Η καινούργια ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα «A Blast» που θα βγει στις αίθουσες τον Νοέμβριο, καταφέρνει να σπάσει την κυριαρχία της φόρμας, συμπυκνώνοντας το ζήτημα της οικογένειας και της πολιτιστικής κρίσης και αρθρώνοντας το αίτημα της ελευθερίας.
του Παναγιώτη Φραντζή
Η Μαρία είναι στο αυτοκίνητο και κανονίζει να πάρει κάποια λεφτά. Θα αφήσει τα παιδιά στην αδερφή της. Θα παρατήσει τον άντρα της. Είναι περίπου 30 χρονών. Είναι στο αυτοκίνητο και πετάει το κινητό της από το παράθυρο. Δεν της χρειάζεται πια. Βλέπουμε τη ζωή της κομμάτι κομμάτι, προς τα μπρος και προς τα πίσω. Η Μαρία παίζει με την αδερφή της. Η Μαρία βγαίνει με έναν γκόμενο. Η Μαρία ερωτεύεται. Πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού. Κάνουν έρωτα και κάνουν σχέδια. Κάνουν έρωτα και τον ρωτάει πόσα λεφτά θα βγάζει. Η Μαρία παντρεύεται και κάνει τρία παιδιά. Η Μαρία αναλαμβάνει το μαγαζί της μάνας της. Η Μαρία περνάει στη Νομική. Δεν την αφήνει το μαγαζί να σπουδάσει. Ο καπετάνιος λείπει τον περισσότερο καιρό. Μιλάνε μέσω Σκάιπ. Η κρίση τινάζει στον αέρα τα πάντα. Το μαγαζί βουλιάζει στα χρέη. Η οικονομία έχει αποφασίσει ότι ο άντρας θα ταξιδεύει για να φέρνει λεφτά στην οικογένεια. Η γυναίκα θα αποζητά τον έρωτά του, θα μάθει όμως και τις διαδικτυακές ερωτικές εμπειρίες. Με άλλον τρόπο αποκτηνώνεται ερωτικά κι εκείνος. Η επαναλαμβανόμενη σεξουαλική πράξη στα διαλείμματα της αφήγησης θέλει να υπογραμμίσει τη συγκολλητική ουσία του πολιτισμού μας. Η σεξουαλική πράξη, που τελείται με ένταση και πάθος, γεμίζει ένα υπαρξιακό κενό, ένα κενό προσωπικής ταυτότητας. Είναι μια πράξη σχεδόν τελετουργικού – θρησκευτικού χαρακτήρα, που βεβαιώνει ότι όλα θα συνεχίσουν να αντέχουν και να υπηρετούν τη δεδομένη σειρά των πραγμάτων.
Η Γωγώ είναι η αδερφή της Μαρίας. Παρουσιάζει ελαφρά νοητική υστέρηση. Δεν μπορεί να κρατήσει το μαγαζί. Πρέπει να παντρευτεί κάποιον που να έχει μια δουλίτσα. Τον βρίσκει. Μόνο που αυτός είναι λιγάκι βίαιος. Τη χτυπάει, όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια. Και δεν χτυπάει μόνο αυτή. Χτυπάει και μετανάστες. Είναι χρυσαυγίτης. Ένας μπούλης που δέρνει. Στη δουλειά τον κάνουν προϊστάμενο. Έχει πλέον δικό του γραφείο.
Όταν συγκεντρώνονται κάποια στιγμή να φάνε όλοι μαζί, τα δυο ζευγάρια και οι γονείς των κοριτσιών, αυτό είναι το πρώτο θέμα που συζητάνε. Τι δουλειά κάνεις, εμμέσως πόσα λεφτά βγάζεις, και τι πόστο έχεις. Ο μπούλης ανακοινώνει χασκογελώντας την προαγωγή του και μάλιστα ότι παίζουν και διάφορες γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα που εξασφαλίζουν την καλοπέρασή του. Ο Τζουμέρκας δείχνει όλα αυτά αθροίζοντας τα αίτια, για να περιγράψει την έκρηξη ενός ανθρώπου ή την έκρηξη μιας χώρας. Τοποθετεί το συγκεκριμένο οικογενειακό δράμα που ζει η Μαρία σε συγκεκριμένο χρονικό και πολιτικό πλαίσιο. Στην τηλεόραση, στο πατρικό της που βράζει, παίζει το διάγγελμα του Παπανδρέου από το Καστελόριζο. Και σε ένα επόμενο πλάνο το δελτίο ειδήσεων δείχνει επιθέσεις χρυσαυγιτών κατά μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας. Η κρίση, η εφορία, η μιζέρια στο σπίτι, το Μνημόνιο, ο χρυσαυγιτισμός, το άθλιο μαγαζί, τα βάρη της οικογένειας, όλα αυτά κάνουν τη Μαρία να θέλει να φύγει. Τον κυρίαρχο πολιτισμό τον δείχνει η ταινία, τον πολιτισμό της καταστροφικής εκμετάλλευσης του ανθρώπου και της φύσης. Στον αντίποδα, αστειεύεται με τον γραφικό ρόλο των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Σημαίνει αυτό πως ειρωνεύεται κάθε πολιτική συλλογικότητα; Καθόλου. Δεν μιλάει για καμία πολιτική συλλογικότητα. Δεν υπάρχει στον κόσμο της συγκεκριμένης ηρωίδας, στη συγκεκριμένη μικροαστική οικογένεια, καμία πολιτική συλλογικότητα. Υπάρχει η τηλεόραση, τα χρέη, οι οικονομικές εκκρεμότητες, ένας γαμπρός που βγήκε καλός κι ένας που βγήκε σκάρτος. Αλλά υπάρχει στο τέλος μια ομάδα: είναι η ομάδα ψυχοθεραπείας στην οποία θα μιλήσει τελικά η Μαρία. Αυτή είναι η κορυφαία στιγμή, το κέντρο βάρους της ταινίας. Η στιγμή που η Μαρία μιλάει.
Αυτή η σκηνή, λίγο μετά τη μέση του έργου, βάζει επιτέλους μια τελεία στην κατακερματισμένη αφήγηση του κόσμου της ηρωίδας. Είναι μια σκηνή λυτρωτική για το θεατή που η σημασία της υπερβαίνει τα όρια της συγκεκριμένης ταινίας. Η ηρωίδα αποφασίζει να μιλήσει. Μιλάει ουσιαστικά σε μας. Την έχουμε ξαναδεί αυτή την ηρωίδα σε άλλες ταινίες, την ξέρουμε περισσότερο σαν ύφος, σαν φόρμα. Ύστερα από αυτή τη σκηνή έχει βάρος. Έχει φωνή. Ο Τζουμέρκας μας δίνει το κλειδί: «Έζησα μια γελοία ζωή» λέει τονίζοντας την κάθε λέξη. «Δεν θέλω να ξαναδώ τα παιδιά μου. Αγαπώ τον άντρα μου, αλλά δεν θέλω να τον ξαναδώ. Θέλω να ζήσω μια ζωή λιγότερο επώδυνη».
Ένα κοντινό στο πρόσωπό της και μια ατάκα που θέτει το ζήτημα της οικογένειας και της ελευθερίας του ανθρώπου, το ζήτημα της αλλαγής της ζωής. Σε ποια κατεύθυνση; Αυτό δεν είναι έτοιμος να το πει κανείς. Η φυλακή της μικρής ιδιοκτησίας και της μικροαστικής οικογένειας έχει καταρρεύσει, αλλά οι δραπέτες είτε θα περιπλανηθούν χωρίς πυξίδα και ηθικές αρχές στον κόσμο της ατομικότητας μέσα σε έναν καπιταλισμό που δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και ζωή για όλους είτε θα φτιάξουν έναν καινούργιο κόσμο. Η πρώτη ελευθερία είναι η «ελευθερία-από», η δεύτερη η «ελευθερία-για-να». Αν ο θεατής σκεφτεί μόνο την πρώτη εκδοχή, θα δει μια ρηχή ταινία για τα όρια της ελληνικής οικογένειας. Οι προθέσεις του σενάριου ωστόσο δεν μένουν εκεί.
Ο Λάνθιμος μίλησε με τη γλώσσα ενός αντιδραστικού και κρύου φορμαλισμού, βγαλμένου από τον κόσμο της διαφήμισης, για το πρόβλημα της καταπίεσης του ατόμου από την οικογένεια ή την παράδοση (Κυνόδοντας). Ο Οικονομίδης έδειξε την αποξένωση και τη βία στην οικογένεια της φτωχής μικροαστικής τάξης που γίνεται φυλακή της ερωτικής επιθυμίας (Μαχαιροβγάλτης). Ο Βούλγαρης έφτιαξε ένα ρομαντικό μελόδραμα ενδοοικογενειακού σπαραγμού με φόντο έναν ωραιοποιημένο αστικό κόσμο (Μικρά Αγγλία).
Ο Τζουμέρκας δεν ωραιοποιεί τίποτα. Αφετηρία του είναι ο άνθρωπος και η αγωνία ν’ αλλάξει τη ζωή του. Ένας άνθρωπος συγκεκριμένος, που κουβαλάει τις ηθικές επιταγές της τάξης του, που όπως σκλαβώθηκε έτσι ακριβώς επιχειρεί να σπάσει τα δεσμά του. Δεν μιλάει γενικώς για την καταπίεση της οικογένειας. Γίνεται απολύτως σαφής σε ποια οικογένεια, σε ποιο ιστορικό πλαίσιο, σε ποια στιγμή έρχεται η έκρηξη. Συνδέει, έστω πρόχειρα, το πρόβλημα της οικογένειας με το πρόβλημα της πολιτιστικής κρίσης. Κάνει όμως και κάτι ακόμα. Θέτει το προγραμματικών διαστάσεων αίτημα για μια καινούργια ζωή, που δεν θα είναι γελοία και δεν θα είναι καταπιεστική. Χωρίς οικογένεια; Ενδεχομένως. Χωρίς καταπίεση πάντως.