του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρο ότι θα επέλθει συμφωνία στο αυριανό συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών, παρά το κλίμα ευφορίας που δημιουργήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής και τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής.
Η αλήθεια είναι πως οι πολύ σοβαρές υποχωρήσεις της κυβέρνησης συνέβαλαν ώστε στο έκτακτο Γιούρογκρουπ της Τετάρτης να διαμορφωθεί ένα κοινό έδαφος μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, ασχέτως μάλιστα του γεγονότος ότι δεν συμφωνήθηκε κοινό ανακοινωθέν. Συγκεκριμένα η κυβέρνηση, αφού είχε πρώτα αποσύρει πλήρως από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων το θέμα της διαγραφής του χρέους, ακόμη και του διεθνούς συνεδρίου με θέμα τη διαγραφή του ελληνικού χρέους, προχώρησε σε τρεις νέες υποχωρήσεις. Πρώτο, δέχτηκε τη συνέχιση της επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας. Συμφωνήθηκε μάλιστα να ανατεθεί στους «θεσμούς της ΕΕ», πιθανότατα σε Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ήδη έχουν μηχανισμούς παρακολούθησης της ελληνικής οικονομίας, με τα αποτελέσματα των ελέγχων τους να καταγράφονται στις τακτικές εκθέσεις που εκδίδουν. Η τρόικα φεύγει λοιπόν, αλλά η επιτήρηση συνεχίζεται. Δεύτερο, το 70% του Μνημονίου μένει, όπως επισήμως δηλώθηκε διά στόματος Γιουνκέρ, βεβαιώνοντας έτσι ότι η αναφορά του Γ. Βαρουφάκη ενώπιον του Β. Σόιμπλε δεν ήταν γλωσσικό ατόπημα ή κακή μετάφραση, όπως αρχικά χαρακτηρίστηκε για να μετριαστούν οι πρώτες αντιδράσεις. Μάλιστα για το 30% των μέτρων του Μνημονίου που φεύγει η ελληνική πλευρά ανέλαβε την υποχρέωση να βρει ισοδύναμα μέτρα. Να αντικαταστήσει δηλαδή η κυβέρνηση Τσίπρα τα αντιλαϊκά μέτρα που προέβλεπε η τρόικα στα τελεσίγραφά της με άλλα μέτρα που θα αποφέρουν στα ταμεία ίδια ποσά, με τις ελπίδες της κυβέρνησης να συγκεντρώνονται στους φορολογικούς ελέγχους των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Ενδεχόμενο που –στην εξαιρετική περίπτωση στην οποία θα συμβεί καθώς η φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή δεν είναι εθνικό θέμα– θα προκαλέσει τεκτονικούς τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Η τρίτη υποχώρηση της κυβέρνησης σχετίζεται με την αποδοχή ενός μικρού πλεονάσματος, της τάξης του 1,5%, που μπορεί να απέχει σημαντικά από το 4,5% το οποίο ζητούσε η τρόικα, ξεπερνάει ωστόσο ακόμη και την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού. Πλέον οι δαπάνες θα είναι αισθητά μικρότερες των δημόσιων εσόδων.
Αφού ο Γ. Βαρουφάκης συμφώνησε σε όλα τα παραπάνω, οι πιστωτές επομένως πήραν ό,τι ήθελαν, η διαφωνία εκδηλώθηκε μετά την αναχώρηση πολλών υπουργών Οικονομικών, συμπεριλαμβανομένου και του γερμανού υπουργού Β. Σόιμπλε, με δημοσιεύματα μάλιστα να επιμένουν ότι αυτό έγινε κατόπιν τηλεφωνήματος από την Αθήνα, για να μαζέψει τις υποχωρήσεις του αρμόδιου υπουργού. Το θέμα ωστόσο ήταν δευτερεύον. Αφορούσε κατά πόσο θα περιληφθεί η λέξη «τροποποίηση» του υπάρχοντος προγράμματος, την οποία δεν ήθελε η γερμανική πλευρά, και η λέξη «επέκταση» την οποία απέρριπτε η ελληνική πλευρά που επιδίωκε να τονίσει τα στοιχεία της ασυνέχειας. (Πώς αλλιώς να καλύψει άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ την επαναφορά της εκλεκτής του Γ. Παπανδρέου και βουλευτού Επικρατείας Έλενας Παναρίτη, που πήγε στις Βρυξέλλες ως ειδική σύμβουλος του Γ. Βαρουφάκη, σηματοδοτώντας την επιστροφή των «ορφανών του Γιωργάκη»;) Πρόκειται για μάχη εντυπώσεων, αν έχει συμφωνηθεί για παράδειγμα η ύπαρξη δημοσιονομικού κενού για τον προηγούμενο χρόνο ύψους 2,5 δισ. ευρώ… Καθόλου τυχαίο με τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν δεν ήταν το κλίμα συναίνεσης που κυριάρχησε στη σύνοδο των ευρωπαίων ηγετών την επόμενη μέρα, όπως και η άνοδος των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών την Παρασκευή, με τις τραπεζικές μετοχές να πρωταγωνιστούν.
Παρ’ όλα αυτά πληροφορίες και δημοσιεύματα γύρω από το κλίμα που διαμορφώνεται στα τεχνικά κλιμάκια που έμειναν πίσω για να προετοιμάσουν το προγραμματισμένο Γιούρογκρουπ της Δευτέρας, εξειδικεύοντας και κοστολογώντας τις εναλλακτικές, προϊδεάζουν ότι η συμφωνία δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη. Ο λόγος για την αντεπίθεση των επικεφαλής της ΕΕ είναι απλός: Βλέποντας τις υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς αποθρασύνονται. Διαπιστώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να έρθει σε ρήξη με το ευρωπαϊκό κατεστημένο, να προχωρήσει σε παύση πληρωμών και μονομερή διαγραφή του χρέους και να ασκήσει έτσι τα κατοχυρωμένα, κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο προς όφελος των συμφερόντων του ελληνικού λαού, σηκώνουν πιο ψηλά τον πήχη των απαιτήσεών τους.
Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί να κάνει η κυβέρνηση, λόγω της επιλογής της να ιεραρχήσει την παραμονή της Ελλάδας σε ευρώ και ΕΕ οφείλει να το κάνει ο ελληνικός λαός. Να προβάλλει δηλαδή από τα κάτω και μαζικά την ανάγκη διαγραφής του χρέους ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για την εκ βάθρων ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας. Μόνο τότε τρόικα και Μνημόνια θα φύγουν πραγματικά από την Ελλάδα…