της Ντίνας Χαριτάτου
Θετική τάση συσπείρωσης εκτιμά η ΚΕ, αλλά απουσιάζει οποιαδήποτε λογική μετώπου
Με μια ανακοίνωση εσωτερικής κατανάλωσης, που απευθύνεται περισσότερο στα μέλη και στα στελέχη του κόμματος παρά στο λαό, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ αποτιμά τα εκλογικά αποτελέσματα της προηγούμενης Κυριακής. Η ανακοίνωση αναφέρεται προσεκτικά στα αποτελέσματα των εκλογών, αποφεύγει πανηγυρισμούς και χαρακτηρισμούς για νίκη και επιτυχία, αλλά αφήνει διάχυτη την ικανοποίηση για την άνοδο του 1% και των 61.000 ψήφων, με διατυπώσεις όπως «επιβεβαιώνεται η θετική τάση συσπείρωσης στο ΚΚΕ, ανάκτησης απωλειών ψήφων, εισροής νέων». Είναι φανερό πως η ηγεσία του ΚΚΕ αισθάνθηκε μια ανακούφιση το βράδυ των εκλογών, όταν είδε πως η εκλογική λεηλασία των ψηφοφόρων του ΚΚΕ από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προχωρήσει κι άλλο μετά το 4,5% του Ιουνίου του 2012, αλλά εμφάνιζε τάσεις αναστροφής. Η εικόνα αυτή, δηλαδή μιας ορισμένης ανάκτησης ψήφων στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες δυνάμεις της Αριστεράς είναι αναμφισβήτητα ένα θετικό σημείο των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Βεβαίως, δεν αρκεί για να απαντηθεί το θεμελιώδες ερώτημα για το ΚΚΕ γιατί η πενταετής περίοδος αναμέτρησης με την άγρια καπιταλιστική επίθεση στη μνημονιακή Ελλάδα βρίσκει το κόμμα που ήταν η ραχοκοκαλιά της Αριστεράς και παραμένει η μεγάλη δύναμη του εργατικού κινήματος με μειωμένη επιρροή, κάτω από τα επίπεδα του 7% της προ κρίσης εποχής. Το ερώτημα αυτό, όπως και το ερώτημα γιατί το ΚΚΕ δεν μπορεί να συμβάλει σε ένα πραγματικά ανατρεπτικό όσο και υπαρκτό μέτωπο (και όχι φαντασιακή κατασκευή Λαϊκής Συμμαχίας, όπου συμμαχούν οι… Αχτίδες του ΚΚΕ) και σε ένα κίνημα μαχητικό, ενωτικό και νικηφόρο, απασχολεί τη βάση και την ευρύτερη επιρροή του κόμματος, που προβληματίζεται για την ανάγκη μιας επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής.
«Το γενικό εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει και μέσω της κάλπης τη μεγάλη δυσαρέσκεια και οργή του λαού για τα κόμματα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και όσων συνεργάστηκαν μαζί τους, που τον βύθισαν στη φτώχεια και την ανεργία στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Διαμορφώθηκε κάτω από την πίεση ενός ισχυρού ρεύματος άμεσης κυβερνητικής εναλλαγής», σημειώνει η ΚΕ και συνεχίζει: «Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι κυρίως ψήφος απόρριψης της προηγούμενης αντιλαϊκής κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Είναι ψήφος με προσδοκία μειωμένων απαιτήσεων και αυταπατών για το χαρακτήρα της ΕΕ. Δεν είναι ψήφος συνολικής αποδοχής και απαίτησης για ικανοποίηση των πραγματικών σύγχρονων εργατικών λαϊκών αναγκών. Ως ένα βαθμό είναι ψήφος υπό αίρεση, υπό εξέταση της πορείας της νέας κυβέρνησης. Εκφράζει σε μεγάλο βαθμό και την απατηλή ελπίδα ότι η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ακολουθήσει φιλολαϊκή πολιτική».
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι πως η ηγεσία του ΚΚΕ, θεωρώντας ουσιαστικά θετικό το αποτέλεσμα, το εκλαμβάνει ως επιβεβαίωση της πορείας, ειδικά των τελευταίων ετών και κυρίως της «έντονης ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής δουλειά όλου του Κόμματος και της ΚΝΕ για την ιδεολογική θωράκιση των γραμμών μας, του περίγυρου ευρύτερα». Έτσι δεν λείπουν οι ύμνοι στη «σταθερότητα που έδειξε το ΚΚΕ».
Για την επόμενη μέρα, δεν υπάρχει κάποιο νέο. «Το ΚΚΕ, συνεπές σε όσα έλεγε και πριν από τις εκλογές, δεν πρόκειται να στηρίξει ή να δώσει ανοχή στη νέα κυβέρνηση. Θα αξιοποιήσει τη συσπείρωση δυνάμεων, που σε αυτή τη φάση πραγματοποίησε, για να κάνει αυτό που υποσχέθηκε στο λαό, να υπάρξει δυνατή εργατική – λαϊκή αντιπολίτευση υπέρ του λαού και στη Βουλή, με τις προτάσεις του, αλλά πάνω από όλα στο κίνημα για να δυναμώσει η Λαϊκή Συμμαχία για το σήμερα και για την προοπτική». Δεν προδιαγράφεται δηλαδή κάποια λογική αντεπίθεσης του κινήματος, με ενωτικούς μαζικούς αγώνες, ούτε κάποια πρόταση για την κοινή δράση και το διάλογο των αριστερών δυνάμεων που διαφοροποιούνται από την κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αξιοσημείωτο είναι πως στην ανακοίνωση της Κ.Ε. σημειώνεται ξανά (σε μια αναδίπλωση σε παλιότερες διατυπώσεις) πως «η αποδέσμευση από την ΕΕ, η μονομερής διαγραφή του χρέους μπορούν να αποκτήσουν λαϊκό περιεχόμενο», «με το λαό στην εξουσία, πραγματικά κυρίαρχο, ικανό να αναδείξει τη δική του διακυβέρνηση, τη διακυβέρνηση της εργατικής – λαϊκής εξουσίας, καταργώντας την καπιταλιστική ιδιοκτησία». Δηλαδή για μια ακόμα φορά η τακτική «πλακώνεται» και εξαφανίζεται από τη στρατηγική, αντί να δεθούν αρμονικά η πάλη για κρίσιμους πολιτικούς στόχους ανατροπής με τον αγώνα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία.