του Θανάση Σκαμνάκη
Η μακρά περίοδος ειρήνης –με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή όχι μόνο χωρίς πολέμους αλλά και δίχως χούντες, διωγμούς και λοιπές ανωμαλίες– εδραίωσε μιαν αντίληψη μονιμότητας, μιας αυτονόητης κατά έναν τρόπο μονιμότητας, δικαιωματικής, η οποία ξέχασε τι αγώνας και τι πόνος χρειάστηκε για να κατακτηθεί. Και εν συνεχεία έθεσε εν αδρανεία τα αντανακλαστικά της κοινωνίας. Δεν θρηνούμε πλέον εκτελεσμένους, συλληφθέντες, καταδικασμένους κλπ., δεν κάνουμε απολογισμούς παρόμοιων απωλειών.
Ωστόσο ανταλλάσσουμε αυτή την ειρήνη με μια ζωή που δεν έχει μεγάλα σχέδια, ιδανικά και τα παρόμοια –και ανθρώπους να θυσιάζονται γι’ αυτά–, όλα εκείνα δηλαδή που συγκροτούν μια κοινωνία και της δίνουν ουσιαστικό περιεχόμενο και χαρακτήρα. Κι έτσι πληθαίνουν οι επισκέπτες των ψυχοθεραπευτικών κέντρων αλλά και οι αιθεροβάμονες που κατασκευάζουν δικούς τους κόσμους διαφυγής, είτε σε έναν ατομικό αναχωρητισμό είτε, συχνά, σε έναν πιο συλλογικό, στο όνομα ενός κοινωνικού οράματος.
Ίσως είναι κι αυτό μια οικονομία της ζωής. Όσο πιο σπουδαία πράγματα κερδίζεις, τόσο πιο ακριβά πληρώνεις. Τα μεγάλα σχέδια των άλλων εποχών και τα μεγάλα πετάγματα είχαν αντίτιμο μεγάλες οδύνες.
Ωστόσο οι εποχές των μέτριων επιδόσεων έχουν κι αυτές τη χαρά τους. Να βγεις στη λιακάδα για να απολαύσεις ήρεμα έναν καφέ, ένα ερωτικό παιχνίδι, μια συνεύρεση με φίλους, χωρίς να έχεις το μάτι σου σε πόση απόσταση σε παρακολουθεί ένας χαφιές ή πότε θα χτυπήσει η πόρτα και δεν θα είναι ο γαλατάς. Να κάνεις σχέδια για τα επόμενα χρόνια χωρίς το αν – όχι αν θα είμαστε καλά, αλλά αν και πού θα μας έχουν στείλει οι πνέοντες σφοδροί άνεμοι. Και γι’ αυτή τη χαρά ωστόσο πληρώνουμε το ακριβές (και εντέλει πολύ ακριβό) αντίτιμο μιας κοινωνικής αφασίας η οποία διαλύει και τα άτομα. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι πως οι άνθρωποι βολεύονται ουσιαστικά σε αυτή την πραγματικότητα, με τη δύναμη όχι μόνο της συνήθειας (και της αδράνειας που προκαλεί) αλλά με την ισχυρή τους θέληση, η οποία βρίσκει πιο εφικτή την ηρεμία με όλες τις ανασφάλειές της (και τις ανάγκες της σε ψυχιατρικές φροντίδες) από την αβεβαιότητα ενός ρίσκου, στο όνομα μιας καλύτερης ζωής. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον δε είναι πως αυτή η βαθύτερη ψυχολογική και διανοητική αντίληψη καταλαμβάνει, με διαφορετικό αλλά εξίσου αποτελεσματικό και σαφή τρόπο, τις συνειδήσεις και των ανθρώπων της Αριστεράς. Ου μην και των ηγεσιών. Οπότε μετατρέπουν τις στρατηγικές και τις τακτικές τους διατηρώντας τις επαναστατικές λέξεις αλλά αλλάζοντας ουσιαστικά το καθημερινό περιεχόμενό τους. Κι έτσι οι λέξεις που εκφωνούνται, στερημένες αισθήματος, είτε είναι ακραίες είτε ήπιες είτε μικρομεσαίες δεν πιάνουν τόπο, ούτε σε αισθήματα ούτε σε μυαλά ανθρώπων. Οι παραλήπτες οι περισσότεροι παραμένουν ανασφαλείς και επιφυλακτικοί. Άλλοι στρατεύονται, μαζί όμως με τις ανασφάλειες και τις επιφυλάξεις τους. Άλλοι, οι παλιότεροι, ακόμα διεκδικούν τις νοσταλγίες τους ξέροντας περισσότερα τώρα, αλλά που δεν τους χρησιμεύουν.
Δύσκολοι καιροί. Εν ειρήνη αλλά όχι εν ομονοία ούτε εν ηρεμία.