του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Τουρκικές φρεγάτες «βολτάρουν» στο Αιγαίο και το Μπαρμπαρός ερευνά κατά βούληση στην κυπριακή ΑΟΖ. Ελληνική και κυπριακή κυβέρνηση απαντούν ενισχύοντας τις σχέσεις με το αιμοσταγές δικτατορικό καθεστώς της Αιγύπτου και την πολεμική μηχανή του Ισραήλ. Την ίδια όμως στιγμή η ελληνική πλευρά ετοιμάζει συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με τον τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου στις 5 Δεκεμβρίου! Μάλιστα μαζί του ίσως συναντηθεί και ο Αλέξης Τσίπρας.
Αυτά σε μια περίοδο πρωτοφανούς ρευστότητας σε Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Προωθείται η ανατροπή του καθεστώτος στη Συρία, συνεχίζεται η πολιορκία του Κομπάνι και είναι θέμα χρόνου το νέο ισραηλινό χτύπημα στα παλαιστινιακά εδάφη. Τίποτε από όλα τα παραπάνω δεν είναι ασύνδετο…
Όσο κι αν η κυβέρνηση προσπαθεί να το κρύψει με φλυαρίες περί «κρίσης» γενικώς και αορίστως ή αστάθειας απροσδιορίστου φύσεως, είναι ξεκάθαρο: Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση «τεντώνει το σκοινί» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων για τις ενεργειακές πηγές σε σημείο που κινδυνεύει να σπάσει. Χώρες «περιφερειακοί χωροφύλακες», παλιοί «σύμμαχοι» που είναι τώρα «εχθροί», δικτατορίες αναγορευμένες σε «παράγοντες σταθερότητας», αμφισβητήσεις συνόρων, επεμβάσεις, εμφύλιοι και εκατομμύρια μετανάστες είναι το περιβάλλον που διαμορφώνεται για να στηθούν οι ενεργειακοί αγωγοί. Οι νέες «φλέβες αιμοδοσίας» για την ολοένα και πιο απαιτητική παραγωγική μηχανή της Δύσης.
Σε αυτό το σκηνικό η δικομματική κυβέρνηση μιλά για «εθνικά συμφέροντα» και «γεωστρατηγική αναβάθμιση», όταν αυτό δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά ακόμη μεγαλύτερο «μπέρδεμα» με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και της ΕΕ. Σε μια συγκυρία που δεν μπορεί καν να παίξει σχετικά αυτόνομο ρόλο όχι μόνον επειδή «παραδέρνει» ανάμεσα στις γερμανικές (ευρωπαϊκές) και τις αμερικανικές εξαρτήσεις, αλλά γιατί στο «μνημονιακό» πλαίσιο έχει παραχωρήσει τα περισσότερα δικαιώματα άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Αυτό εξηγεί και τη… σχιζοφρένεια της φραστικής καταδίκης των τουρκικών προκλήσεων ταυτόχρονα με ένα μπαράζ επαφών στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο με την τουρκική κυβέρνηση.
Το Κυπριακό δεν εξαιρείται, αντιθέτως επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Η Κύπρος μπήκε στην ΕΕ ώστε –σε συνδυασμό με τη συμμετοχή Ελλάδας και Κύπρου στο ΝΑΤΟ– να περιορίσει την τουρκική επιθετικότητα. Σήμερα ο «σύμμαχος» και μελλοντικός εταίρος παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα, αμφισβητεί την κυπριακή ΑΟΖ και την ελληνική υφαλοκρηπίδα, ενώ σε τίποτε δεν έχει αλλάξει το καθεστώς κατοχής στο βόρειο τμήμα, διατηρώντας το «στάτους» της διχοτόμησης.
Ανάδειξη της Ελλάδας σε μέλος της βασικής ομάδας των «προθύμων»
Πιο βαθιά στο «ναρκοπέδιο» των ενεργειακών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου σέρνει τον ελληνικό λαό η κυβέρνηση αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι τα «μνημονιακά» δεσμά δεν περιορίζονται μόνο στην οικονομία. Στην πάγια πρακτική τής εξυπηρέτησης των ενεργειακών συμφερόντων ΗΠΑ και ΕΕ προστίθεται πλέον και η «υποχρέωση» της σύμπραξης με τα πλέον αντιδραστικά και επιθετικά στοιχεία που αποτελούν φορείς αποσταθεροποίησης της περιοχής. Μια τακτική η οποία το μόνο που εγκυμονεί είναι κινδύνους. Αυτά την ίδια στιγμή που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών ξεκάθαρα δηλώνει ότι ο καλύτερος δρόμος για την προώθηση των «συμφερόντων της χώρας» είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή της στις ΝΑΤΟικές αποστολές ανά τον πλανήτη: η ανάδειξη της Ελλάδας σε μέλος της βασικής ομάδας των «προθύμων» να στηρίξουν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και τις εγκληματικές επεμβάσεις. Οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Ενημερώνοντας την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος δεν μπήκε στον κόπο να το… αποκρύψει. Δήλωσε πώς είναι «ανάγκη να εναρμονίζεται η ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με την τοποθέτησή μας μέσα στις περιφερειακές και διεθνείς κρίσεις, με τρόπο που τελικά ενισχύει τη θέση μας, από πλευράς Εθνικής Ασφάλειας και σε σχέση με τον στενό κατάλογο των λεγομένων εθνικών θεμάτων, όπως είναι το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κατάσταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο».
Ο υπουργός Εξωτερικών ήταν σαφέστατος όσον αφορά την ουσία της πολιτικής που εφαρμόζει και βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα σχετικά με τους ενεργειακούς αγωγούς. Όπως τόνισε, δίνεται «έμφαση στην ενεργειακή διπλωματία που λειτουργεί στον κοινό παρονομαστή όλων των πρωτοβουλιών μας». Μάλιστα, έγινε πολύ συγκεκριμένος λέγοντας ότι, «εκτός από αυτό, το γεγονός πως διαθέτουμε τον τερματικό σταθμό της Ρεβυθούσας και η γεωγραφική θέση μας μάς επιτρέπει να συζητούμε όχι μόνον για τον ΤΑP και τους συνδετήριους αγωγούς αλλά και για νέες ιδέες πολύ σημαντικές, όπως ο κεντρικός διάδρομος Αιγαίου – Βαλτικής ο οποίος εξυπηρετεί το σύνολο σχεδόν των χωρών της Νοτιοανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης και βασίζεται σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό στη δυνατότητα της Ελλάδας να διακινεί υγροποιημένο φυσικό αέριο». Παράλληλα επισήμανε ότι «είναι ανοικτή η συζήτηση για τον EastMed, δηλαδή, για τον αγωγό που στην πραγματικότητα ενώνει τη Λεβαντίνη με την Ελλάδα μέσω Κρήτης-Πελοποννήσου και φυσικά η συνεργασία με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ έχουν πολύ έντονη ενεργειακή διάσταση. Αλλά και οι επαφές μας με άλλες χώρες, όπως είναι η συστηματική επαφή με την Αλγερία, το Κατάρ και το Κουβέιτ, έχει έντονα ενεργειακή διάσταση».
Παράλληλα όμως ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν αποκαλυπτικός σχετικά με τον πυρήνα της λογικής που διαπνέει την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης όσον αφορά τον ανταγωνισμό με την τουρκική πλευρά. Αυτός –ξεκαθάρισε– περνάει από τις… εξετάσεις της καλύτερης εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ΝΑΤΟ στο σύνολο των δραστηριοτήτων του και τη διατήρηση των αμυντικών δαπανών σε υψηλά επίπεδα. Όπως χαρακτηριστικά είπε, «η Τουρκίαείναι επίσης παλιό μέλος του ΝΑΤΟ, διότι υπήρξε ταυτόχρονη εισδοχή Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Βεβαίως και είναι σημαντικό ότι έχουμε αμυντικές δαπάνες που υπερβαίνουν το 2% του ΑΕΠ, για εξοπλισμούς, για λειτουργικά έξοδα και για μισθοδοσία, αλλά μεγαλύτερη σημασία αποδίδει το ΝΑΤΟ στο βαθμό συμμετοχής μιας χώρας σε αποστολές. Έχει λοιπόν πολύ μεγαλύτερη σημασία να λέμε ότι μετέχουμε στην Active Endeavour [Ενεργός Προσπάθεια] ή ότι μετέχουμε στις αποστολές στην K4 στο Αφγανιστάν». Βέβαια ο υπουργός Εξωτερικών έδωσε ένα συγκυριακό προβάδισμα στην Τουρκία, αφού «έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η γεωγραφική της θέση και η εθνοτική και θρησκευτική της ταυτότητα την καθιστούν παράμετρο όλων των ανοιχτών προβλημάτων στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής. Όταν μια χώρα αποτελεί παράμετρο τόσων προβλημάτων, μπορεί να θεωρεί ότι αποκτά μια πρόσθετη ισχύ ή τις προϋποθέσεις μιας ειδικής διεθνούς ασυλίας». Συγκεκριμένα επισήμανε πως «συνδέεται με τη διεθνή συγκυρία, με το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των περιφερειακών κρίσεων, επειδή είναι κρίσιμος παράγοντας ή για την αντιμετώπιση της βάρβαρης επιθετικότητας του ISIS».
Σημαντική πλευρά όλης της παραπάνω λογικής αποτελούν και οι πρωτοβουλίες της τριπλής συνάντησης των Αντ. Σαμαρά-Ν. Αναστασιάδη με το δικτάτορα της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, που οδήγησε στη Διακήρυξη του Καΐρου για στενότερη συνεργασία. Συνέχεια αυτού του είδους των ενεργειών αποτελεί το κοινό ανακοινωθέν –στο ίδιο πνεύμα– που εξέδωσαν οι κυβερνήσεις Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.
Την επίσημη αιτιολόγηση των κυβερνητικών επιλογών έκανε ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος. Σημείωσε πως «δίπλα στις παραδοσιακές μας σχέσεις με τον αραβικό κόσμο αναδύονται νέες στρατηγικές συμμαχίας διμερούς ή πολυμερούς χαρακτήρα, όπως φάνηκε ήδη με την τριμερή σύνοδο κορυφής μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου και Αιγύπτου, όπως θα γίνει σε λίγο με την τριμερή συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ και όπως γίνεται και με άλλες χώρες – θα αναφέρω για παράδειγμα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από τις χώρες του Κόλπου». Πρόσθεσε μάλιστα πως «μπορεί να γίνεται και μια, θα έλεγα, φοβική ανάγνωση ελληνικών πρωτοβουλιών, όπως είναι η τριμερής συνεργασία Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου ή Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ενώ έχουμε διακηρύξει σε όλους τους τόνους πως θέλουμε σχέση καλής γειτονίας, φιλίας, συνεργασίας. Είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Θέλουμε μια Τουρκία σταθερή, ευημερούσα, αξιόπιστη, που δεν εξάγει κρίσεις. Θέλουμε να προωθήσουμε τη συνεργασία μας σε όλους τους τομείς».
Η ανεπίσημη αιτιολόγηση θέλει αυτές τις κινήσεις να γίνονται σαν αντιστάθμισμα της τουρκικής επιθετικότητας και στην προοπτική των πιέσεων για την ανεξαρτησία της κυπριακής ΑΟΖ. Μόνο που οι κυβερνώντες κάθε άλλο παρά πείθουν ότι πραγματοποιούν «μαεστρικές κινήσεις» στη διπλωματική σκακιέρα. Η τακτική τους κινείται στη γραμμή της «συμπόρευσης» με τις δυνάμεις που αναζωπυρώνουν κάθε εστία σύγκρουσης στην Ανατολική Μεσόγειο, την καλύτερη δικαιολογία για όλο και περισσότερες επεμβάσεις. Μια πολιτική πού ούτε κάποιο συμφέρον της χώρας εξυπηρετεί και, το κυριότερο, αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των λαών της περιοχής, μεταξύ αυτών και του ελληνικού.
Μάλιστα η πολιτική αυτή συνοδεύεται από πολιτικές ακρότητες, όπως οι δηλώσεις του Ν. Αναστασιάδη μετά την συνάντηση με Σαμαρά και Αλ Σίσι: «Θα ήθελα να μεταφέρω ότι κατά τις συζητήσεις με τον Αντ. Σαμαρά συμφωνήσαμε πως η Κύπρος και η Ελλάδα αποτελούν τον ισχυρότερο πρεσβευτή της Αιγύπτου στην Ευρωπαϊκή Ένωση»! Ελλάδα και Κύπρος δήλωσαν φανατικοί υποστηρικτές μιας δικτατορίας που καταγγέλλεται διεθνώς για χιλιάδες δολοφονίες, διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, με τον αριθμό των θυμάτων να αυξάνεται διαρκώς. Το ίδιο ισχύει και για το Ισραήλ, το οποίο κάθε άλλο παρά έχει εγκαταλείψει την τακτική των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον της Παλαιστίνης, κάνοντας τον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούτ Αμπάς να μιλάει για κήρυξη πολέμου. Μέσα σε αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια, σε αυτές τις «παρέες», προφανώς δεν χωράνε ακόμη και διπλωματικές πρωτοβουλίες όπως η υποστήριξη του προσφυγικού πληθυσμού του Κομπάνι ή η ανάδειξη της ανάγκης για πολιτική λύση στις συγκρούσεις στη Συρία.
Τέλος, αντίστοιχη της συνολικής της πολιτικής είναι και η… εξήγηση που δίνει η ελληνική κυβέρνηση στην ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπως ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών, «κοινός παρονομαστής των κρίσεων είναι η αμφισβήτηση των υφιστάμενων συνόρων με την εμφάνιση τρομοκρατικών οντοτήτων. Και φυσικά πάντα υπάρχει ο κλασικός παράγοντας της ενέργειας, ο οποίος παίζει καθοριστικό ρόλο». Ουσιαστικά εξηγούνται τα πράγματα αφενός με το… κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω, ενώ αποκρύπτεται σκόπιμα η δυτική πολιτική «εξαγωγής δημοκρατίας» που ξεκινά από την Ουκρανία, περνά από τη Μέση Ανατολή και καταλήγει στη Βόρεια Αφρική, μια πολιτική της οποίας τα αποτελέσματα φαίνονται σήμερα.
Μπούμεραγκ τα κοιτάσματα αερίου για το Κυπριακό
Μπορεί να επιχαίρει η ελληνική κυβέρνηση για το –σαφώς καθυστερημένο– ψήφισμα που υιοθέτησε την περασμένη Πέμπτη το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο καταδικάζοντας τις τουρκικές παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ, όμως η εξέλιξη αυτή δεν αλλάζει σε τίποτε την πραγματικότητα: Το Κυπριακό βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες φάσεις του, διαψεύδοντας με παταγώδη τρόπο όσους πριν από λίγο καιρό δήλωναν πως η εύρεση κοιτασμάτων υδρογονάνθρακα θα επιταχύνει τις εξελίξεις σε θετική κατεύθυνση!
Αντιθέτως, καθίσταται σαφές από τα γεγονότα πώς το στοιχείο των κοιτασμάτων αφενός «δένει» ακόμη περισσότερο το κυπριακό πρόβλημα με τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, αφετέρου πιθανότατα οδηγεί σε νέου τύπου χειρότερες εξαρτήσεις. Τα σύννεφα των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων «πυκνώνουν» όλο και περισσότερο πάνω από την Κύπρο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύεται δέσμιά τους ασκώντας εξωτερική πολιτική αντιφατική και προσαρμοσμένη στις ανάγκες ακριβώς αυτών των συμφερόντων. Όσον αφορά τα συμφέροντα του κυπριακού λαού, και κατ’ επέκταση του ελληνικού και του τουρκικού, για ειρηνική συνύπαρξη και αποτίναξη της κάθε λογής υποδούλωσης, προφανώς… δεν χωράνε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρνητικής επιρροής των ενεργειακών ανταγωνισμών στην τακτική της Λευκωσίας είναι η φημολογία περί των δυνατοτήτων του κυπριακού ενεργειακού κοιτάσματος Αφροδίτη που παραχωρήθηκε για έρευνες στην αμερικανικών και ισραηλινών συμφερόντων Νόμπλ Ένερτζι. Οι εκτιμήσεις της εταιρείας αναφέρεται πώς θεωρούν ότι το κοίτασμα δεν έχει το κατάλληλο μέγεθος ώστε να είναι εφικτή (δηλαδή συμφέρουσα) οικονομικά η κατασκευή εγκατάστασης υγροποίησης φυσικού αερίου. Στην περίπτωση αυτή οι λύσεις που απομένουν είναι η κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού προς την Ελλάδα ή αγωγού προς την Τουρκία, με τη δεύτερη να έχει αισθητά μικρότερο κόστος. Είναι προφανές ότι η Νομπλ Ένερτζι δεν πρόκειται να επιλέξει παρά με βασικό κριτήριο την κερδοφορία της και η επιλογή της θα στηριχθεί πιθανότατα από ΗΠΑ και Ισραήλ. Κατανοεί φυσικά εύκολα κανείς τι είδους απεχθείς εξαρτήσεις θα δημιουργήσει για την Κύπρο ένας αγωγός το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος.
Όσον αφορά το ψήφισμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, αξίζει να επισημάνουμε ότι δεν έχει κανένα δεσμευτικό χαρακτήρα και ούτε φυσικά επιβάλλει κάποιο χρονοδιάγραμμα κινήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Κύπρος είναι μέλος. Υποστηρίζεται γενικόλογα πως οι τουρκικές πρακτικές «υπονομεύουν τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη συνολική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος» ενώ αναφέρεται επίσης ότι «η ενδεχόμενη ανακάλυψη αποθεμάτων φυσικού αερίου θα είναι προς όφελος και των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, αν καταστεί δυνατό να εξευρεθεί μια βιώσιμη, πολιτική λύση για τον τερματισμό της σύγκρουσης». Στο κείμενο προστέθηκε και τροπολογία της ευρωομάδας των σοσιαλιστών, σύμφωνα με την οποία «η ευρωβουλή εκφράζει τη συνεχιζόμενη δέσμευση και στήριξή της στις συνομιλίες για επανένωση, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, για μια περιεκτική λύση του κυπριακού προβλήματος. Στηρίζει τις προσπάθειες του Ειδικού Συμβούλου του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Άιντα, για να δημιουργηθούν συνθήκες αποκλιμάκωσης και επανέναρξης των συνομιλιών». Μια προσθήκη που ούτε καν αγγίζει το Κυπριακό ως πρόβλημα κατοχής.
Αξίζει πάντως να θυμίσουμε ότι μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ενώ συζητιόταν το ενδεχόμενο διαβήματος της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης προς την Τουρκία, η κίνηση αυτή παρεμποδίστηκε. Αιτία ήταν το «μπλοκάρισμά» της από τη Βρετανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η βρετανική πλευρά εκτίμησε πως μια κίνηση αυτού του είδους θα «προκαλέσει νέο γύρο εντάσεων». Με δεδομένο ότι η Βρετανία δεν έχει δείξει πώς χαράζει την εξωτερική πολιτική της με βάση την αποφυγή των εντάσεων, τα αίτια της πρωτοβουλίας μόνο στους ενεργειακούς ανταγωνισμούς μπορούν να αναζητηθούν.
Ακόμη περισσότερο πάντως περιπλέκει την κατάσταση η αντιφατική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης, που δείχνει να μην έχει ούτε συνοχή ούτε λογική. Τις κινήσεις καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας και του ανοίγματος προς την Αίγυπτο και το Ισραήλ συνοδεύει με ένα πακέτο κινήσεων προσέγγισης με την Τουρκία το οποίο χαρακτηρίζεται τουλάχιστον… άκαιρο. Συγκεκριμένα στις 5 και 6 Δεκεμβρίου θα πραγματοποιηθεί η τακτική σύνοδος του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, στο πλαίσιο της οποίας θα γίνει και η συνάντηση των Αντώνη Σαμαρά και Αχμέντ Νταβούτογλου έπειτα από τηλεφωνική επικοινωνία των δύο πρωθυπουργών. Νωρίτερα, στις 29 Νοεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος θα πραγματοποιήσει επίσημη επίσκεψη στην Άγκυρα η οποία θα προηγηθεί χρονικά μόλις μία ημέρα από την επίσκεψη του Πάπα στην τουρκική πρωτεύουσα.
Η επίσημη αιτιολόγηση αυτών των ενεργειών είναι ότι πρόκειται για επαφές συμφωνημένες ήδη σε προηγούμενες συναντήσεις κορυφής, που θα επιτρέψουν στην ελληνική πλευρά να διατυπώσει ευθέως τις απόψεις της και ταυτόχρονα να γνωρίσει «πρωτογενώς και αυθεντικά τα όρια της τουρκικής θέσης». Εκτός αυτών, όπως επισήμανε σε δηλώσεις του ο Ευάγγελος Βενιζέλος, «ποτέ δεν έχουμε διακόψει το διάλογο για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης αεροναυτικού χαρακτήρα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηριστικά είναι τα όσα περιλαμβάνονται, βέβαια, στο γνωστό μνημόνιο Παπούλια – Γκιλμάζ».