοντας το μάτι στον ΣΥΡΙΖΑ», «Σαμαράς: Στηρίζει ΣΥΡΙΖΑ αν…», «Ποτάμι: Στηρίζει κυβέρνηση για πλεονάσματα». Δηλαδή η κύρια κριτική που βρίσκει να κάνει η εφημερίδα του ΚΚΕ τόσο στα δεξιά αστικά κόμματα όσο και στις δυναμεις της ΕΕ είναι ότι …είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ!
Για κάθε στοιχειωδώς αντικειμενικό αναγνώστη, το κύριο πρόβλημα με το ΚΚΕ είναι πως δεν μπορεί να ξεφύγει από την εντύπωση ότι η πολεμική του δεν εκπορεύεται από την ανάγκη για αριστερή κριτική και πίεση στην κυβέρνηση αλλά από τη σιωπηρή εκτίμηση της Κεντρικής Επιτροπής ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί την κύρια απειλή για το ίδιο το κόμμα του Περισσού, που έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι πια «μαγαζί γωνία», όπως κάποτε περηφανευόταν η πρώην επικεφαλής του Αλέκα Παπαρήγα. Η λογική «το μοναστήρι να ’ν’ καλά» και ο υπέρμετρος κομματικός πατριωτισμός ωστόσο έχουν ορισμένα όρια.
Το αυτονόητο τονίζει ο δημοφιλής αρθρογράφος Νίκος Μπογιόπουλος, όταν χαρακτηρίζει ασύγγνωστο το να μη βλέπει κανείς ότι και μόνο με την αποχώρηση των προηγούμενων έχει φυσήξει άλλος αέρας, ότι αν δεν είχαν αλλάξει τα πράγματα, τότε ήδη από την επομένη των εκλογών θα μετράγαμε κιόλας νέες περικοπές στις συντάξεις, νέα αύξηση του ΦΠΑ, νέες απολύσεις.
Όπως σημειώνει, «είναι πολιτική αχρωματοψία να λες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ίδιος με τη ΝΔ, ότι οι νέοι υπουργοί είναι ίδιοι με τους προηγούμενους».
Το ΚΚΕ δεν έχει πολιτική αχρωματοψία. Απλώς, όπως και άλλα κατ’ όνομα κομμουνιστικά κόμματα που εκφυλίστηκαν στην πορεία, έχει χάσει τα ταξικά γυαλιά του και τα έχει αντικαταστήσει με τα κομματικά. Αρνείται ακόμα και σήμερα να παραδεχτεί την αλήθεια, ότι από την πρώτη στιγμή υποτίμησε τον δομικό χαρακτήρα και το βάθος της κρίσης χαρακτηρίζοντάς τα ως έναν ακόμα κύκλο του καπιταλισμού, υποτίμησε το ζήτημα του χρέους που στην αρχή έλεγε… ότι δεν αφορά το λαό αλλά μόνο τις κυβερνήσεις. Το κυριότερο είναι πως ακόμα και σήμερα υποτιμάει τη σημασία ενός μετώπου για την ανατροπή του κοινωνικού ολοκαυτώματος που συντελείται. Γι’ αυτό και δεν τολμάει να αναμετρηθεί με το ερώτημα πώς μπορεί να είναι ικανοποιημένο που ανέκτησε μικρό μέρος των δυνάμεων που έχασε σε μια περίοδο κατά την οποία ο λαός βλέπει τη ζωή και τις προοπτικές του να κονιορτοποιούνται.