του Γιώργου Παυλόπουλου*
Το τραπεζικό σύστηµα και η υπεράσπισή του είναι το Άγιο Δισκοπότηρο για κάθε συνεπή συντηρητικό πολιτικό. Όποιος όµως παρακολουθεί την προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα θα παρατηρήσει το εξής οξύµωρο: Τραπεζίτες και συντηρητικά κόµµατα (π.χ. ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι το τραπεζικό σύστηµα κινδυνεύει, και ένα αριστερό κόµµα που διεκδικεί την εξουσία (ΣΥΡΙΖΑ) το υπερασπίζεται! Ορισµένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγµατα για την παραπάνω τάση είναι τα κάτωθι:
Την ίδια ώρα που η ΝΔ επιχειρεί να τροµοκρατήσει τους καταθέτες, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν επιχειρήµατα και αναλύσεις υποστηρίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι υγιείς και επαρκώς κεφαλαιοποιηµένες! Στην πραγµατικότητα όµως οι τράπεζες, παρά τα λεφτά του ελληνικού λαού που πήραν είτε ως εγγυήσεις είτε ως ζεστό χρήµα, συνεχίζουν να είναι προβληµατικές γιατί κρύβουν τις ζηµιές τους «κάτω από το χαλί» και χρησιµοποιούν λογιστικές ωραιοποιήσεις των ισολογισµών τους µε τεχνικές όπως τον αναβαλλόµενο φόρο, δηλαδή προεξοφλούν ότι δεν θα πληρώσουν φόρο για τα επόµενα 30 χρόνια, κ.λπ. Όσο λοιπόν είναι παράξενο ένα συντηρητικό κόµµα να υποσκάπτει τη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά τόσο είναι απορίας άξιο να αφοπλίζεται το εργατικό κίνηµα από τις ευθύνες των τραπεζιτών και του ρόλου τους στην κρίση.
Στο ίδιο πλαίσιο είναι χαρακτηριστικά τα παιχνίδια µε το µηχανισµό του ELA, δηλαδή την ανάληψη έκτακτης χρηµατοδότησης από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τράπεζες σε συνεννόηση µε τον κεντρικό τραπεζίτη, τον Γ. Στουρνάρα, αποφάσισαν να υποβάλουν πρόταση προληπτικής χρηµατοδότησης µέσω του ELA ύψους 10 δισ. ευρώ περίπου. Η χρονική στιγµή που υποβάλλουν το αίτηµα σε συνδυασµό µε την άµεση διαρροή τής είδησης στον φιλικά προσκείµενο Τύπο είναι µια καθαρά πολιτική πράξη που αποβλέπει στην ενίσχυση της ατζέντας της ΝΔ για δηµιουργία πανικού και ενεργοποίηση συντηρητικών ανακλαστικών. Ορθώς έχει αναφερθεί ότι το 2012 µέσω του µηχανισµό του ELA είχαν δοθεί 130 δισ. στις τράπεζες, ενώ έφταναν αεροπλάνα µε µετρητά από τη Φρανκφούρτη, χωρίς να δοθεί η ίδια διάσταση. Το ενδιαφέρον σήµερα δεν είναι µόνο η υπονόµευση της τραπεζικής ρευστότητας από τη ΝΔ αλλά και η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί µοναδικό υπεύθυνο τον Στουρνάρα.
Ο περιορισµός των ευθυνών µόνο στον Στουρνάρα εντάσσεται στην πολιτική αναπροσδιορισµού του ΣΥΡΙΖΑ µε τους τραπεζίτες, οι οποίοι στο παρελθόν υποστήριξαν όλες τις µνηµονιακές πολιτικές και τις κυβερνήσεις που τις εφάρµοσαν. Πληροφορίες αναφέρουν ότι έχει επιτευχθεί προσέγγιση µε τον Όµιλο Πειραιώς, µε τη βοήθεια και των επαφών µεγαλοµετόχων µε υπευθύνους της οικονοµικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Για τις υπόλοιπες τράπεζες θεωρείται δεδοµένη η ανάληψη της διοίκησης της Εθνικής και της Αττικής από φιλικά προσκείµενα τραπεζικά στελέχη σε περίπτωση νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν έχει βρεθεί ακόµα σηµείο ισορροπίας µε την Άλφα και τη Γιούροµπανκ.
Τέλος, η περίφηµη ποσοτική χαλάρωση που προωθεί ο διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι είναι άλλο ένα δείγµα των παραµορφωτικών φακών µέσω των οποίων διεξάγεται η συζήτηση για το τραπεζικό σύστηµα και η προσπάθεια εξιδανίκευσης της ΕΕ και της ΕΚΤ. Όλη η αντιπαράθεση εστιάζεται στην ύπαρξη συµφωνίας και Μνηµονίου µε την ΕΕ για την ενεργοποίηση της χρηµατοδότησης. Είναι όµως απορίας άξια η ανάδειξη σαν καταλυτικού για την ελληνική οικονοµία γεγονότος της παροχής υπό προϋποθέσεις ρευστότητας περί τα 23 δισ. ευρώ στο ελληνικό τραπεζικό σύστηµα, γιατί τόσο υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στο πακέτο που εξήγγειλε ο Ντράγκι…
H αντιµετώπιση της εξαγγελίας Ντράγκι δεν είναι αποπροσανατολιστική µόνο επειδή το ποσό που αντιστοιχεί στις ελληνικές τράπεζες είναι χαµηλό ή προϋποθέτει Μνηµόνια. Η κυριότερη διάσταση της απόφασης αυτής είναι ότι παρουσιάζεται από δυνάµεις της Αριστεράς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ σαν κεϊνσιανή πολιτική που πηγαίνει ενάντια στις πολιτικές λιτότητας. Αυτό όµως είναι λάθος διότι αφενός αποτελεί ενέργεια ενταγµένη στο νεοκλασικό υπόδειγµα, αφετέρου τα αποτελέσµατα στην πραγµατική οικονοµία είναι εξαιρετικά αµφίβολα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φρίντµαν µαζί µε τη Σβαρτς στο βιβλίο τους για την οικονοµική κρίση του 1929 υιοθετούν ανάλογη πρόταση ενίσχυσης των τραπεζών, κριτικάροντας την πολιτική που ακολούθησε τότε η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ. Στην πραγµατικότητα είναι µια ενέργεια που αποσκοπεί να βελτιώσει τους ισολογισµούς των τραπεζών. Κυρίως θα αναχρηµατοδοτήσει καθυστερηµένες οφειλές και δύσκολα θα µεταφραστεί σε ενίσχυση της πραγµατικής οικονοµίας. Στην περίπτωση µάλιστα της χώρας µας που λόγω της κρίσης υπάρχει µη χρησιµοποιούµενο κεφάλαιο, το οποίο αγγίζει το 40% του συνολικά επενδυµένου, σε συνδυασµό µε τις χαµηλές προσδοκίες για την οικονοµία, είναι δύσκολο το πακέτο Ντράγκι να µετατραπεί σε νέες επενδύσεις ή παραγγελίες που να ανοίξουν νέες θέσεις απασχόλησης.
Υπάρχει λοιπόν ανάγκη η Αριστερά να πάψει να καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο της ΕΕ και της ΕΚΤ, να αναδείξει τις ευθύνες των τραπεζιτών στη κρίση και να προβεί σε άµεση κρατικοποίησή τους, και όχι να ξαναδούµε παιχνίδια µε τους τραπεζίτες όπως στο παρελθόν.
* Συνδικαλιστής
στον τραπεζικό χώρο