του Θ.Σκαμνάκη
«Εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα που τρεις αντάρτες προσπαθούν να περάσουν έναν φουσκωμένο ποταμό. Πιάνονται ο ένας πίσω από τον άλλο και προχωράνε. Αλλά ο ποταμός είναι ορμητικός, τους φτάνει ως το λαιμό κι ακόμα πιο ψηλά το νερό. Αποσπάται τότε ο ένας και πιασμένος σ’ ένα κλαδί δίνει ώθηση στο σώμα του και σαλτάρει απέναντι. Ύστερα βρίσκει ένα μεγάλο κλαδί και τους το στέλνει, κρατώντας το αυτός γερά απ’ τη μεριά του, να πιαστούν και να προχωρήσουν. Αλλά δεν τα καταφέρνουν γιατί η ορμητική στάθμη του νερού το ανασηκώνει και δεν προλαβαίνουν να το πιάσουν. Παλεύουν οι δυο τους στο νερό, κινδυνεύουν να πνιγούν, σέρνοντας ο ένας τον άλλο στον πάτο. Με τα πολλά, μπόρεσαν να γυρίσουν πίσω, εφόσον αδύνατον να ακολουθήσουν τον σύντροφό που είχε περάσει απέναντι. Και τότε ακούνε μια φωνή, ποιοι είστε, μωρέ, είντα κάνετε επαέ τέθοια ώρα, γειάντα φωνάζετε; Του εξηγούν πως θέλουν να περάσουν απέναντι, αλλά τους δυσκολεύει ο κερατένιος ο ποταμός. Α μωρέ, κακομοίρικοι, και μισή ώρα πιο κάτω από δω είναι η γέφυρα! Τον ρωτήσανε κι αυτοί ποιος είναι. Τους είπε με καμάρι πως είναι ζωοκλέφτης και φυλάει πιο κει τα κλεμμένα του, μην έρθει ο τάδε ζωοκλέφτης και του τα πάρει. Αποχαιρετιούνται και πάνε λίγο παρακάτω να περάσουν απ’ τη γέφυρα τον ποταμό. Ε κι είντα πάθανε, βραχήκανε, μα δεν είναι και πράμα, σε λιγάκι θα ’ναι στο χωριό τους, θα τηγανίσουνε δυο τρία αυγά, μ’ ελιές και παξιμάδι και κρασί, αύριο θα ’ναι μια χαρά. Συμπέρασμα; Έπρεπε ή δεν έπρεπε να γνωρίζουν τα κατατόπια του ποταμού; Εφόσον δεν ήταν ένας άγνωστος ποταμός, ο δικός τους ξεροπόταμος ήταν που φούσκωνε κάθε χειμώνα. Έπρεπε. Κι έπρεπε μετά το πάθημά τους να αναλογιστούν τι πάνε να κάνουν; Έπρεπε. Επομένως τι; Να τους θαυμάσεις για την αποκοτιά τους να χώνονται στα ορμητικά νερά ή να τους ψέξεις γιατί προχωρούν στα κουτουρού; Απάντηση δεν έχει. Η γέφυρα όμως ήταν εκεί.»
Η ιστορία είναι παρμένη από το τελευταίο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Έλα να πούμε ψέματα. Κι επειδή ουσιαστικά το βιβλίο αυτό είναι μια μελέτη της Αριστεράς και των αντιφάσεών της, μ’ έναν τρόπο σαν να συμπυκνώνει ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του προεμφυλιακού, του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κλίματος. Κι επειδή η τέχνη δεν λυπάται ούτε τους νεκρούς ούτε τους ζωντανούς, είναι σαν κάτι να λέει για τα σημερινά δεινά μας και τις συνήθειες. Κι έτσι που καμαρώνω μερικές φορές την αποκοτιά μας, σκέφτομαι πιο συχνά ένα κουτουρού, που έρχεται από το παρελθόν και μας ορίζει, αλλά δεν δικαιώνει κανέναν.
Μήπως να μελετήσουμε προσεκτικά τα κατατόπια του ποταμού;