του Γιώργου Σταχούλη
Το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης προβλέπει τη μετατροπή των ερευνητικών κέντρων σε «ανταγωνιστικές» επιχειρήσεις. Το νομοσχέδιο προωθεί την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των ερευνητικών κέντρων από τον εθνικό προϋπολογισμό. Τα προηγούμενα χρόνια τρεις αξιολογήσεις των ερευνητικών κέντρων από εξωτερικούς αξιολογητές υπέδειξαν ως κύριο πρόβλημά τους την υποχρηματοδότηση από το κράτος, αφού χρηματοδοτούνται με το 0,56% του ΑΕΠ, όταν η Λισαβόνα προτείνει να δίνεται το 3%.
Η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου ξεπουλάει ακόμα και τον τομέα της έρευνας σε ιδιώτες, πιστή στις μνημονιακές της δεσμεύσεις. «Έπρεπε λόγω του προγράμματος να κατατεθεί ένα σχέδιο νόμου, ενώ υπήρχαν και πιέσεις από τη Βουλή. Εάν είχα εγώ την πρωτοβουλία για το νόμο, δεν θα τον είχα καταθέσει» παραδέχτηκε στη Βουλή ο υπουργός Παιδείας, αναφερόμενος στο νομοσχέδιο για την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής για την Έρευνα, την Τεχνολογική Ανάπτυξη και την Καινοτομία. Ο Ανδρέας Λοβέρδος ξεκαθάρισε πως κατά τη διάρκεια της συζήτησης θα επιφέρει αλλαγές στο προτεινόμενο πλαίσιο, διαμηνύοντας ότι η κοινοβουλευτική επεξεργασία του θα διαρκέσει καιρό. Αρχικά το προτεινόμενο νομοσχέδιο κατατέθηκε προς διαβούλευση από τον υπουργό Παιδείας στις 6 του περασμένου Σεπτέμβρη. Τελικώς η επεξεργασία του στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση προωθεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Πέρυσι τον Δεκέμβριο είχε κατατεθεί προς διαβούλευση, αλλά ύστερα από εικοσαήμερη συζήτηση ανεστάλη η ψήφισή του.
Συγκεκριμένα το νομοσχέδιο πριμοδοτεί την ιδιωτικοποίηση της έρευνας επιβάλλοντας στους φορείς τους επιχειρηματικούς κανόνες της αγοράς. Δίνει έμφαση στην αναζήτηση ιδίων πόρων από τα ερευνητικά κέντρα, καθώς στην αντίθετη περίπτωση διακόπτεται η κρατική χρηματοδότηση, ενώ σε αυτά περιλαμβάνει θεολογικές ακαδημίες και αλλοεθνή μουσεία. Η προθεσμία των ερευνητικών κέντρων για την προσαρμογή στο νέο καθεστώς είναι εξάμηνη. Επίσης παραχωρεί αυξημένες αρμοδιότητες στις περιφέρειες προωθώντας ουσιαστικά τις πελατειακές σχέσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και ιδιωτών επενδυτών. Πρόσφατα ο υφυπουργός Παιδείας Αλέξανδρος Δερμετζόπουλος εξήγγειλε στην Αλεξανδρούπολη (εκλογική του περιφέρεια) την ίδρυση του Ερευνητικού Κέντρου Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης – Καραθεοδωρή. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι επιμέρους ρυθμίσεις του νομοσχεδίου δίνοντας τη δυνατότητα στα ερευνητικά κέντρα για απευθείας αναθέσεις διαγωνισμών και προμηθειών, μέσα από μυστικές συνεδριάσεις και καθ’ υπέρβασιν των διατάξεων για τις δημόσιες συμβάσεις – με αύξηση του αντικειμένου της σύμβασης από τις 100.000 στις 140.000 ευρώ. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση επιτρέπει την κατανομή των ερευνητικών κονδυλίων μεταξύ ημετέρων χωρίς καμία αξιολόγηση.
Η Αγγελική Δεμερτζή ανήκει στο ερευνητικό προσωπικό του Δημόκριτου και ανέφερε «ο νέος νόμος είναι σαρωτικός σε σχέση με αυτόν που προϋπήρχε. Το νέο σχέδιο νόμου δεν ήρθε σαν μετεωρίτης, καθώς η έρευνα εδώ και πολλά χρόνια επιχειρείται να ιδιωτικοποιηθεί και να λειτουργεί βάση ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων. Ό,τι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα είναι υπό αίρεση. Τα χρόνια της κρίσης η κρατική χρηματοδότηση μειώθηκε περίπου 70% και φέτος το υπουργείο προχώρησε σε εκ νέου μείωση χρηματοδότησης της τάξεως του 30%. Εύλογα γεννιούνται ερωτήματα πώς θα καλυφτούν οι λειτουργικές ανάγκες και οι μισθοί των εργαζομένων. Στους κόλπους των εργαζομένων επικρατεί προβληματισμός και η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνητών είναι αντίθετη στο νόμο».
Την απόσυρση τού υπό συζήτηση στη Βουλή νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας και την αλλαγή της πολιτικής περικοπών των κονδυλίων για την έρευνα ζητούν από την κυβέρνηση ερευνητές και εργαζόμενοι στα ερευνητικά κέντρα. Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών και οι πανελλήνιες Ομοσπονδίες Εργαζομένων Ερευνητικών Κέντρων ανέφεραν πως «το νομοσχέδιο αποτελεί το επιστέγασμα πολύ αρνητικών για την έρευνα αποφάσεων». Η πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών Μαρία Στουμπούδη χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «κακογραμμένο και με μια πρωτοφανή πρωτοτυπία να μετατρέψει τα ερευνητικά κέντρα σε επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε επιχειρηματίες» και πρόσθεσε: «Πιστεύουμε ότι τα ερευνητικά κέντρα έχουν πρωταρχικό ρόλο την παραγωγή νέας γνώσης που θα χρησιμοποιηθεί προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας». Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ζήτησαν ήδη να αποσυρθεί το νομοσχέδιο, ενώ οι ΑΝΕΛ και η ΔΗΜΑΡ διατύπωσαν σοβαρές επιφυλάξεις.
Ουσιαστικά τη σύνδεση της έρευνας με τις επιχειρήσεις ζητά ο ΟΟΣΑ, η ΕΕ και τα αστικά επιτελεία. Ο μακαρίτης ο Έρασμος, θεμελιωτής του πανεπιστημίου όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, παρατηρούσε πριν από κάποιους αιώνες στο έργο του Μωρίας εγκώμιο, «χωρίς την ελευθερία στην έρευνα από κάθε είδος παρέμβασης στην επιστήμη δεν νοείται πρόοδος». Τότε όμως η ανερχόμενη στο ιστορικό προσκήνιο νεαρή αστική τάξη αποτελούσε φορέα προόδου στη σύγκρουσή της με την αριστοκρατία. Η κρίση αυτή όμως ανατρέπει παγιωμένες σταθερές στον κόσμο του κεφαλαίου, με τις νέες τάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού να ξεδιπλώνονται προκειμένου να υπάρξει ένταξη της γνώσης και της έρευνας και στη χώρα μας στην κερδοφορία του κεφαλαίου. Γεγονός που θεμελιώνει τη χειραγώγηση κάθε πόρου της επιστήμης και την καθυπόταξη στα οικονομικά συμφέροντα με ολοκληρωτική μορφή, εμποδίζοντας τις πολλαπλές δυνατότητες που ξεδιπλώνονται σαν ιστορική πρόκληση στην ανθρώπινη περιπέτεια της ζωής και μετατρέποντας την επιστήμη από δύναμη χειραφέτησης και απελευθέρωσης για τον άνθρωπο σε δύναμη ανώτερης εκμετάλλευσης και νέας βαθύτερης εξαθλίωσης.