του Άρη Χατζηστεφάνου
Εναν ανεπαίσθητο λόξυγγα στην αδιάλειπτη διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας αποτέλεσαν οι ενδιάμεσες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα. Πληρώνοντας περισσότερα από 4 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η οικονομική ελίτ εξασφάλισε ότι ακόμη και οι συγκριτικά ελάχιστοι πολίτες που προσήλθαν στις κάλπες (περίπου τα δύο τρίτα των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων δεν πέρασαν από τα εκλογικά κέντρα) δεν θα είχαν την παραμικρή δυνατότητα να εκφράσουν και την ελάχιστη αντίδρασή τους στη διακυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Η κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων στη γερουσία και τη βουλή των αντιπροσώπων, πρώτη φορά από το 2006, δεν συνιστά αναγκαστικά στροφή του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά αλλά μια απελπισμένη προσπάθεια τιμωρίας του σημερινού προέδρου. Είναι βέβαια γεγονός ότι σε αρκετές πολιτείες οι ψηφοφόροι «ευχαρίστησαν» ορισμένους από τους πλέον ακροδεξιούς πολιτικούς οι οποίοι είχαν εφαρμόσει ακραία αντιλαϊκά μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ρεπουμπλικάνου κυβερνήτη Σκοτ Γουόκερ, ο οποίος επανεξελέγη άνετα παρά το γεγονός ότι με τις συνεχείς επιθέσεις του εναντίον των δημόσιων υπαλλήλων είχε προκαλέσει την «εξέγερση του Ουισκόνσιν», που οδήγησε ακόμη και στην κατάληψη του τοπικού καπιτωλείου. Έχοντας όμως να επιλέξουν ανάμεσα σε αυτόν και στον πολυεκατομμυριούχο αντίπαλό του από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ο οποίος πρακτικά είχε στηρίξει όλες τις κινήσεις του κυβερνήτη, οι ψηφοφόροι δεν είχαν εντέλει καμία επιλογή για να αλλάξουν με τη στάση τους την ακολουθούμενη πολιτική.
Ούτως ή άλλως το ιδιαίτερα υψηλό κόστος της προεκλογικής εκστρατείας είχε εξασφαλίσει προκαταβολικά ότι στην πολιτική αρένα θα κατέβαιναν μόνο πολυεκατομμυριούχοι υποψήφιοι ή άνθρωποι με άμεση οικονομική στήριξη από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Αντίθετα, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των μαύρων και των ισπανόφωνων είχαν αποκλειστεί από την εκλογική διαδικασία με φωτογραφικές ρυθμίσεις που καθιστούσαν πολύ δύσκολη και δαπανηρή την έκδοση των απαραίτητων πιστοποιητικών με τα οποία ήταν δυνατό να ασκήσουν τα εκλογικά τους δικαιώματα. Αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν πλέον το υψηλότερο ποσοστό φυλακισμένων στον πλανήτη και ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει το δικαίωμα τού εκλέγειν λόγω του ποινικού τους μητρώου, γίνεται κατανοητό πως μεγάλο τμήμα των πληβειακών στρωμάτων έχει χάσει οριστικά το δικαίωμα να συμμετέχει σε αυτή τη γιορτή των δισεκατομμυριούχων πολιτικών.
Παρά τις δημοσιογραφικές τσιρίδες των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης ότι οι νέοι συσχετισμοί θα μπλοκάρουν τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, καθώς οι Ρεπουμπλικάνοι θα ακυρώνουν κάθε πρωτοβουλία του Λευκού Οίκου, το αποτέλεσμα των εκλογών δημιουργεί αυτό που στην Ευρώπη γνωρίζουμε σαν «μεγάλο συνασπισμό».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ηγεσίες των δυο παρατάξεων δεν μπόρεσαν να περιμένουν ούτε μια εβδομάδα από τη διενέργεια των εκλογών ώστε να ανακοινώσουν την προειλημμένη απόφαση του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ για την αποστολή επιπλέον 1.500 στρατιωτών στο Ιράκ. Πρόκειται ουσιαστικά για τις λεγόμενες «μπότες στο έδαφος», τη σιωπηλή δηλαδή έναρξη χερσαίων επιχειρήσεων εναντίον του ισλαμικού κράτους (ISIS), για την οποία μας είχαν προϊδεάσει οι επιτελείς του πενταγώνου εδώ και αρκετές εβδομάδες. Με την ολόψυχη στήριξη και των Ρεπουμπλικάνων ο «νομπελίστας της ειρήνης» Μπαράκ Ομπάμα, θα κλιμακώσει τις επόμενες εβδομάδες την αμερικανική επιθετικότητα στη Μέση Ανατολή, με απώτερο στόχο τον ενεργειακό έλεγχο της περιοχής (και μέσω αυτής ολόκληρης της Ευρώπης), ενώ αρκετοί αναλυτές φοβούνται ανάλογη κλιμάκωση και στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Ρωσία.
Ο πρόεδρος Ομπάμα είχε τη δυνατότητα να λάβει την απόφαση αποστολής στρατιωτών στο Ιράκ με τις αρμοδιότητες που διατηρεί κάθε ένοικος του Λευκού οίκου από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου. Γνωρίζοντας όμως την αντίδραση της πλειονότητας του πληθυσμού σε κάθε μορφή ενίσχυσης της στρατιωτικής εμπλοκής στη Μέση Ανατολή, κορόιδεψε κυριολεκτικά τους ψηφοφόρους περιμένοντας να ανακοινώσει τη νέα εκστρατεία μετά τις εκλογές έχοντας και την πολιτική κάλυψη και των Ρεπουμπλικανών.
Η στάση του είναι ενδεικτική της νέας συναίνεσης που θα επικρατήσει τους επόμενους μήνες μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων και σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Σαν έτοιμος από καιρό και προτού ακόμη κλείσουν οι κάλπες στις δυτικές πολιτείες, ο Ομπάμα κάλεσε στον Λευκό Οίκο τους επικεφαλής της γερουσίας και του Κογκρέσου για να συζητήσουν τη νέα τους «συνεργασία». Η περαιτέρω μείωση της φορολογίας για το μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί βασική προτεραιότητα στην πολιτική και των δυο κομμάτων, ενώ σύντομα αναμένεται να ακολουθήσουν περικοπές σε ομοσπονδιακά προγράμματα, όπως η παροχή δωρεάν φαγητού με κουπόνια για το ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού που πέφτει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Παρά το γεγονός πάντως ότι οι κάλπες έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα για την οικονομική ελίτ της χώρας, το αμερικανικό κατεστημένο δυσκολεύεται πλέον να κρύψει την απέχθεια τους προς κάθε έννοια δημοκρατίας – ακόμη και αυτής της αστικής δημοκρατίας που εξασφάλιζε την κυριαρχία του για το μεγαλύτερο μέρος της 20ού αιώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια ημέρα πριν τις εκλογές οι «φιλελεύθεροι» Νιου Γιορκ Τάιμς φιλοξενούσαν βαρυσήμαντο άρθρο αμερικανών πολιτικών επιστημόνων οι οποίοι ζητούσαν κατάργηση των ενδιάμεσων εκλογών. Αντιμετωπίζοντας την προσφυγή στις κάλπες σαν βαρίδι για την ομαλή διακυβέρνηση της χώρας ο καθηγητής Ντέιβιντ Σχάνζερ πρότεινε μια συνταγματική μεταρρύθμιση που θα εξασφάλιζε ότι οι ψηφοφόροι δεν θα προσέρχονται στις κάλπες κάθε δυο χρόνια αλλά κάθε τέσσερα, παράλληλα με τις προεδρικές εκλογές. Ο Σχάνζερ, ο οποίος έχει θητεύσει σε ανώτατα κλιμάκια του δημοκρατικού κόμματος δίπλα στον σημερινό αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον πρώην υπουργό Άμυνας Ουίλιαμ Κοέν αλλά και ως σύμβουλος του Πενταγώνου και του υπουργείου Δικαιοσύνης, ανήκει στο λεγόμενο βαθύ κράτος των Δημοκρατικών. Στο άρθρο του υποστηρίζει ότι οι ενδιάμεσες εκλογές εξασθενίζουν την εξουσία του προέδρου και τη δυνατότητά του να ασκήσει το έργο του – τα επιχειρήματά του όμως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για την ολοκληρωτική κατάργηση κάθε δημοκρατικής διαδικασίας.
Οι ενδιάμεσες εκλογές απέδειξαν ότι το επίπεδο της δημοκρατίας στις ΗΠΑ είναι πλέον τόσο χαμηλό ώστε, αν παρατηρούνταν σε χώρες όπως το Ιράν, η Ρωσία ή κάποια χώρα της Λατινικής Αμερικής, η Ουάσινγκτον θα ζητούσε… ανατροπή του καθεστώτος. Θα ήταν ίσως η μοναδική φορά που θα εξετάζαμε τη λεγόμενη «ευθύνη προστασίας» για τη διάσωση του αμερικανικού λαού από τη δικτατορία του κεφαλαίου.