του Κώστα Μάρκου
(φωτογραφία του Γιάννη Καραμπάτσσου)
Οι ραγδαίες εξελίξεις που δρομολογήθηκαν με το σχηματισμό της νέας συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και οι πρώτες ενδείξεις των αντιθέσεων και των συγκρούσεων με την ευρωζώνη και την ΕΕ που προκάλεσαν οι αρχικές δηλώσεις των εκατέρωθεν προθέσεων αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της ορθότητας των εκτιμήσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση ότι η ταξική πάλη στη χώρα μας βαδίζει στις ράγες μιας καμπής που εισάγει σε μια νέα, εντελώς πρωτότυπη κι απρόβλεπτη ιστορική φάση.
Το θετικό κι ελπιδοφόρο αποτέλεσμα της εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, ο διπλασιασμός ψήφων και ποσοστού, τα ουσιαστικά ποιοτικά στοιχεία της προεκλογικής καμπάνιας, η κατά πολύ ευρύτερη απήχηση των θέσεών της, οι προωθητικές ενωτικές διεργασίες επιτρέπουν στους αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς να στέκονται απέναντι στο μέλλον με μεγαλύτερη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Από την άλλη πλευρά, η «απεραντοσύνη των σκοπών», η οξύτητα και ταχύτητα των επερχόμενων συγκρούσεων, η αδυναμία απόσπασης ενός σχετικά μαζικού μέρους από τις γιγαντιαίες προς τα αριστερά μετατοπίσεις εργαζομένων στην ταραγμένη πενταετία που πέρασε, οι παρακαταθήκες αλλά και τα όρια των αγώνων, μαζί με τις εσωτερικές αντιθέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της μετωπικής πολιτικής της, με τα άλυτα ακόμη, μεγάλα στρατηγικά και τακτικά ζητήματα, τροφοδοτούν την περίσκεψη, την αναγκαία αίσθηση αυτοκριτικής επανεξέτασης, αυξημένων απαιτήσεων και ευθυνών.
Σε πρώτο επίπεδο, τα αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 απαιτείται να συγκριθούν με τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιουνίου 2012. Κανένας δημοσιογράφος, κανένα σοβαρό κόμμα δεν έκρινε τους άλλους και τον εαυτό του με βάση άλλα εκλογικά αποτελέσματα. Ο διπλασιασμός ψήφων και ποσοστού ήρθε σαν αποτέλεσμα της γεμάτης αυταπάρνηση δράσης των μελών και φίλων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, σε συνθήκες μεγάλης πίεσης από το στόχο του ΣΥΡΙΖΑ για αυτοδυναμία και οξύτατης πόλωσης. Πόλωση που αποδεικνύεται και από το υψηλό ποσοστό όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της ΝΔ. Αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υποδιπλασιάστηκε σχεδόν το ποσοστό των εκτός Βουλής λεγόμενων μικρών κομμάτων.
Όπως εκτιμά η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο διπλασιασμός αυτός ήρθε λόγω τριών παραγόντων. Ο πρώτος είναι η αριστερή διαμαρτυρία στις δεξιές μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Ο δεύτερος, η σταθερότητα στις αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού προγραμματικές θέσεις του ενωτικού ψηφοδελτίου. Και ο τρίτος, η ώθηση που έδωσε το πρώτο μικρό, έμπρακτο δείγμα μετωπικής πολιτικής. Είναι εύκολα κατανοητό ότι το περιεχόμενο της πολιτικής συμφωνίας με τη ΜΑΡΣ αποτέλεσε περιοσσότερο συνέχεια παρά τομή με το αντίστοιχο πρόγραμμα των προηγούμενων ψηφοδελτίων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο χαρακτήρας του δεν αλλοιώθηκε ουσιαστικά ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω. Το πρόσθετο στοιχείο αυτής της εκλογικής μάχης, όπως επισημαίνει η ανακοίνωση της ΚΣΕ για τα αποτελέσματα, είναι ο μετωπικός χαρακτήρας του ψηφοδελτίου ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ σε σχέση με όλα τα άλλα, αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ψηφοδέλτια και η ενωτική πρακτική κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα, που έδωσαν σε αυτό μεγαλύτερες δυνατότητες επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης και μετατόπισης ψήφων.
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις δεν επιτρέπουν καμιά αυτάρκεια, καμία ωραιοποίηση των γενικών αποτελεσμάτων της ανατρεπτικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς σε σχέση με το δεύτερο και πιο βαθύ μέτρο σύγκρισης, με το τρομερό πεντάχρονο της νέας δομικής καπιταλιστικής κρίσης και των αποτελεσμάτων της, με την εκτίναξη της τρομοεπίθεσης του κεφαλαίου και της ΕΕ. Οι επιτυχίες μας (1,2% τον Μάη 2012, 0,7% στις ευρωεκλογές, 2,3% στις περιφερειακές, άνοδος επιρροής σε συνδικάτα και στους φοιτητές, «αναγνωρισιμότητα») φαίνονται και είναι αντικειμενικά «λίγες», «αναντίστοιχες», όπως λέγεται στην τετριμμένη γλώσσα μας. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ φιγουράρει κάτω από έναν Λεβέντη και μια «τελεία» στον πίνακα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Είναι και η διαπίστωση της απόστασης ανάμεσα στο πρόγραμμα και την επίδραση του διαχειριστικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, η σύγκριση με την εξαιρετικά ανησυχητική σταθερότητα της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και την αντοχή της ΝΔ, ακόμη κι η σύγκριση με το ΚΚΕ, παρά το σημαντικό γεγονός ότι η απόσταση με αυτό μειώθηκε και ότι είναι ο βασικός ηττημένος στην Αριστερά, μέσα στο τρομερό πεντάχρονο. Πάνω από όλα είναι η διαπίστωση ότι η ανατρεπτική και αντικαπιταλιστική Αριστερά πήρε μόνον 20.000 ψήφους από τη γιγαντιαία προς τα Αριστερά μετατόπιση εκατομμυρίων εργαζόμενων. Και κυρίως η διαπίστωση ότι δεν πέτυχε το κύριο: τη μαζική εμφάνιση –σχετικά πάντα– ενός διακριτού νέου, ταξικά ανασυγκροτημένου ρεύματος μέσα στο εργατικό, λαϊκό και νεολαιΐστικο κίνημα.
Βάρυναν φυσικά οι κληροδοτημένοι αντικειμενικοί συσχετισμοί, παγκόσμια και στη χώρα μας. Η βασικότερη αιτία όμως πρέπει να αναζητηθεί στις υποκειμενικές προγραμματικές ανεπάρκειες της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς και των ρευμάτων κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης στα τρια βασικά επίπεδα: στην κομμουνιστική στρατηγική, στην αντικαπιταλιστική τακτική και στο επαναστατικό «υποκείμενο». Με αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε αντί να ψάχνουμε μυωπικά εάν έβλαψε ή «δεν έδωσε τίποτε» η μετωπική πολιτική συνεργασία.
Μπροστά μας έχουμε μια εξαιρετικά ταραγμένη ιστορική φάση, με μεγάλους κινδύνους αλλά και πρωτόγνωρες δυνατότητες. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η κατανόηση του χαρακτήρα της, ο καταποντισμός της Κεντροαριστεράς και η ανασύνθεσή της, η αντοχή της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, η συνεχιζόμενη κρίση στην ευρωζώνη και η επιθετικότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και ιμπεριαλισμού, τα οξύτατα άμεσα προβλήματα επιβίωσης των εργαζόμενων μαζών απαιτούν τομές στη σκέψη, το πρόγραμμα και τη δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σχέδιο τολμηρών πολιτικών, μετωπικών και κινηματικών πρωτοβουλιών.
Η ουσία της σημαντικής αλλαγής που σηματοδοτεί η πτώση των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, έπειτα από 40 χρόνια «Μεταπολίτευσης», νεοφιλελεύθερης επέλασης και μετά τα πέντε φρικαλέα μνημονιακά χρόνια αποτελεί προσωρινή ανακοπή της αστικής επίθεσης που αναζητά ακόμη την ανατροπή της. Αποδόθηκε μάλλον καλύτερα από τη δήλωση του νέου υπουργού Πολιτισμού: «ρηξιακή συνέχεια». Ταξικά και πολιτικά, η νέα κυβέρνηση έχει έναν εξαιρετικά αντιφατικό μικροαστικό χαρακτήρα, μέσα στον οποίο συγκρούεται ο φιλολαϊκός δημοκρατικός αντιμνημονιακός προσανατολισμός της με τη διαχειριστική αστική ηγεμονία του «ευρωπαϊσμού», κάτω από την οποία η ίδια έθεσε τον εαυτό της και η οποία ίσως επισφραγισθεί με την υπερψήφιση ενός κεντροδεξιού Προέδρου της Δημοκρατίας. Η οξύτατη αντιφατικότητά της φάνηκε από την πρώτη στιγμή. Πάνω από όλα σφραγίζεται από τη μικροαστική αυταπάτη που εκφράζει το «όχι στην λιτότητα – πάση θυσία στο ευρώ», το «όχι ρήξη ούτε υποταγή» και σε καμιά περίπτωση ανατροπή, του Αλ. Τσίπρα στα Προπύλαια.
Η «ρηξιακή συνέχεια» σχεδόν αμέσως έδειξε ότι είτε θα οδηγηθεί σε ρήξεις με την ΕΕ και το κεφάλαιο είτε σε συνέχεια και τελικά υποταγή σε αυτούς. Η οξύτατη καπιταλιστική κρίση και οι βαθύτατες εργατικές ανάγκες διατάζουν: μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Μπορεί το άμεσα δεσπόζον να είναι οι φιλολαϊκές, δημοκρατικές και αντιμνημονιακές διακηρύξεις στα λόγια, αλλά το βαθύτερο κυρίαρχο στοιχείο της συγκυβέρνησης είναι η αστική, διαχειριστική και «ευρωπαϊκή» ηγεμονία. Η υποτίμηση του πρώτου αποτελεί σοβαρό πολιτικό σφάλμα και του δεύτερου εγκληματικό στρατηγικό λάθος.
Στις συνθήκες αυτές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΝΑΡ, το βαθύτερο ρεύμα ενός νέου κομμουνισμού χρειάζεται να οξύνουν έμπρακτα αυτές τις αντιφάσεις, εκπροσωπώντας την εργατική αντικαπιταλιστική τάση της ρήξης. Όχι σαν εξάρτημα της κυβέρνησης αλλά ως τμήμα της άμεσα αναγκαίας, ανεξάρτητης και «ενιαιομετωπικής» (με το ΚΚΕ και τις μαχόμενες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ) εργατικής λαϊκής αντεπίθεσης για το ξήλωμα ολόκληρου του αντιδραστικού μνημονιακού κεκτημένου, για ριζοσπαστικές κατακτήσεις σε όλα τα πεδία, ανοίγοντας το δρόμο για την αντικαπιταλιστική ανατροπή του συνόλου της αστικής επίθεσης με επαναστατική προοπτική. Οι επαναστατικές κι αντεπαναστατικές καταστάσεις μπορεί να έρθουν σε μια «αιωνιότητα» αλλά και σε «μια μέρα», χωρίς να υποτιμάται η τεράστια απόσταση που τους χωρίζει.
Στις νέες συνθήκες το καίριο ερώτημα είναι: προς τα πού θα στραφούν οι νέες μεγάλες μετατοπίσεις οι οποίες θα έρθουν από τη δυσαρέσκεια την προερχόμενη μέσα από τις παλινωδίες και τους οδυνηρούς συμβιβασμούς του ΣΥΡΙΖΑ; Προς την ανατρεπτική Αριστερά ή προς μια ανασυγκροτημένη ρεβανσιστική Δεξιά;
Από αυτή τη σκοπιά αποκτά τεράστια σημασία η συνέχιση και εμβάθυνση –σύμφωνα και με τις προεκλογικές υποσχέσεις– της εκλογικής συνεργασίας με κατεύθυνση τον «πόλο-μέτωπο» της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με τις ευρύτερες ανατρεπτικές δυνάμεις και ρεύματα. Η κατεύθυνση αυτή, μαζί με την κομμουνιστική ανασυγκρότηση των πρωτοποριών και την ενωτική παρέμβαση στο μαζικό κίνημα, αποτελεί αποφασιστικό όρο για να επικοινωνήσει και να επιδράσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δημιουργώντας τον κατάλληλο μετωπικό «χώρο υποδοχής» για τις νέες γιγάντιες μετατοπίσεις μαζών. Και από αυτή τη σκοπιά, «έρχεται η ώρα μας».