του Δημήτρη Τζιαντζή
Το κύκνειο άσμα των Pink Floyd με τίτλο The Endless River εμπεριέχει στιγμές πλήξης σε συνδυασμό με θραύσματα μιας γλυκιάς έκστασης. Το «νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές» απουσιάζει αλλά η νοσταλγία είναι εδώ.
Κυκλοφόρησε την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου το «νέο» άλμπουμ των Pink Floyd με τίτλο The Endless River (τo ατελείωτο ποτάμι). Όταν μιλάμε για Pink Floyd στην προκειμένη περίπτωση εννοούμε την τρίτη «ενσάρκωσή» τους με τον κιθαρίστα Ντέιβιντ Γκίλμουρ στο τιμόνι και τον ντράμερ Νικ Μέισον και τον (νεκρό από το 2008) κιμπορντίστα του συγκροτήματος Ρίτσαρντ Ράιτ στο ρόλο του σαπόρτ.
Με μια έννοια δεν είναι καθόλου «νέος» δίσκος καθώς πρόκειται για ηχογραφήσεις που έγιναν πριν από 20 περίπου χρόνια, όταν ηχογραφούσαν τον προηγούμενο δίσκο τους The Division Bell, στον οποίο δεν χώρεσαν. To Endless River είναι ίσως απλά τα απόνερα μιας περιόδου όχι από τις πιο ένδοξες της ιστορίας του θρυλικού συγκροτήματος. Εκτός από τα πλήκτρα του Ράιτ πάντως όλα τα υπόλοιπα μουσικά μέρη ηχογραφήθηκαν εκ νέου και «αναβαθμίστηκαν» με τη βοήθεια της τεχνολογίας και μιας πλειάδας παραγωγών. Ωστόσο, όπως παρατήρησαν αρκετοί, ο δίσκος είναι πιο κοντά στον κλασικό Pink Floyd ήχο περισσότερο από κάθε άλλη ηχογράφηση του συγκροτήματος τα τελευταία 35 χρόνια.
Για την παραπαίουσα μουσική βιομηχανία ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι σε τι συσκευασία θα πουληθεί αυτό το υλικό. Το brand name Pink Floyd διατηρεί τόσο βάρος ώστε ο δίσκος έσπασε το ρεκόρ προπωλήσεων στο διαδικτυακό κατάστημα της Άμαζον. Το όνομα Pink Floyd άλλωστε είναι συνώνυμο της ποιότητας και της παράδοσης, κι άς έχουν πάνω από 30 χρόνια να βγάλουν ένα τραγούδι με κάποια διαχρονική αξία.
Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί η ιστορία του ονόματος Pink Floyd δεν είναι αυτή ενός αλλά τριων διαφορετικών συγκροτημάτων. Διαφορετικών σε μέλη, μουσική, αισθητική και καλλιτεχνική αξία. Η περίοδος του Σιντ Μπάρετ (1965-1968) είναι η πρώιμη περίοδος των Pink Floyd πριν από τον Γκίλμουρ. Το πόσο χαρισματικός ήταν ο πρώτος ηγέτης του συγκροτήματος δεν αμφισβητείται, ωστόσο η άφιξη του Ντέιβιντ Γκίλμουρ ήταν αυτή που ώθησε το συγκρότημα να εξελιχτεί μουσικά και στιχουργικά και να δημιουργήσει τα μεγάλα αριστουργήματα της περιόδου 1970-79. Το 1979 κυκλοφορεί το διπλό The Wall, για πολλούς το αποκορύφωμα της καριέρας των Pink Floyd.
O Ρότζερ Γουότερς, μεθυσμένος από την επιτυχία του The Wall, αποφάσισε ότι οι Pink Floyd έχουν κάνει τον κύκλο τους. Η εταιρεία τους η ΕΜΙ διαφωνεί. O Ντέιβιντ Γκίλμουρ ωστόσο, σε συνεργασία με τη δισκογραφική, αποφασίζει να κρατήσει το όνομα Pink Floyd.
Το 1987 o Γκίλμουρ, έχοντας τη στήριξη της εταιρείας του, άρχισε να προσλαμβάνει μουσικούς για να γράψει τον πρώτο δίσκο του συγκροτήματος χωρίς τον γουότερς. Συνεργάστηκε με δεκάδες μουσικούς, παραγωγούς και στιχουργούς για να δημιουργήσει ένα αποτέλεσμα που να αξίζει να λέγεται Floyd. Ο δίσκος κυκλοφορεί. Εύπεπτος αλλά κενος. O Γουότερς έξαλλος τον αποκαλεί «έξυπνη παραχάραξη». Το 1994 κυκλοφορεί ο δεύτερος δίσκος των Pink Floyd του Γκίλμουρ με τίτλο The Division Bell.
Ο Gilmour μπορεί τεχνικά να μην είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο ωστόσο έχει έναν μοναδικό τρόπο που παίζει τις χορδές της κιθάρας του. Ακούγοντας το «Allons-Y», για παράδειγμα, νιώθεις μια μικρή ανατριχίλα με το πόσο πολύ μοιάζει με το «Run like Hell» από το The Wall. O Γκίλμουρ με αυτό το δίσκο αποτίει φόρο τιμής σε όλες τις μεγάλες στιγμές του συγκροτήματος και ας μην έχει λόγια ο δίσκος (είναι ινστρουμένταλ, εκτός από ένα κομμάτι όπου έγραψε στίχους η γυναίκα του Γκίλμουρ Πόλι Σάμσον). Ο δίσκος έχει όμορφες λυπητερές μελωδίες οι οποίες μπορούν να σε ταξιδέψουν αν αφεθείς στο ρυθμό τους. Όποιος περιμένει το νεανικό πάθος, τα βαθύτερα νοήματα, μια αυθεντική αισθητική αντίληψη και την οργή παλιότερων στιγμών του συγκροτήματος θα απογοητευτεί.
«Επιτάφειο» χαρακτήρισε το δίσκο το περιοδικό Ρόλινγκ Στόουν και πραγματικά οι πένθιμες νότες του ταιριάζουν περισσότερο σε νεκρώσιμη ακολουθία παρά σε πάρτι. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. H εφημερίδα Γκάρντιαν αναρωτιέται αν ο δίσκος κυκλοφόρησε σαν μια ελεγεία για τον νεκρό οργανίστα ή σαν μια προσπάθεια του Γκίλμουρ να είναι αυτός ο τελευταίος που θα βάλει την ταφόπλακα της μουσικής ιστορίας του συγκροτήματος (μετά τη βραχύβια επανένωση στη σκηνή για φιλανθρωπικό σκοπό πριν από 8 χρόνια). Σύμφωνα με τον αρθρογράφο της Γκάρντιαν ίσως η κυκλοφορία ενός ορχηστρικού δίσκου αποτελεί μια δήλωση ότι οι Pink Floyd είχαν τεράστια επίδραση κυρίως απο τη μουσική πλευρά του συγκροτήματος και όχι από το αισθητικό-πολιτικό όραμα του Ρότζερ Γουότερς. Σε κάθε περίπτωση ο δίσκος είναι ένα προϊόν αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια αξιοπρεπή καλλιτεχνική δημιουργία. Ίσως δεν θα έπρεπε να κυκλοφορήσει με το όνομα Pink Floyd, αλλά παρά τις εμφανείς αδυναμίες του σε αναγκάζει να υποκλιθείς στο ταλέντο ενός από τους σημαντικότερους κιθαρίστες στην ιστορία της ροκ.
Το Endless River εμπεριέχει στιγμές πλήξης σε συνδυασμό με θραύσματα μιας γλυκιάς έκστασης. Το «νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές» απουσιάζει, αλλά η νοσταλγία είναι εδώ.