Για την Πέπη Ρηγοπούλου «τα Μνημόνια και τα μίντια παίζουν το ρόλο των τεθωρακισμένων [της χούντας]». Τώρα «οι θάνατοι δεν έρχονται από τις ερπύστριες και τις σφαίρες «αλλά από τον εξευτελισμό του ανθρώπου που τον λιώνουν τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια» (Θάλαμος ανανήψεως, εκδ. Ταξιδευτής)
της Μαριάννας Τζιαντζή
Οι περισσότεροι την ξέρουμε σαν το «κορίτσι που τα πόδια του τα έλιωσε το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου». Μόνο που η Πέπη Ρηγοπούλου, όπως η ίδια γράφει, είναι μια από τους πολλούς τραυματίες του Νοέμβρη του ’73 που αρνήθηκαν να καθίσουν σε καροτσάκι, «να τους περιφέρουν σε κάθε λιτανεία εις μνήμην». Και τούτο γιατί η αγιοποίηση των νεκρών και των τραυματιών εκείνων των ημερών είναι η άλλη όψη της συκοφάντησης του Πολυτεχνείου (και των απελευθερωτικών στιγμών της Μεταπολίτευσης) με σκοπό να φανεί η ματαιότητα κάθε αντίστασης, κάθε εξέγερσης. Η συγγραφέας στάθηκε όρθια, περπατά και τρέχει ξανά, αρνούμενη το ρόλο του «θύματος». Και να γιατί:
«Για όποιον περάσει στη θέση του θύματος η κοινωνία είναι αμείλικτη: πρέπει να μείνει για πάντα εκεί. […] Αν τύχει και δεν του μείνει εμφανές κουσούρι, πρέπει να έχει κάτι άλλο αξιολύπητο για να τον συγχωρέσουμε που δεν πέθανε ακόμα και μας χαλάει τους λογαριασμούς. Και πάντως αυτό που δεν του επιτρέπεται είναι να γίνει σαν κι εμάς, δηλαδή ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που έχει καταλάβει μέσα και από την εμπειρία του λίγα περισσότερα ίσως πράγματα για τη ζωή, που έχει προσπαθήσει να ξεφύγει από τα κλισέ του ίδιου του εαυτού του».
Η Πέπη Ρηγοπούλου είναι ένας άνθρωπος που δρα, που σκέφτεται, που θέτει ερωτήματα και διατυπώνει κρίσεις – συχνά πικρές και κόντρα στο ρεύμα της αγοραίας, της εύκολης «προοδευτικότητας». Γράφει παραδείγματος χάριν ότι, με το πασπαρτού σύνθημα «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», «η πολιτική εξουσία έκανε μια χαρά το βαθύ έργο της χρησιμοποιώντας τα όργανά της για να απορροφήσουν τους κραδασμούς ενός ολοένα αυξανόμενου θυμού». Επίσης στέκεται κριτικά απέναντι στις φοιτητικές «χωρίς ζωή» καταλήψεις που μόνο λίγες φορές λειτούργησαν σαν «πρόπλασμα μιας διαφορετικής παιδείας». Ωστόσο τονίζει ότι η κατάληψη είναι «μια πράξη συγκλονιστική, όταν υπάρχει λόγος και σχέδιο».
Ο υπότιτλος του βιβλίου (Μικρά Ασία, Πολυτεχνείο, Κύπρος, Μνημόνια) δεν έχει σχέση με τη γραμμική αυτοβιογραφική συνέχεια. Το βιβλίο έχει στοιχεία οικογενειακού αφηγήματος αλλά πάντα με πολιτικό και ιστορικό στοχασμό και σχολιασμό. Αναφέρεται στις περιπέτειες των μικρασιατών παππούδων και γιαγιάδων, στις «μαύρες τρύπες» της μικρής και της μεγάλης μας ιστορίας, για να δείξει τις παγίδες και τα παιχνίδια της μνήμης αλλά και της διαχείρισης, της διαστρέβλωσης – του ακρωτηριασμού της μνήμης κυρίως από τους υπεύθυνους για το σημερινό σκοτάδι. Μιλά και για τα «υπόγεια κανάλια της μνήμης», γι’ αυτούς «που πέρασαν, που δεν πέρασαν. Που είναι». Μας υπενθυμίζει ότι η διαχείριση του Πολυτεχνείου άρχισε με την ημερομηνία των πρώτων εκλογών μετά την πτώση της χούντας: 17 Νοεμβρίου 1974. Μιλά για την «ιστορική αλλά ιστορικά απαράδεκτη» απόφαση της κυβέρνησης Τζαννετάκη το 1989 να καούν οι φάκελοι της χούντας και μας υπενθυμίζει ότι η δίκη για το έγκλημα της Κύπρου δεν έγινε ποτέ…
Στο Πολυτεχνείο η Πέπη Ρηγοπούλου έζησε «την πραγματικότητα του προαυλίου» και όχι των καθοδηγητών ή των πολιτικών στελεχών. Όπως χιλιάδες άλλοι, γνώρισε τι σημαίνει αποτίναξη του φόβου, γιατί «όλα εκείνες τις ημέρες ήταν δοξαστικά και όχι θλιβερά». Καταγράφει, τα κοινά στοιχεία κάθε εξέγερσης: «[…] ο φόβος δεν είναι κυρίαρχος, παύει να υπάρχει, τα όρια τού εγώ διευρύνονται, ο άνθρωπος ανακαλύπτει δυνάμεις που αγνοούσε ότι έχει. Ο χώρος και ο χρόνος διαστέλλονται, αλλά και συγχρόνως πυκνώνουν. […] Δεν χάνει το κέντρο του ο άνθρωπος».
Στο βιβλίο θίγεται και η σχέση μεταξύ αυθόρμητου-οργανωμένου. Η συγγραφέας δεν πιστεύει ότι «οι αυθόρμητες εκδηλώσεις αποτελούν πανάκεια», όμως διαφωνεί με όσους τις υποτιμούν. Αναγνωρίζει την ανάγκη της στοιχειώδους προετοιμασίας, των συλλογικών στάσεων και απαντήσεων και παράλληλα, με αναφορά στον Δεκέμβρη του 2008, παρατηρεί ότι «ο ανένταχτος […] είναι μεν αυτός που κάποτε γράφει όχι μόνο μια μικρή υποσημείωση, αλλά τα πιο σημαντικά κεφάλαια στο βιβλίο της ιστορίας, η ιστορία ωστόσο συνήθως τον γράφει με όλες τις δυνατές έννοιες».
Όπως η χούντα δεν τελείωσε το ’73, σύμφωνα με το σύνθημα της πλατείας, έτσι και η προσφυγιά δεν τελείωσε το ’22. Μέσα στα μιλούνια των ξεριζωμένων που περνούν τα σύνορα, και μοιάζουν με φαντάσματα στις εικόνες από τις κάμερες της Φρόντεξ, η συγγραφέας βλέπει τον αγνοούμενο παππού της και τους αγνοούμενους της Κύπρου. Και εξηγεί: «Ο διωγμός η απώλεια, το σπίτι σου που δεν είναι μια σπίτι σου, η εξορία από τον τόπο σου, η αποξένωση από αυτά που αγάπησες σαν τόπο σου […] έρχονται ακάλεστα να σε ταράξουν και πάλι».
Μέχρι στιγμής, γράφει, «τα Μνημόνια και τα μίντια παίζουν το ρόλο των τεθωρακισμένων [της χούντας]». Τώρα «οι θάνατοι δεν έρχονται από τις ερπύστριες και τις σφαίρες «αλλά από τον εξευτελισμό του ανθρώπου που τον λιώνουν τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια». Και μια λεπτομέρεια: στο βιβλίο, που περιέχει καλαίσθητη εικονογράφηση, δεν θα βρούμε ούτε μία φωτογραφία της Πέπης Ρηγοπούλου, νεανική ή σημερινή, κάτι αντίθετο στους κανόνες του μάρκετινγκ και στη φλυαρία των σόσιαλ μίντια.
Μετά την εισβολή στο Πολυτεχνείο, οριζοντιωμένη στο φορείο καθώς τη μετέφεραν στο Πρώτων Βοηθειών, ένα βαριά τραυματισμένο κορίτσι είδε τα άστρα να λάμπουν, ενώ η μυρωδιά των δίφορων νεραντζιών του προαυλίου ήταν δυνατότερη από την οσμή των δακρυγόνων. Εδώ η συγκίνηση δεν λιγώνει. Μοιάζει κλισέ, αλλά είναι αυτονόητο: το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος στη χαρά, στην ομορφιά της ζωής, στην αγάπη, ακόμα και χωρίς αναφορά σ’ αυτές τις λέξεις. Πάνω απ’ όλα όμως, είναι μια υπόμνηση ότι «η ελευθερία αξίζει και κοστίζει».