του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Εχουν περάσει 10 ημέρες, από την Παρασκευή που το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπο του Γέρουν Ντέισελμπλουμ, όταν αμφισβητήθηκε η νομιμοποίηση της τρόικας. Από τότε, και παρά την τεράστια δημοσιότητα και τον διεθνή αντίκτυπο που έχει κάθε διεθνής συνάντηση του νέου πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, παρά τις (χολυγουντιανών προδιαγραφών) εμφανίσεις και επαφές του υπουργού Οικονομίας Γιάν(ν)η Βαρουφάκη … ο καπιταλισμός (άρα και ο νεοφιλελευθερισμός) παρέμεινε στη θέση του!
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είτε με ευγενική γαλλική προφορά είτε με γερμανική αυστηρότητα απαιτεί νέο «μνημονιακό αίμα» και την επ’ αόριστον παράταση της ολοκληρωτικής εξαθλίωσης των εργαζομένων, της ανεργίας, του ξεπουλήματος, των περικοπών και της φτώχειας. Έρχεται έτσι σε πλήρη αντίθεση με την εκφρασμένη (και εκλογικά) θέληση του ελληνικού λαού καταρχήν να σταματήσει η κόλαση των Μνημονίων αλλά και να διεκδικηθούν οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα που του στέρησαν με όσα νομοθέτησαν οι δουλικές κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Η τακτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, «γράφει καλά» στο φόντο της πρόσφατης ανάμνησης των «οσφυοκαμπτικών» κυβερνήσεων του μαύρου μετώπου. Αποδεικνύεται όμως ανεπαρκής, για να επιλύσει την πλήρη αντίφαση των λαϊκών συμφερόντων με τις επιδιώξεις του αντιδραστικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η άρνηση της ρήξης με αυτό, οι «όρκοι» για αποφυγή «μονομερών ενεργειών» και η αντικατάστασή με «λογικές προτάσεις» τύπου «περπετσουαλ μποντς» οδηγούν όπως όλα δείχνουν στη σταδιακή εγκατάλειψη βασικών προϋποθέσεων για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, με πρώτη και καλύτερη αυτή της διαγραφής του χρέους. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά την αποδοχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και το αίτημα για «μικρότερα πλεονάσματα», δεν μπορεί παρά να συμπεράνει πώς σε τέτοιο πλαίσιο δεν χωράει καν η υλοποίηση του περίφημου Προγράμματος της Θεσσαλονίκης.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αλλάζει σιγά σιγά το κλίμα στην Ευρώπη και ήδη έχει ξεκινήσει η διαπραγμάτευση «με τους εταίρους» χωρίς τη διαμεσολάβηση της τρόικας, κάτι που είναι από μόνο του θετικό. Παρ’ όλα αυτά το αίτημα αιχμής που μέχρι στιγμής προβάλλει είναι η υιοθέτηση από την ΕΕ ενός χρηματοδοτικού προγράμματος-γέφυρα, το οποίο ακόμη κι αν γίνει αποδεκτό απαιτεί ως αντάλλαγμα μια «δόση λιτότητας» μερικών ακόμη μηνών. Μάλλον και τη… δική του τρόικα.
Οι εξελίξεις κάνουν φανερό πώς μόνον οι εργαζόμενοι με την άμεση οργάνωση της πάλης τους μπορούν να πουν (και να επιβάλλουν) εκείνο που η κυβέρνηση…δεν λέει. Με αγώνες που θα έρθουν σε σύγκρουση με τους ευρωεκβιασμούς, θα πουν όχι σε κάθε νέο Μνημόνιο, όπως κι αν ονομάζεται, θα απαιτήσουν διαγραφή του χρέους και αποκατάσταση των απωλειών.
Αντιμέτωπη με τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ ήρθε η νέα ελληνική κυβέρνηση
Βερολίνο, Ρώμη, Παρίσι, Βρυξέλλες. Αντιμέτωπη με τον βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ ήρθε η νέα ελληνική κυβέρνηση με το «μπαράζ» συναντήσεων που πραγματοποίησε στα βασικα πολιτικοοικονομικά κέντρα της Ευρώπης. Ταυτόχρονα όμως αντιμετώπισε τα αδιέξοδα και της βασικής της πολιτικής επιλογής ενάντια στη ρήξη με αυτά. Παρά τις εμφανείς αντιφάσεις της η ΕΕ «δείχνει» στην κυβέρνηση την είσοδο στο σκοτεινό τούνελ των Μνημονίων ως τη μοναδική επιλογή, και αυτή θα είναι η θέση της στις διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν στο έκτακτο Γιούρογκρουπ της 11ης Φεβρουαρίου. Αυτά την ίδια στιγμή που ο αμερικανικός παράγοντας έκανε μεν αισθητή την παρουσία του, χωρίς να αμφισβητεί, φυσικά, αυτή την επιλογή…
«Τοίχος» στο ζητούμενο του ελληνικού λαού να αποτινάξει το ζυγό της μνημονιακής λιτότητας αποδείχθηκαν Γερμανία και Κομισιόν, διαμηνύοντας μέσω των επαφών τους με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πως δεν συζητούν ούτε καν επουσιώδεις αλλαγές στην εφαρμοζόμενη πολιτική.
Ξεκάθαρος ήταν στην τοποθέτησή του ο γερμανός υπουργός Οικονομίας Β. Σόιμπλε, κατά τη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομίας Γιάνη Βαρουφάκη. Σημείωσε ότι «ο κ. Βαρουφάκης μου είπε πως πρέπει να σεβαστούμε τους έλληνες ψηφοφόρους. Αυτό όμως ισχύει για τους ψηφοφόρους όλων των χωρών της Ευρώπης. Έχουμε κοινό νόμισμα αλλά διαφορετικές οικονομικές πολιτικές. Υπάρχουν συμφωνίες και δεσμεύσεις σε επίπεδο κυβερνήσεων που πρέπει να τηρούνται». Πρόσθεσε πως «δεν είναι κακό να θέλει κανείς να μείνει πιστός στην εντολή του, αλλά να γίνεται αυτό σε βάρος των άλλων δεν είναι ρεαλιστικό». Ανέφερε παράλληλα ότι «είναι καθήκον να ψάξουμε για κοινές λύσεις», τονίζοντας όμως ότι η Ελλάδα πρέπει να διαπραγματευτεί με τους τρεις θεσμούς που μετέχουν στο πρόγραμμα, την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Ο Β. Σόιμπλε απέκλεισε οποιαδήποτε συζήτηση για κούρεμα χρέους επισημαίνοντας πως «δεν είναι στην ατζέντα»!
Ο Γιάνης Βαρουφάκης στην ίδια συνάντηση αναφέρθηκε στη συμφωνία του στο 60-70% των μεταρρυθμίσεων που έχουν προταθεί στην Ελλάδα, προκαλώντας εγχωρίως διευκρινιστική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γ. Σακελαρίδη, προκειμένου ο τελευταίος να εξηγήσει ότι ο υπουργός Οικονομίας δεν μιλούσε για το Μνημόνιο. Επισήμανε ότι με τον Β. Σόιμπλε «δεν συμφωνήσαμε καν ότι διαφωνούμε, αλλά συμφωνήσαμε να διαβουλευθούμε για μια ευρωπαϊκή λύση».
Σε αντίστοιχο κλίμα (αν και δεν υπήρξαν δηλώσεις) ήταν και η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, κατά τη συνάντηση τους ο ευρωπαίος αξιωματούχος επισήμανε την ανάγκη να συνεχιστούν οι επαφές Ελλάδας-Ε.Ε απ’ όπου είχαν σταματήσει χωρίς καμία πλευρά θα θέτει θέμα αποτυχίας του έως τώρα προγράμματος. Πρόσθεσε μάλιστα πως «η 28η Φεβρουαρίου ήταν, είναι και παραμένει η κρίσιμη ημερομηνία κατά την οποία θα πρέπει να έχει υπάρξει πλήρης αποσαφήνιση των θέσεων της ελληνικής κυβέρνησης». Από την πλευρά του Αλ.Τσίπρα τέθηκε το αίτημα του να υπάρξει χρηματοδότηση-γέφυρα «η οποία να δίνει ανάσα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία».
Η φερόμενη ως… αυθόρμητη εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα στο ελληνικό θέμα ήταν από τα πλέον εντυπωσιακά στοιχεία της διαμόρφωσης του σκηνικού στο οποίο καλείται η ελληνική κυβέρνηση να καθορίσει τη σχέση της με τους λεγόμενους «δανειστές». Μία παρέμβαση που ξεκίνησε την προηγούμενη Κυριακή με μια αντιγερμανική δήλωση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, η οποία εξέπληξε –κατά δήλωση του ίδιου– ακόμη και τον Αλέξη Τσίπρα. Τελείωσε όμως την Παρασκευή με τη δήλωση του αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Ντέιβιντ Πιρς, ο οποίος συνέστησε στην Αθήνα να συνεχίσει τις υφιστάμενες «μεταρρυθμίσεις» και παράλληλα να συνεργαστεί με τους ευρωπαίους εταίρους της και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε, αναφερόμενος στην Γερμανία, πως «δεν μπορείς να στύβεις τις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση» προσθέτοντας επιπλέον ότι «πρέπει να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης προκειμένου αυτές οι χώρες να μπορέσουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, να μειώσουν κάποια από τα ελλείμματά τους». Επίσης σημείωσε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Η συλλογή των φόρων στην Ελλάδα ήταν διάσημα τραγική. Νομίζω ότι η Ελλάδα, για να μπορέσει να γίνει ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά, έπρεπε να δρομολογηθούν μια σειρά από αλλαγές. Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αυτές οι αλλαγές, αν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών έχει πέσει κατά 25%. Αυτό δεν μπορεί να το αντέξει ούτε η ελληνική κοινωνία ούτε το πολιτικό σύστημα. Ελπίζω η Ελλάδα να μείνει και θα μείνει στην Ευρωζώνη και γι’ αυτό πρέπει να γίνει συμβιβασμός. Η Γερμανία γνωρίζει πως είναι προς το συμφέρον όλων να μείνει η Ελλάδα. Στις αγορές δεν αρέσει η περίπτωση να φύγει η Ελλάδα. Με απασχολεί η δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρώπη, αλλά η αμερικανική εμπειρία μάς δείχνει πως μόνο με στρατηγική ανάπτυξης μπορείς να προχωρήσεις και όχι με πίεση σε ένα λαό ο οποίος δεινοπαθεί ολοένα περισσότερο».
Παράλληλα όμως, στην Ελλάδα τόσο ο αμερικανός πρεσβευτής Ν. Πιρς όσο και ο βοηθός υπουργός Οικονομίας των ΗΠΑ Ντ. Σινγκ, μετά τις συναντήσεις τους με τον Αλ. Τσίπρα απεύθυναν έκκληση για «συνέχιση των μεταρρυθμίσεων» και για συνεργασία με τους φορείς που συναποτελούν την τρόικα. Αντίστοιχη παρέμβαση έγινε και από τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, αφού μετά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο του του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε: «Ελπίζω και αγωνιώ να ακούσω για τις προσπάθειες που καταβάλλονται από την ελληνική κυβέρνηση και τους ευρωπαίους εταίρους της για να προχωρήσουν τις μεταρρυθμίσεις και να δρομολογήσουν ένα σχέδιο για τη σταθεροποίηση της ανάκαμψης».
Η κοινή δήλωση του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ με τον Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο των Ηλυσίων έδωσε την αίσθηση μιας θετικής ανταπόκρισης της γαλλικής πλευράς στα ελληνικά αιτήματα προς την ΕΕ, όμως η ουσία της γαλλικής στάσης κινείται σαφώς στην κατεύθυνση της εξισορρόπησης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Φ. Ολάντ, «υπάρχει ο σεβασμός στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού, υπάρχει όμως και ο σεβασμός των ευρωπαϊκών κανόνων. Υπάρχουν δεσμεύσεις που πρέπει να γίνουν σεβαστες κυρίως στο επίπεδο των αρχηγών κρατών. Η μέθοδος είναι ο διάλογος». Από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε πως «χρειαζόμαστε νέα συμφωνία για την Ευρώπη, για την ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής. Η νέα κυβέρνηση που πήρε καθαρή εντολή για να επιστρέψει στην ανάπτυξη και να εξασφαλίσει την κοινωνική συνοχή εργάζεται για νέα συμφωνία με την Ευρώπη. Δεν είμαστε απειλή για τη Ευρώπη, είναι το κοινό μας σπίτι». Θέτοντας μάλιστα συγκεκριμένο αίτημα επισήμανε ότι «καταθέσαμε μία πρόταση ρεαλιστικήπου μπορεί να οδηγήσει σε μία συμφωνία που θα δώσει χρόνο και ανάσα στην ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις, ώστε να γίνει το κράτος αξιόπιστο και η δημόσια διοίκηση αποτελεσματική.
Στη συνάντησή του με τον υπουργό Οικονομίας της Γαλλίας Μισέλ Σαπέν, στο Παρίσι ο Γιάννης Βαρουφάκης εισήγαγε τον όρο του «Συμβολαίου με την Ευρώπη», εκμαιεύοντας μάλιστα τη συναίνεση –στον όρο– του γάλλου ομολόγου του. Ο Μ. Σαπέν ζήτησε εγγυήσεις από την ελληνική κυβέρνηση ώστε να προβληθεί ένα «πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» τέτοιο που να δημιουργεί «ήρεμο και εποικοδομητικό κλίμα» στις αγορές. Δεν θέλει και ιδιαίτερη φαντασία για να κατανοήσει κανείς τι εννοούσε, αφού οι ιδιωτικοποιήσεις και η μείωση του εργατικού κόστους είναι το… παγκοσμίου φήμης «βάλιουμ» των αγορών. Από την πλευρά του ο Γιάνης Βαρουφάκης φρόντισε επιμελώς να μην κάνει την παραμικρή αναφορά στον όρο «κούρεμα του ελληνικού χρέους», υποστηρίζοντας απλώς πως η ελληνική οικονομία μοιάζει με «εξαρτημένη που ζητά διαρκώς τη δόση της».
Οι θεωρίες περί… μετώπου του ευρωπαϊκού Νότου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάθε άλλο παρά ευοδώθηκαν στη συνάντηση που είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον ιταλό ομόλογό του Ματέο Ρέντσι.
«Είναι σημαντικό για την Ελλάδα να διατηρήσει ισχυρούς δεσμούς με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς» επισήμανε ο ιταλός πρωθυπουργός. Πρόσθεσε πως «θα πρέπει να μιλήσουμε για ανάπτυξη και όχι μόνο για λιτότητα» την ίδια στιγμή όμως εγκωμίασε το περίφημο Πακέτο Γιουνκέρ», που εφαρμόζεται στη γειτονική χώρα προωθώντας πολιτικές σκληρής λιτότητας. Από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας σημείωσε πως «στην Ευρώπη υπάρχουν αρκετοί διχασμοί για να δημιουργήσουμε έναν ακόμα ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο»