του Άρη Χατζηστεφάνου
Οι μυστικές υπηρεσίες, οι στρατοί αλλά ακόμη και τρομοκρατικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο γνωρίζουν ότι ένα από τα πιο αποτελεσματικά βασανιστήρια είναι η λεγόμενη «εικονική εκτέλεση» ενός ομήρου. Το θύμα στέκεται για αρκετή ώρα στο εκτελεστικό απόσπασμα με τα μάτια κλειστά μέχρι που ακούει το παράγγελμα «άρξατε πυρ» και ύστερα τον ήχο από άσφαιρα πυρά.
Σε αυτό το βασανιστήριο υπέβαλε τις περασμένες εβδομάδες ο γερμανικός Τύπος τον νέο πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, με αφορμή την αποκάλυψη των φορολογικών σκανδάλων του Λουξεμβούργου τα οποία ο ίδιος συντόνιζε για χρόνια από τη θέση του πρωθυπουργού του μικροσκοπικού δουκάτου. Πρώτη «όπλισε» η γερμανική εφημερίδα Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινε, που για λίγα 24ωρα γέμιζε τις σελίδες της με άκρως επιθετικά άρθρα για τον Γιουνκέρ, ενώ στη συνέχεια το λόγο έλαβε και το γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ, το οποίο έθεσε ανοιχτά ζήτημα απομάκρυνσης του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Και μετά τον κρότο των «άσφαιρων» πυρών επικράτησε νεκρική σιγή. Για όσο διάστημα οι αποκαλύψεις των σκανδάλων φοροδιαφυγής αφορούσαν ως επί το πλείστον αμερικανικές ή άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες, το Βερολίνο μπορούσε να παίζει το ρόλο του αδέκαστου κριτή των πάντων. Αν όμως οι έρευνες συνεχίζονταν, όλοι γνώριζαν ότι θα ερχόταν στην επιφάνεια και η σάπια καρδιά του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου, το οποίο ξεπλένει εδώ και δεκαετίες τα κέρδη του στο μεγάλο ευρωπαϊκό πλυντήριο που λέγεται Λουξεμβούργο.
Τι διεμήφθη μεταξύ Γιουνκέρ και Βερολίνου, για να αποκλιμακωθεί προσωρινά τουλάχιστον η αντιπαράθεση, ίσως να μην γίνει ποτέ γνωστό. Το βέβαιο είναι ότι μετά την εικονική του εκτέλεση ο επικεφαλής της Κομισιόν πήρε το μάθημά του.
Το γεγονός βέβαια ότι το Βερολίνο προσποιείται πως δεν γνώριζε τίποτα για το φορολογικό όργιο στο δουκάτο διεκδικεί με αξιώσεις το βραβείο του ψέματος της δεκαετίας. Θέλουν δηλαδή να πιστέψουμε ότι είναι φυσιολογικό να υπάρχει στην καρδιά της Ευρώπης ένα κράτος (το οποίο μπορείς να περπατήσεις απ’ άκρη σ’ άκρη σε λιγότερο από μία ημέρα) στο οποίο λειτουργούν περίπου 140 τράπεζες (όχι ATM, τράπεζες) οι καταθέσεις των οποίων ξεπερνούν κατά 23,5 φορές το ΑΕΠ της χώρας, ενώ τα αμοιβαία κεφάλαια που διαχειρίζεται φτάνουν τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Όχι μόνο οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, λοιπόν, αλλά και ο τελευταίος δημοσιογράφος στη Φρανκφούρτη (για να μη μιλήσουμε για την ευρωπαϊκή και ελληνική Αριστερά, που τώρα ζητά την απομάκρυνσή του από την Κομισιόν) γνώριζε το μέγεθος της απάτης την οποία διεύθυνε για δεκαετίες ο Γιουνκέρ ως πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου.
Όπως είχαμε προβλέψει ήδη από την κρίση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, το Λουξεμβούργο θα ήταν το επόμενο θύμα του Βερολίνου, καθώς οι γερμανικές οικονομικές ελίτ επιχειρούν να κλείσουν τα «μικρά μαγαζιά» του χρηματοπιστωτικού συστήματος συγκεντρώνοντας όλο το «ζεστό χρήμα» στο δικό του τραπεζικό σύστημα ή σε φορολογικούς παραδείσους, που θα ελέγχονται απόλυτα από τις γερμανικές ελίτ. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται πιθανότατα και η αποκάλυψη, πριν από ένα χρόνο, του σκανδάλου παρακολούθησης από τις μυστικές υπηρεσίες του Λουξεμβούργου, οι οποίες οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνηση του Γιουνκέρ.
Οι υπηρεσίες πληροφοριών του Λουξεμβούργου αποτελούν ένα από τα πιο βρόμικα και καλά κρυμμένα μυστικά της Δυτικής Ευρώπης, αφού φέρονται να εμπλέκονταν σε βομβιστικές επιχειρήσεις στο πλαίσιο της διαβόητης οργάνωσης Γκλάντιο του ΝΑΤΟ. Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας τους ήταν απόλυτα διαβρωμένες από αμερικανούς και κυρίως γερμανούς πράκτορες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μάρκο Μίλε, ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών επί πρωθυπουργίας του Γιουνκέρ, εγκατέλειψε τη θέση του για να γίνει υπεύθυνος ασφαλείας της Ζίμενς.
Το Βερολίνο φαίνεται λοιπόν αποφασισμένο να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρώπης, καθυποτάσσοντας τους μικρότερους παίχτες, χωρίς όμως να διαλύσει και τους μηχανισμούς ρεμούλας και ξεπλύματος χρήματος που αποτελούν σήμα κατατεθέν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πετυχαίνοντας όμως δυο τρυγόνια μ’ ένα σμπάρο η Γερμανία κατάφερε ταυτόχρονα να στείλει κι ένα σαφές μήνυμα στον Γιουνκέρ ότι ο δρόμος ανάμεσα στην προεδρία της Κομισιόν και στη φυλακή είναι πολύ πιο μικρός απ’ ό,τι ήθελε να πιστεύει.
Το δικό του ηχηρό μήνυμα έλαβε τις τελευταίες ημέρες και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος είχε το «θράσος» να αμφισβητήσει τις ρητές εντολές του Βερολίνου και να υποσχεθεί την παροχή ρευστότητας ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ στην ευρωπαϊκή οικονομία. «Το γερμανικό πρόβλημα του Ντράγκι» τιτλοφορούσε σχετική ανάλυσή του το πρακτορείο Ρόιτερς, εξηγώντας ότι ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας ζητά την κεφαλή του προέδρου της ΕΚΤ επί πίνακι. Αφορμή της σύγκρουσης αποτελούν φυσικά οι προτάσεις του προέδρου της ΕΚΤ για χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας που επιβάλει η Γερμανία στους υποτακτικούς του οικονομικού Ράιχ. «Αν ο Ντράγκι επιμείνει στην αγορά κρατικών ομολόγων ευρωπαϊκών χωρών [από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα]», δήλωσε στο Ρόιτερς ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος της Μέρκελ, «τότε η δημόσια κριτική εναντίον του θα απογειωθεί». Σε ελεύθερη απόδοση δηλαδή «αν συνεχίσεις αυτό το τροπάρι, τα σκυλιά του γερμανικού Τύπου έχουν αρκετά ράμματα και για τη δική σου γούνα». Η Φράνκφουρτερ Αλγκεμάινερ έριξε μάλιστα και την πρώτη τροχιοδεικτική βολή, χαρακτηρίζοντας την ΕΚΤ «κακή τράπεζα», από αυτές δηλαδή που αφήνονται να καταρρεύσουν αφού τους έχουν αφαιρεθεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία.
Το Βερολίνο και η Μέρκελ συμπεριφέρονται πλέον ως απόλυτοι επικυρίαρχοι της Ευρώπης ελέγχοντας ηγέτες χωρών και θεσμικών οργάνων της ΕΕ με τρόπους που θα θεωρούνταν αδιανόητοι ακόμη και σε περίοδο στρατιωτικής κατοχής. Με τη διαφορά ότι οι εκτελέσεις των αντιφρονούντων είναι πλέον εικονικές και τα πυρά, προς το παρόν, άσφαιρα.