Όλα τα ψήγματα ενός άλλου πολιτισμού, ενός πολιτισμού αντίστασης, πρέπει να οργανωθούν σ’ ένα δίκτυο επικοινωνίας και δράσης, ώστε ο σύγχρονος εργαζόμενος να περάσει από τον πολιτισμό της παρατήρησης στον πολιτισμό της δημιουργίας, από τον πολιτισμό-θέαμα στην κατανόηση του πολιτισμού ως προϊόντος της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
του Γιώργου Μανιάτη
Αμηχανία της Αριστεράς
Η επίθεση της καπιταλιστικής κυριαρχίας εκδηλώνεται στο πεδίο του πολιτισμού σήμερα με τρόπο βίαιο, σαν να αισθάνεται τον αντίπαλό της εξουθενωμένο στα όρια της ανυπαρξίας. Αυτή είναι η γενική εικόνα, η αυθόρμητη πρόσληψη της φαινομενικότητας. Η εικόνα ενισχύεται όταν διαχέεται σαν κοινή αίσθηση η αμφίθημη αμηχανία της Αριστεράς, η παθητική αναμονή, η προσδοκία της λύσης δίχως την ενεργή και αποφασιστική συμμετοχή του λαϊκού κινήματος. Μπορεί κάποιος να διακρίνει τους βασικούς τύπους, τα κύρια σημεία της επίθεσης να εστιάζονται στα εξής: Στο χώρο της καθημερινής εμπειρίας, στους όρους της πολιτιστικής ζωής της εργατικής τάξης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στην αξιοποίηση του πολιτισμικού πλούτου, στη διαδικασία ενσωμάτωσης των ανθρώπων του πολιτισμού και της τέχνης, στο σύστημα αξιών και νοήματος ζωής.
Ο πολιτισμός ως σύνολο χειρονομιών, ποικίλων ερεθισμάτων και εντυπώσεων από το χώρο και το χρόνο της καθημερινότητας αποτελεί το πρωτογενές πλαίσιο διαμόρφωσης της συνείδησης, τον προθάλαμο της αναγνώρισης και κατανόησης της ταξικής θέσης των υποκειμένων, το κέλυφος των δραστηριοτήτων που συγκροτούν τη συμπεριφορά τους. Είναι επομένως ευνόητη και εμφανής η σημασία που αποδίδει η άρχουσα τάξη στον καθορισμό των όρων της καθημερινής ζωής μέσω μιας πολύπλοκης διαδικασίας κατασκευής και προβολής ενός ορισμένου τρόπου ζωής: Από τις μικροσυγκρουσιακές χειρονομίες του δρόμου έως τα πολιτιστικά πρότυπα της ευτέλειας, από τον ακραίο ανταγωνισμό και τον κοινωνικό κανιβαλισμό έως την προβολή της ζωής ως ψευδεπίγραφου τηλεοπτικού θεάματος, aπό τον εγκλωβισμό στη στιγμή, στα αδιέξοδα του σήμερα και στη ματαίωση του μέλλοντος έως τον τυποποιημένο συντηρητικό καθωσπρεπισμό των ηθών, απ’ όλα όσα συνιστούν την ατμόσφαιρα του καθημερινού βιώματος έως την αίσθηση της προσωπικής ανεπάρκειας, την αναπαραγωγή της ματαιότητας σαν δήθεν πεπρωμένου.
Η πολιτισμική ζωή της εργατικής τάξης αναπτύσσεται αντικειμενικά μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνει η καπιταλιστική εξουσία. Συγκροτείται σε μια διαδικασία παθητικής αποδοχής και αντίστασης. Στην καθημερινότητά τους οι εργαζόμενοι αναπαράγουν το κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο. Το περιεχόμενο διασκέδασης, η αξιοποίηση του όλο και πιο μειωμένου ελεύθερου χρόνου, η σχεδόν ανύπαρκτη επαφή με τα προϊόντα της τέχνης, ο εγκλωβισμός στο τηλεοπτικό θέαμα, τελικά η κατακερματισμένη και εξατομικευμένη πολιτισμική εμπειρία της εργατικής τάξης, όλο αυτό το πλέγμα που αποτελεί το πεδίο της πολιτισμικής ζωής χειραγωγείται από την πολιτισμική ηγεμονία της άρχουσας τάξης. Η εργατική τάξη αντιστέκεται με τα σπέρματα των δικών της πολιτισμικών παραδόσεων. Αναζητεί τα στοιχεία που συγκροτούν τη δική της πολιτισμική εμπειρία. Προβάλλει το δικαίωμά της στην ιδιοποίηση του πολιτισμού με τα δικά της κριτήρια και τη δική της ιστορική προοπτική.
Σήμερα οι συνθήκες στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δυσχεραίνουν τον αγώνα της εργατικής τάξης. Η ελαστικοποίηση και η ρευστότητα των εργασιακών σχέσεων, η διάλυση όλων των στοιχείων εργασιακής ασφάλειας και κατοχύρωσης δικαιωμάτων, που με αγώνες είχε κατακτήσει, η διογκούμενη ανεργία, η ανασφάλεια, η διάρρηξη της σχέσης της με τη συλλογικότητα, η παθητικότητα, η συνεχής πραγματική αύξηση του εργάσιμου χρόνου διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο και μιαν ατμόσφαιρα ήττας, η οποία στο επίπεδο της συνείδησης αναπαράγεται μεγεθυμένη σε σχέση με τις πραγματικές της διαστάσεις. Ενισχύει μιαν ιδιότυπη αίσθηση αδιεξόδου. Έτσι η εργατική τάξη αποκλείεται σταδιακά από τον ιστορικά κατακτημένο μορφωτικό της πλούτο. Σπρώχνεται με βιαιότητα στις παρυφές της γνώσης, των θεωρητικών αναζητήσεων, των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων. Η μορφωτική της περιθωριοποίηση υποβαθμίζει δραματικά τους πολιτισμικούς όρους αναπαραγωγής της. Η επίθεση της άρχουσας τάξης στις μορφωτικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης είναι σήμερα πασίδηλη στον τρόπο που επιχειρεί τη διάλυση όλων των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής ο παραχθείς και παραγόμενος πολιτιστικός πλούτος αξιοποιείται μονοδιάστατα εντός ενός περίκλειστου πεδίου μιας εξειδικευμένης ελίτ –η οποία συντηρεί και αναπαράγει την πολιτιστική κυριαρχία της αστικής τάξης– ενώ ταυτόχρονα εμφανίζεται αποσπασματικός, δίχως παρελθόν, παρόν και κυρίως μέλλον χωρίς ποιοτική αξιολόγηση. Η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας, η ρευστότητα των εργασιακών σχέσεων και η διάλυση των κοινωνικών δικαιωμάτων αποτελούν το πεδίο ανάδυσης ενός επικίνδυνου πολιτισμικού σχετικισμού, όπου όλα εμφανίζονται να έχουν την ίδια σημασία. Τα κριτήρια περιορίζονται στο χειραγωγημένο από την πανίσχυρη μιντιακή ατμόσφαιρα υποκειμενικό γούστο. Έτσι επιχειρείται να αποδομηθεί η σχέση της εργατικής τάξης ως τέτοιας με τον πολιτιστικό πλούτο που, σε τελευταία ανάλυση, η ίδια παράγει και να διαλυθεί σε εξατομικευμένες πολιτιστικές εμπειρίες. Ένας πολύπλοκος μηχανισμός ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο σύστημα εξουσίας εγκλωβίζει σήμερα καλλιτέχνες και διανοούμενους. Άμεση ή έμμεση προσωπική εξαγορά, καλλιέργεια ψευδαισθήσεων, ενίσχυση της ματαιοδοξίας, ένταξη στο σύστημα προβολής και διαχείρισης του καλλιτεχνικού έργου καθώς και στη διαδικασία χορηγήσεων κ.ο.κ. Διαμορφώνεται μια ιδιότυπη αυλή στον προθάλαμο της πολιτικής, της οικονομικής και της μιντιακής εξουσίας, η οποία αξιοποιείται από την άρχουσα τάξη για τη διατήρηση και αναπαραγωγή της πολιτισμικής της ηγεμονίας.
Ο τελικός στόχος της επίθεσης είναι η παγίωση ενός πλαισίου αξιών, ενός ορισμένου περιεχομένου ζωής, μιας καθημερινής νοοτροπίας. Μ’ αυτό τον τρόπο επιχειρείται η περιθωριοποίηση των αξιών του εργατικού κινήματος. Διαδικασία που εν πολλοίς διευκολύνεται σήμερα από την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα όπου είναι εμφανής η ύφεση των αγώνων, η αμηχανία και η παθητικότητα του κινήματος. Η διαμόρφωση ενός αξιακού πλαισίου εξατομικευμένου ανταγωνισμού και προσωπικού βολέματος εντός του σημερινού τοπίου εργασιακής ανασφάλειας και αναγκαστικής παραχώρησης κεκτημένων δικαιωμάτων συγκροτεί έναν κοινωνικό χώρο αυξανόμενης πολιτισμικής περιθωριοποίησης, πολιτισμικής ανωνυμίας. Μια ζωή εκτός πολιτισμικού πλαισίου είναι ζωή αφυδατωμένη, ζωή δίχως νόημα. Κι αυτή είναι η έσχατη επιδίωξη της καπιταλιστικής εξουσίας. Οι «άδειοι» άνθρωποι περιπίπτουν σε απλά αντικείμενα. Η διανοητική και ηθική χειραγώγηση είναι η χειρότερη, γιατί έχει το στοιχείο της μονιμότητας και της άνωθεν καλλιεργούμενης προσωπικής ενοχής.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση η Αριστερά αναμετριέται με την ιστορία και τις προοπτικές της, με τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες και τις δυνατότητές της. Από την εμφάνιση του εργατικού κινήματος, τον 19ο αιώνα, η Αριστερά, ιδιαίτερα η κομμουνιστική της τάση, συνδέθηκε με πρωτοποριακές, ριζοσπαστικές εκφράσεις της τέχνης και με αποφασιστικό τρόπο επηρέασε την πορεία τους. Καλλιτεχνικά ρεύματα και μεγάλες καλλιτεχνικές προσωπικότητες συνδέθηκαν με τις ιδέες και τις αξίες της ανθρώπινης χειραφέτησης, διαδικασία που κορυφώθηκε την περίοδο της Οκτωβριανής Επανάστασης και αργότερα, με τον αγώνα των λαών ενάντια στη φασιστική λαίλαπα. Η πολιτισμική χειραφέτηση, η απελευθέρωση της τέχνης από τις ψευδαισθήσεις της αστικής κοσμοθεώρησης και τις επιταγές της εμπορευματοποίησης και του καπιταλιστικού κέρδους και η αναζήτηση του αυθεντικού λαϊκού και εργατικού πολιτισμού ως πεδίου έκφρασης της καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτέλεσαν βασικό άξονα μιας αγωνιστικής παράδοσης η οποία με αντιφάσεις, δυσκολίες, υπαναχωρήσεις και ξεπετάγματα υπάρχει μέχρι σήμερα – συχνά σαν σημείο αναφοράς και, σε στιγμές ανάτασης του κινήματος, ως ζώσα πραγματικότητα.
Η ενσωμάτωση όμως μεγάλου μέρους της αριστερής οπτικής στο αστικό πολιτικό παιχνίδι –κάτι ιδιαίτερα έκδηλο από τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα– είχε αποτέλεσμα τον σταδιακό εγκλωβισμό της στους όρους, τα όρια και τα διλήμματα που η αστική ιδεολογία έθετε στην περιοχή του πολιτισμού και της τέχνης, εμφανίζοντας τις δικές της αντιλήψεις σαν δήθεν μόνιμα χαρακτηριστικά της πολιτισμικής πραγματικότητας. Η χρόνια αγκύλωση της κομμουνιστικής Αριστεράς στην άκριτη αποδοχή των πολιτισμικών στερεοτύπων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και της γραφειοκρατικής πρακτικής στα ζητήματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας έπλασε –μετά την κατάρρευση– ένα κλίμα ευεπίφορο στην αποδοχή πια των σύγχρονων αστικών στερεοτύπων. Αν εξαιρέσει κάποιος ένα ρεύμα κομμουνιστικής οπτικής που διαμορφώθηκε, συχνά με άτσαλο τρόπο, στο πλαίσιο της τότε ΚΝΕ, αλλά και τις διάσπαρτες φωνές πολιτισμικής και καλλιτεχνικής αντίστασης, οι πολιτικοί χώροι της Αριστεράς, τις περισσότερες φορές μη συνειδητά, εκχώρησαν ένα προνομιακό πεδίο ταξικών διεκδικήσεων, αυτό του πολιτισμού, στην πολιτική των προσωπικοτήτων και των συμβιβασμών. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον εσωτερικό κομματικό καταμερισμό η πολιτιστική δουλειά, παρ’ όλες τις φραστικές διακηρύξεις για το αντίθετο, ήταν και παραμένει υποτιμημένη. Δυστυχώς η στάση αυτή είναι και σήμερα η συνήθης και στις πολιτιστικές εκφράσεις του επαναστατικού ριζοσπαστισμού και της κομμουνιστικής αναφοράς.
Στο πεδίο της θεωρίας η Αριστερά εγκλωβίστηκε στα διλήμματα που έθετε η αστική ιδεολογία και τα αναπαρήγαγε, σχεδόν αυτούσια, στη δική της προβληματική. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μηχανιστική διάκριση μεταξύ «υψηλής» και «δημοφιλούς» κουλτούρας και η αναγκαστική επιλογή της μιας ή της άλλης. Η διάκριση αυτή, που ιστορικά διαμορφώνεται στην αστική κοινωνία του 19ου αιώνα και αντανακλά ταξικούς διαχωρισμούς αλλά και ανάγκες μαζικής ψυχαγωγίας, απολυτοποιείται και καθίσταται αξιολογικό κριτήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με τον τρόπο αυτό παρακάμπτονται οι δομικές πολιτισμικές αντιθέσεις που προκύπτουν από την ταξική πάλη και τη σύγκρουση των ταξικά διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων, πρακτικών και τρόπων ζωής.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σχηματική αντίθεση μεταξύ ακατάληπτης πρωτοπορίας και αγοραίας μαζικής κουλτούρας, με τρόπο ώστε να συσκοτίζεται το γεγονός ότι, σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για ακραίες όψεις του ίδιου πολιτισμικού φαινομένου που συνοψίζεται στην αποξένωση της τέχνης από το λαό και το αντίστροφο στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Συλλογικό μέτωπο με άξονα την απελευθέρωση της δημιουργικότητας
Ενα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, με τη μεγαλύτερη πολιτική ένταση, είναι ο εξ ορισμού αλληλοαποκλεισμός αυτονομίας και στράτευσης στην τέχνη. Παρ’ όλο που η έννοια της καλλιτεχνικής αυτονομίας προβλήθηκε από ορισμένες παραλλαγές της αριστερής πολιτισμικής κριτικής –κυρίως από τη σχολή της Φρανκφούρτης– ως αντίβαρο στην καπιταλιστική πολιτισμική χειραγώγηση, ο γενικός θεωρητικός τόνος του επιχειρήματος αναπαρήγαγε διάφορες εκδοχές της κυρίαρχης αστικής αντίληψης, ανάγοντας την καλλιτεχνική αυτονομία σε μόνιμη ιδιότητα της τέχνης. Έτσι παρανοήθηκε η αισθητική και κοινωνικοπολιτική εμβέλεια της ρεαλιστικής οπτικής και της σύστοιχης καλλιτεχνικής παράδοσης. Από την άλλη πλευρά, η γραφειοκρατική παραμόρφωση του κοινωνικού χαρακτήρα της τέχνης και η αντικατάσταση της δυναμικής της στράτευσης ως συνειδητής στάσης με την υποταγή στις αισθητικές επιταγές του κόμματος οδήγησε σε μια μονοδιάστατη κατανόηση της κοινωνικής λειτουργίας του καλλιτεχνικού φαινομένου.
Η Αριστερά της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής οφείλει να επαναξιολογήσει τη διαλεκτική αυτονομίας – στράτευσης με βάση την πολιτισμική πραγματικότητα του παρόντος και την αξιοποίηση της σχετικής ιστορικής εμπειρίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποκατασταθεί στη συνείδηση του μαχόμενου εργατικού κινήματος το ιστορικό δικαίωμα – καθήκον του για τη διεκδίκηση με ταξικούς όρους της πανανθρώπινης κουλτούρας προς όφελός του. Στην κατεύθυνση της πολιτισμικής χειραφέτησης, με κεντρικό της άξονα την απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, η Αριστερά έχει χρέος να συνειδητοποιήσει τη σημερινή αναγκαιότητα ενός πολιτισμικού μετώπου συλλογικής ευαισθησίας, όπου αυτή θα επιδιώξει ρόλο ηγεμονικό: Καλλιτέχνες που πιέζονται από την ανασφάλεια και την έλλειψη πεδίων δημιουργίας, που σπρώχνονται στο περιθώριο μιας πολιτισμικής ατμόσφαιρας όπου κυριαρχεί η ευτέλεια του αγοραίου, λέσχες πολιτισμού, ερασιτεχνικά σχήματα καλλιτεχνικής έκφρασης, πρωτοβουλίες σε ιδρύματα εκπαίδευσης, σε σωματεία εργαζομένων, σε τόπους δουλειάς, εκδηλώσεις πολιτισμού σε επιτροπές πρωτοβουλίας στις γειτονιές, μεμονωμένες ευαισθησίες διάσπαρτες στο άνυδρο τοπίο της κρίσης.
Όλα αυτά τα ψήγματα ενός άλλου πολιτισμού, ενός πολιτισμού αντίστασης, πρέπει να οργανωθούν σ’ ένα δίκτυο επικοινωνίας και δράσης, ώστε ο σύγχρονος εργαζόμενος να περάσει από τον πολιτισμό της παρατήρησης στον πολιτισμό της δημιουργίας. Από τον πολιτισμό-θέαμα στην κατανόηση του πολιτισμού ως προϊόντος της συλλογικής ανθρώπινης δραστηριότητας.
Από τον πολιτισμό της αποδοχής στον πολιτισμό ανατροπής.
Για τη σοβιετική εμπειρία
Έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα η εκ νέου προσέγγιση και μελέτη της σοβιετικής εμπειρίας στα ζητήματα του πολιτισμού. Είναι αναγκαία η κατανόηση των δυνατοτήτων μιας επαναστατικής πολιτιστικής πολιτικής, όχι για να γίνουν εύκολες ή ανιστόρητες ταυτίσεις επαναστατικής μεγαλομανίας ούτε για να εκφραστούν εξίσου ανιστόρητες και μονοδιάστατες εκτιμήσεις για τις σχέσεις πολιτικής και πολιτισμικής πρωτοπορίας. Αν ο κομμουνισμός είναι η διαλεκτική υπέρβαση και αναδόμηση τού ως τότε πολιτισμού εν συνόλω –και πράγματι τελικά αυτή είναι η πεμπτουσία του– τότε για τους κομμουνιστές αποτελεί μέγιστη ιστορική και πολιτικοκοινωνική ανάγκη η ενδελεχής μελέτη των κορυφαίων στιγμών αυτής τη πορείας δίχως προκαταλήψεις.
Αυτή η μελέτη είναι εκ των ων ουκ άνευ για όσους επαγγέλλονται τον κομμουνισμό της εποχής μας και αγωνίζονται γι’ αυτόν. Δυστυχώς αντικειμενικές δυσκολίες αλλά κυρίως υποκειμενικές αδυναμίες έχουν εμποδίσει μιαν οργανωμένη συλλογική προσέγγιση από την οπτική της εργατικής τάξης.
Η υποτίμηση της κουλτούρας είναι κατεξοχήν όπλο της αστικής κυριαρχίας και αναδεικνύει μιαν ουσιαστική αντίφαση: Από τη μια η αστική τάξη οικειοποιείται και αξιοποιεί με τρόπο στρεβλό τα προϊόντα του πολιτισμού, από την άλλη απαξιώνει κάθε κριτική τους διάσταση, κάθε εκδήλωση αμφισβήτησης του συστήματος εξουσίας της από τις ριζοσπαστικές φωνές του πολιτισμού και της τέχνης (ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης» αυτό τελικά υποδηλώνει). Η πολιτική ενός σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου δεν επιτρέπεται, όπως συχνά γίνεται έστω και αυθόρμητα, να υποτιμά την πολιτιστική πολιτική.
Οι ρώσοι επαναστάτες απέδιδαν ύψιστη πολιτική σημασία στη διαμόρφωση μιας ενιαίας επαναστατικής στάσης για τα ζητήματα του πολιτισμού και της τέχνης. Αναγνώριζαν τη σπουδαιότητα της τελευταίας για τη συγκρότηση της εργατικής ταξικής συνείδησης και για τον αγώνα της ανθρώπινης χειραφέτησης.
Ο Λένιν κατανοούσε ότι η κουλτούρα, εκτός των άλλων, ήταν προνομιακό πεδίο για την άσκηση πολιτικής. Όχι επί της κουλτούρας –είναι γνωστή η λενινιστική επιμονή για τη μη παρέμβαση του κόμματος στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις– αλλά στους ανθρώπους του πολιτισμού ώστε να διαμορφώνεται σταδιακά η πολιτισμική ηγεμονία της εργατικής τάξης. Η ατμόσφαιρα του διαλόγου που, ακόμη και στις πιο έντονες στιγμές του, δεν απέκλειε τον αναγκαίο αλληλοσεβασμό ήταν βασικό στοιχείο αυτής της πολιτικής.
Τα σύγχρονα πολιτικά υποκείμενα κομμουνιστικής αναφοράς έχουν πολλά να διδαχτούν από αυτή την περίοδο: να βαθύνουν στις αδυναμίες, τις ανεπάρκειες και τελικά τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις που οδήγησαν στο σταλινισμό.
Η δημιουργική πολιτική ενός κόμματος νέου «νέου τύπου» (για να θυμηθώ τη φράση που συνεχώς επαναλάμβανε ο Κώστας Τζιαντζής) δεν είναι φραστική διακήρυξη στο μικροχώρο της σημερινής πολιτικής μας εμβέλειας. Αποτελεί ιστορικό αίτημα του νέου επαναστατικού υποκειμένου. Η συνεχιζόμενη υποτίμηση της πολιτισμικής δουλειάς –η οποία δεν μπορεί να εξαντλείται στα οργανωτικά σχήματα του εκσυγχρονισμένου παρελθόντος ή στον στείρο εργατισμό– αντανακλά αδυναμίες της ίδιας της πολιτικής. Η μη δημιουργική, δηλαδή ουσιαστικά ταξική, ενασχόληση με τον πολιτισμό και την τέχνη μπορεί να οδηγεί στην υποτίμηση του πολιτισμού εντός της οργανωμένης ζωής και τελικά στην ιδιότυπη «αστικοποίησή» της.