του Άρη Χατζηστεφάνου
Ενοπλοι λευκοί άνδρες επιτηρούν ομάδες μαύρων για να μη στασιάσουν ύστερα από τη δολοφονία ενός δικού τους ανθρώπου. Σε μικρή απόσταση δυνάμεις από τα τοπικά αστυνομικά τμήματα αλλά και την εθνοφρουρά βρίσκονται με τα δάχτυλο στη σκανδάλη έτοιμοι να παρέμβουν για να σπείρουν το θάνατο.
Η συγκεκριμένη σκηνή εκτυλίσσεται καθημερινά στους δρόμους του Φέργκιουσον και άλλων μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ, μετά την αθώωση του αστυνομικού που δολοφόνησε τον 18χρονο Μάικλ Μπράουν. Θα μπορούσε όμως να έχει λάβει χώρα και σε κάποια φυτεία του αμερικανικού Νότου πριν από την κατάργηση της δουλείας, αλλά ακόμη και στα χρόνια που προηγήθηκαν του κινήματος των μαύρων της δεκαετίας του 1960. Για την ακρίβεια, αρκετές μελέτες αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των μαύρων που ζουν σήμερα στις ΗΠΑ απολαμβάνει τα ίδια ή και λιγότερα δικαιώματα από όσα είχαν οι πρόγονοί τους όταν ο ρατσισμός αποτελούσε θεσμοθετημένη πολιτική του αμερικανικού κράτους.
Προχωρώντας ένα βήμα περισσότερο, στο εξαιρετικό βιβλίο του The Battle for Justice in Palestine (Η μάχη για τη δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη), ο συγγραφέας Αλί Αμπουνιμάχ συγκρίνει τις συνθήκες των αμερικανικών γκέτο με την κατάσταση που επικρατεί στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι μαύροι στις ΗΠΑ με τη στάση των Iσραηλινών απέναντι στους Άραβες οι οποίοι διαμένουν στο Ισραήλ. Αυτό το σύγχρονο Απαρτχάιντ στην καρδιά των καπιταλιστικών μητροπόλεων διαιωνίζεται από το γεγονός ότι σχεδόν τρεις στους τέσσερεις νεαρούς μαύρους βρίσκονται στη φυλακή, υπό αστυνομική επιτήρηση, ή έχουν περάσει πρόσφατα από κάποιο «σωφρονιστικό κέντρο», με αποτέλεσμα να χάσουν, μεταξύ άλλων, και τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη θα παίξει ο λεγόμενος «πόλεμος εναντίον των ναρκωτικών», τον οποίο θα κηρύξει ο πρόεδρος Ρέιγκαν, όταν είναι πλέον σαφές ότι ο Ψυχρός Πόλεμος οδηγείται στο τέλος του και η Ουάσινγκτον αναζητά εναγωνίως νέο «μπαμπούλα» με τον οποίο θα δικαιολογεί στρατιωτικές επεμβάσεις στην Κεντρική και Νότια Αμερική αλλά και τον έλεγχο του πληθυσμού των μαύρων (και στη συνέχεια των ισπανόφωνων) στο εσωτερικό.
Ο επίσημος και θεσμοθετημένος ρατσισμός του 19ου αιώνα αντικαθίσταται με το «ρατσισμό» απέναντι στην έννοια του εγκληματία. Η «επιλογή» των εγκληματιών όμως γίνεται και πάλι με φυλετικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Ενώ λοιπόν τα εγκλήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά μοιράζονται σε ίσα ποσοστά ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, οι τελευταίοι έχουν από 20% έως 57% περισσότερες πιθανότητες να καταλήξουν στη φυλακή. Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα η αμερικανική δικαιοσύνη τιμωρεί πολύ συχνότερα νεαρούς μαύρους που συλλαμβάνονται για κατοχή μαριχουάνας παρά λευκούς εμπόρους ναρκωτικών. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα ζει μέσα σε κάποιο κελί ένας στους 14 μαύρους ενώ μόνο ένας στους 106 λευκούς.
Το πρόβλημα γιγαντώθηκε και σε απόλυτους αριθμούς τις τελευταίες δεκαετίες με την ιδιωτικοποίηση του σωφρονιστικού συστήματος και την ανάγκη των ιδιωτικών φυλακών να βρίσκουν νέους «πελάτες». Χάρη στην αγαστή συνεργασία με δικαστές (κάποιοι έχουν κατηγορηθεί ότι χρηματίζονται για να στέλνουν κρατούμενους σε ιδιωτικές φυλακές) οι ΗΠΑ έχουν σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό κρατουμένων αναλογικά με τον πληθυσμό σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ξεπερνούν δηλαδή με μεγάλη διαφορά καθεστώτα όπως αυτό της Κίνας, του Ιράν ή της Σαουδικής Αραβίας. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η εκρηκτική αύξηση των κρατουμένων, που πλέον ξεπερνούν τα δυο εκατομμύρια, συντελείται ενώ παρατηρείται μείωση των βίαιων εγκλημάτων και συγκεκριμένα των ανθρωποκτονιών.
Σε απόλυτα μεγέθη ο αριθμός των μαύρων που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή και σε καθεστώς επιτήρησης ξεπερνά τον αριθμό των σκλάβων του 1850, ενώ ο αριθμός όσων έχουν χάσει το δικαίωμα ψήφου είναι μεγαλύτερος από αυτόν όσων δεν μπορούσαν να ψηφίσουν το 1870.
Η συγκεκριμένη κατάσταση όμως προκαλεί τρομακτικές κοινωνικές στρεβλώσεις και στο εσωτερικό των γκέτο όπου ζουν οι μαύροι. Σε αρκετές περιοχές τα ποσοστά των γυναικών έναντι των αντρών είναι τόσο υψηλά που θυμίζουν την κατάσταση που επικρατεί ύστερα από μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες κάθε ηλικίας χάνονται στα πεδία των μαχών.
Έχοντας πετύχει να συνδέσει τον μαύρο πληθυσμό με την εγκληματικότητα, το επίσημο κράτος αλλά και η αμερικανική κοινωνία, μπορούν πλέον να του στερήσουν τα ίδια δικαιώματα που του στερούσαν και στα χρόνια της δουλείας (πρόσβαση στην εκπαίδευση, υγεία, εργασία, στέγαση και δικαίωμα ψήφου). Όπως απέδειξε πρόσφατα η Μπέκι Πέτιτ, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, οι επίσημες αλλά και ανεπίσημες στατιστικές για τα δικαιώματα των μαύρων στην υγεία, την εκπαίδευση και την εργασία είναι παραπλανητικές καθώς δεν συμμετέχουν σε αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες μαύροι κρατούμενοι των αμερικανικών φυλακών και όσοι βρίσκονται υπό κάποιο είδος αστυνομικής επιτήρησης.
Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι επί προεδρίας Ομπάμα τα ρατσιστικά χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας αυξήθηκαν δραματικά. Το 2008 εχθρικά αισθήματα εναντίον των μαύρων εξέφραζε το 48% του πληθυσμού, ενώ κατά την επανεκλογή του Ομπάμα το 2012 το ποσοστό είχε φτάσει στο 51%. Η επιστροφή στη δημοσιότητα οργανώσεων όπως η Κου Κλουξ Κλαν και άλλων ρατσιστικών μορφωμάτων είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου σε μια κοινωνία που βυθίζεται και πάλι στο ρατσισμό προηγούμενων δεκαετιών και αιώνων.
Ενδεικτικό της υποκρισίας που χαρακτηρίζει πλέον την αμερικανική κοινωνία είναι ότι στις ΗΠΑ του πρώτου μαύρου προέδρου ένας αστυνομικός ενδέχεται να υποστεί βαρύτατες κυρώσεις, εάν αποκαλέσει κάποιον μαύρο «νέγρο», αλλά είναι βέβαιο ότι θα αφεθεί ελεύθερος εάν τον δολοφονήσει.