του Θ.Σκαμνάκη
Τόσα χρόνια σ’ αυτή τη στήλη, χωρίς να το καταλαβαίνω πάντα και χωρίς να το ξέρουν κι αυτοί, συνομίλησα με πολλούς, πάμπολλους ανθρώπους. Τα όσα περιέγραψα είναι γεννήματα μιας φαντασίας που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά, χαρακτήρες, καταστάσεις και συναισθήματα. Τα οποία όμως υφίστανται τόσες διυλίσεις, στο μυαλό και στο χαρτί, ώστε βγαίνουν σχεδόν αγνώριστα, ακόμα και για τον υπογράφοντα. Έπειτα από καιρό σπάνια θυμάμαι τις αφορμές. Το ενδιαφέρον όμως σε αυτή τη μικρή περιπέτεια είναι πώς εκλαμβάνουν τα γραφόμενα οι παραλήπτες. Τα επίπεδα της αφαίρεσης σε παρόμοια κείμενα είναι τέτοια που επιτρέπουν να χωρέσουν πάρα πολλοί άνθρωποι, αρκεί να έχουν τα ανάλογο αίσθημα ενοχής ή απλώς ευθύνης. Κι αυτό μπορεί να γεννά παρεξηγήσεις, συνήθως δημιουργικές, αλλά όχι πάντα. Στο παρελθόν, αρκετά μακρινό πια, ήταν κάποιος παλιός φίλος και σύντροφος, που θεωρούσε πως όσα πικρά γράφονταν για τους συντρόφους που είχαν «χαθεί» στην «ασφάλεια» ενός γραφείου ήταν γραμμένα γι’ αυτόν. Δεν ήταν, αλλά τον αφορούσαν, και άρα δικαίως εκλάμβανε ως πρόκληση τα γραφόμενα. Το ίδιο ως φαίνεται συμβαίνει και σήμερα με ποικίλους κάθε φορά αποδέκτες. Για παράδειγμα, κάποιοι σύντροφοι θεώρησαν πως εκείνο το ξερό «χρειάζεται μια νέα συλλογικότητα» είναι μια ευθεία βολή στα υπάρχοντα. Αν το εξέλαβαν έτσι, έχουν δίκιο. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται μόνο μια νέα συλλογικότητα αλλά και μια νέα σκέψη γενικώς, αλλά και ειδικώς για το τι είναι συλλογικότητα. Καθώς το να θεωρείς συλλογικότητα όσα διαδραματίζονται σήμερα στις ομάδες, τις κινήσεις, τα κόμματα της άλλης αλλά και της δικής μας Αριστεράς σημαίνει πως έχεις κατεβάσει πάρα πολύ χαμηλά τον πήχη, κι έτσι μπορεί καθένας να τον υπερβεί χωρίς κόπο. Κι όμως εμείς δεν διεκδικήσαμε ένα ασήμαντο ύψος να το υπερβούμε. Όχι γιατί δεν επιδιώξαμε ευκολίες στη ζωή μας, αλλά γιατί επί του προκειμένου ξεκινήσαμε από μεγάλο ύψος και επιθυμήσαμε να κάνουμε ρεκόρ. Ανεξάρτητα πόσες φορές φάγαμε τα μούτρα μας με πτώσεις, η πτώση δεν δικαιολογεί την έκπτωση. Και, τουλάχιστον στα λόγια, διεκδικούμε ακόμα το μεγάλο άλμα.
Τώρα, θα πείτε, αυτός που γράφει έχει το πλεονέκτημα του γραπτού και της υλικής απουσίας των άλλων. Γίνεται κριτής και επικριτής, χωρίς αντίπαλο. Γκρινιάζει και παίρνει ύφος καθηγητή στην έδρα του, κατακεραυνώνοντας τους πάντες, με λίβελους, ή απλώς με υποδόριες εκφράσεις. Στο τέλος καταλήγει ένας αποξενωμένος άνθρωπος που λέει ηθικολογίες. Στη περίπτωσή μας δε, προσθέτει και μερικούς μελαγχολικούς τόνους προς το μελό κι επαναπαύεται σε κάτι που δεν είναι δάφνες, είναι όμως υπόστρωμα πιο μαλακό από τις οξείες γωνίες των ανοιχτών φραστικών και άλλων μαχών. Ο κίνδυνος, στην περίπτωση μου, για μια τέτοια τροπή είναι μεγάλος. Αλλά κι ο κίνδυνος των «άλλων» να αποξενώνονται στη δική τους κατασκευή της πραγματικότητας είναι, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο επικίνδυνος.
Ας κλείσω με αλληγορία: «Καλύτερα να μας εκτιμούν λιγότερο και να μας διαβάζουν με μεγαλύτερη επιμέλεια» (Γ. Β. Γκέτε, Φάουστ). Το είχε δανειστεί ο Λένιν στο Κράτος κι επανάσταση, αν θυμάμαι.