Στο βιβλίο του Κάρλος Ταμπλάδα Τσε Γκεβάρα: Η πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού (εκδόσεις Διεθνές Βήμα 2014) καταγράφονται οι απόψεις και οι εμπειρίες του Τσε από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στην Κούβα τα πρώτα χρόνια της μετάβασης.
της Νατάσας Τερλεξή
Οταν φέρνουμε στο νου μας τον Τσε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σκεφτόμαστε τον θρυλικό αντάρτη κι όχι τον υπουργό, υπεύθυνο για τη λειτουργία των 3/4 της βιομηχανίας της Κούβας. Πόσο μάλλον τον επαναστάτη μαρξιστή που είχε την ευκαιρία, περισσότερο από κάθε άλλο μετά τον Λένιν, να αντλήσει γενικά συμπεράσματα για την περίοδο μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό.
Η μεροληπτική αυτή εικόνα πρέπει να διορθωθεί, όχι μόνο γιατί αδικεί τον Τσε, όχι μόνο γιατί αδικεί την ανανέωση του μαρξισμού που αντιπροσωπεύει η ίδια η Κουβανική Επανάσταση, όχι μόνο γιατί μαρτυρεί μια ανομολόγητη πεποίθηση ότι ο εμπλουτισμός του μαρξισμού είναι υπόθεση ευρωπαϊκή, αλλά πάνω απ’ όλα διότι το έχουμε ανάγκη σήμερα, καθώς ο εργαζόμενος λαός, πέρα από την καθημερινή του αντίσταση, ψάχνει επίσης διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση.
Αυτή την πτυχή του Τσε φωτίζει το βιβλίο του Κάρλος Ταμπλάδα Τσε Γκεβάρα: Η πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μετάφραση-επιμέλεια Βαγγέλη Γονατά, Λουκίας Κωνσταντίνου και Νατάσας Τερλεξή.
Με τη νίκη της Κουβανικής Επανάστασης το 1959 έλαβε νέα ώθηση η προοπτική απελευθέρωσης του εργαζόμενου λαού από τα δεσμά της αποικιοκρατίας και του καπιταλισμού στην αμερικανική ήπειρο αλλά και παγκόσμια.
Ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε κομμάτι της συλλογικής ηγεσίας που οδήγησε στο θρίαμβο αυτόν της αγωνιζόμενης ανθρωπότητας. Και ως κομμάτι της ηγεσίας αυτής από τα βουνά της Σιέρα Μαέστρα βρέθηκε, την επαύριο της νίκης, μπροστά σε νέα καθήκοντα: επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας, υπουργός Βιομηχανίας κ.ά.
Πώς εννοεί τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τη «μετάβαση» και τις προκλήσεις της ο Τσε; Γνωρίζει ότι, με τη νίκη επί της τάξης των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων, οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες αναλαμβάνουν να οργανώσουν και να σχεδιάσουν την παραγωγή με βάση τις ανάγκες του εργαζόμενου λαού. Εμείς οι εργαζόμενοι που διαμορφωθήκαμε στην κοινωνία του ατομικού κέρδους καλούμαστε να οικοδομήσουμε τη σοσιαλιστική κοινωνία της αλληλεγγύης. Αυτό είναι ακατόρθωτο εάν δεν μετασχηματιζόμαστε ταυτόχρονα και οι ίδιοι. Ο Τσε συμπεραίνει πως κάθε θεσμικό και οικονομικό βήμα οφείλει από την πρώτη μέρα να γίνεται με κριτήριο την πραγματική ανάληψη κοινωνικών ευθυνών από τους εργαζόμενους και την αλλαγή της ίδιας της φύσης της εργασίας. Με κίνητρα που γίνονται ολοένα πιο κοινωνικά λύνονται τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς και της αλλοτρίωσης. Ο εργαζόμενος από γρανάζι γίνεται άνθρωπος με ταξική συνείδηση. Στην πορεία, αμβλύνεται η διαφορά της πόλης με την ύπαιθρο. Η αλληλεγγύη γίνεται πολιτισμός και δεν αναγνωρίζει σύνορα.
Στις προτάσεις που εφάρμοσε ως υπουργός (από τον οικονομικό σχεδιασμό ως τη μισθολογική και τιμαριθμική πολιτική, την εθελοντική εργασία και τις εμπορικές συναλλαγές με την ΕΣΣΔ) που παρατίθενται στο βιβλίο ο Τσε συγκεκριμενοποιεί αυτό του το σκεπτικό.
Μια κοινωνία που να αξίζει να λέγεται ανθρώπινη δεν είναι αυτή η οποία εξασφαλίζει στέγη, τροφή, κι ένα ικανό επίπεδο υγείας στο λαό. Αυτό είναι το μίνιμουμ που και ο καπιταλισμός το καταφέρνει πού και πού. «Ο οικονομικός σοσιαλισμός δεν με ενδιαφέρει. Αγωνιζόμαστε ενάντια στη μιζέρια, όμως ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε και ενάντια στην αποξένωση» λέει ο Τσε (σ. 483). Και αλλού, «ο κομμουνισμός είναι φαινόμενο συνείδησης και όχι μόνο παραγωγής. Και δεν μπορεί να φτάσει κανείς στον κομμουνισμό με την απλή μηχανική συσσώρευση ποσοτήτων προϊόντων που θα τίθενται στη διάθεση του λαού. Έτσι θα φθάσεις σε κάτι, φυσικά, σε κάποια ειδική μορφή του σοσιαλισμού. Αυτό όμως που καθορίζεται από τον Μαρξ ως κομμουνισμός και στο οποίο στοχεύουμε γενικά ως κομμουνισμό, σε αυτό δεν μπορεί να φθάσει κανείς εάν ο άνθρωπος δεν είναι συνειδητός. Δηλαδή, εάν δεν έχει μια νέα συνείδηση απέναντι στην κοινωνία». (σ. 485-486) Η αλλοτρίωση του κόσμου της εργασίας από τη δουλειά μας, από την κοινωνία και από τον εαυτό μας και η εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων είναι η καρδιά της καταπίεσης στον καπιταλισμό, την οποία κληροδοτεί στη διάδοχη κατάσταση. «Είμαι εργάτης –ή, ακόμα χειρότερα, είμαι εργάτρια– τι περνάει απ’ το χέρι μου; Ας κάνουν κουμάντο αυτοί που ξέρουν.» Ο Τσε μας απαντά: Ο σοσιαλισμός ή θα οικοδομηθεί από συνειδητούς άνδρες και γυναίκες ή δεν θα οικοδομηθεί. Δεν είναι δουλειά για μάνατζερ.
Ο Τσε στηρίζει τις προτάσεις του στην καθημερινή εμπειρία της Κούβας, στην παρατήρηση της πρακτικής του σοσιαλιστικού στρατοπέδου της εποχής τους και στη μελέτη της παρακαταθήκης του Κ. Μαρξ και του Β. Ί. Λένιν από προηγούμενες επαναστατικές ανατροπές. Η χρήση καπιταλιστικών κατηγοριών κερδοφορίας και παραγωγικότητας και υλικών κινήτρων, μαζί με την εδραίωση μιας γραφειοκρατίας με προνόμια σε σχέση με τους εργαζόμενους, έλεγε τη δεκαετία του 1960 ο Τσε, θα οδηγούσε την ΕΣΣΔ και τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ξανά προς τον καπιταλισμό. Η ιστορία τον έχει δικαιώσει. Η άλλη εναλλακτική, η προοπτική που προώθησε η ηγεσία της κουβανικής επανάστασης και ο Τσε τοποθέτησε σε θεωρητική βάση, είναι το θέμα του βιβλίου αυτού.
Ο Τσε –όπως θα διαβάσουμε στα εκτενή παραθέματα από γραπτά και ομιλίες του στο βιβλίο– επιμένει στον πολιτικό χαρακτήρα των οικονομικών ζητημάτων και των αποφάσεων κατά τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Σκοπός του δεν ήταν να βρει τρόπους διεύθυνσης της παραγωγής και της διανομής στην οικονομία προσεγγίζοντας την εργατική τάξη απέξω, σαν άλλον έναν «παράγοντα της διαδικασίας παραγωγής». Στόχος του ήταν να οργανωθεί και να ανεβεί η πολιτική συνείδηση των εργαζομένων, επιτρέποντάς τους να ασκούν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στις οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις, οι οποίες επιδρούν ταυτόχρονα και στην παραγωγή.
Για το βιβλίο αυτό, βασισμένο εξ ολοκλήρου στις ομιλίες και τα (ανέκδοτα και δημοσιευμένα) γραπτά του Γκεβάρα της δεκαετίας του 1960, απονεμήθηκε στο συγγραφέα το Ειδικό Βραβείο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα του οργανισμού Casa de las Américas το 1987. Έκτοτε το έργο έχει δημοσιευτεί σε 14 χώρες και σε εννέα γλώσσες, κυκλοφορώντας σε μισό εκατομμύριο αντίτυπα.