του Άρη Χατζηστεφάνου
Σαν φαντάσµατα τυλιγµένα µε τη σηµαία της Σκωτίας περπατούσαν µέσα στην οµίχλη αρκετοί οπαδοί της ανεξαρτησίας, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσµα του δηµοψηφίσµατος που έκρινε µε 55,3% την παραµονή στο Ηνωµένο Βασίλειο. Εντελώς αντίθετο ήταν το κλίµα στο εσωτερικό των µεγαλύτερων τραπεζών του Λονδίνου, που έβλεπαν τον γενικό δείκτη σε ένα ράλι ανόδου. Η αστική τάξη του Λονδίνου είχε διατηρήσει µια σηµαντική «επαρχία» της και κατ’ επέκταση την αξία χρήσης της απέναντι στις δυνάµεις του αγγλοσαξωνικού καπιταλισµού. Για να πετύχει αυτό το αποτέλεσµα, συµπεριφερόταν εδώ και εβδοµάδες σαν απατηµένος σύζυγος που άλλοτε απειλούσε τη γυναίκα του κι άλλοτε την εκλιπαρούσε µε δάκρυα στα µάτια να µην τον εγκαταλείψει.
Όπως παρατηρούσε ο γνωστός αναλυτής Τζορτζ Μόνµπιοτ, µε εξαίρεση µία εφηµερίδα (τη Σάντεϊ Χέραλντ), δεν υπήρχε ούτε ένα µεγάλο µέσο ενηµέρωσης που να υποστηρίζει την ανεξαρτησία. Οι οπαδοί του «Ναι» παρουσιάζονταν µάλιστα από τις µεγάλες «πένες» της αγγλικής και της σκωτσέζικης δηµοσιογραφίας σαν τους… Έλληνες: ένας λαός που ζει πέρα από τις δυνατότητές του και θα πρέπει να προσγειωθεί στην πραγµατικότητα, αν θέλει να επιβιώσει. Αρθρογράφος των Τάιµς του Λονδίνου έφτασε στο σηµείο να αποκαλεί τους Σκωτσέζους «κακοµαθηµένους» και «ηλίθιους» που δεν καταλαβαίνουν τι πάνε να χάσουν.
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ κατέφυγαν σε τεχνικές προπαγάνδας που είναι αµφίβολο εάν έχουν χρησιµοποιηθεί από την εποχή του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου (αν και αποτελούν καθηµερινότητα στη µνηµονιακή Ελλάδα). Συγκεκριµένα, η Ντέιλι Μέιλ συνέκρινε το ενδεχόµενο ανεξαρτητοποίησης µε την απειλή του Χίτλερ, ενώ η Τέλεγκραφ εξίσωνε τον επικεφαλής του εθνικιστικού κόµµατος της Σκωτίας µε τον δικτάτορα Ρ. Μουγκάµπε της Ζιµπάµπουε – έναν άνθρωπο που το βρετανικό αναγνωστικό κοινό έχει µάθει να µισεί περισσότερο και από τον ηγέτη της ναζιστικής Γερµανίας. Αρκετά από τα επιχειρήµατα θύµιζαν απελπιστικά τη ρητορική που χρησιµοποιεί στην Ελλάδα το σύνολο των µνηµονιακών πολιτικών αλλά και σηµαντικό κοµµάτι της Αριστεράς για την ανάγκη παραµονής στην ευρωζώνη. Η έξοδος από το Ηνωµένο Βασίλειο παρουσιαζόταν σαν το τέλος του κόσµου που θα φέρει ουρές για συσσίτια, κατάρρευση των τραπεζών και τροµακτική απώλεια εισοδήµατος για όλους τους πολίτες.
Το µεγαλύτερο βάρος της προπαγάνδας όµως έπεσε στην προσπάθεια να ταυτιστεί κάθε οπαδός της ανεξαρτητοποίησης µε τον Άλεξ Σάλµοντ, τον αρχηγό του εθνικιστικού SNP, και έτσι να επικαλυφθούν όλα τα προοδευτικά και κυρίως αντικαπιταλιστικά µηνύµατα της κάλπης. Ένα µεγάλο µέρος της βρετανικής Αριστεράς και των συνδικάτων φάνηκε να ακολουθεί, για διαφορετικούς βέβαια λόγους, το ίδιο µονοπάτι εµµένοντας στο επιχείρηµα πως είτε µε πρωτεύουσα το Λονδίνο είτε µε το Εδιµβούργο ο λαός της Σκωτίας θα παραµείνει θύµα των ίδιων νεοφιλελεύθερων επιλογών. Η προσέγγιση αυτή όµως αγνοούσε την ανθρωπογεωγραφία και τα ταξικά χαρακτηριστικά της ψήφου, όπως τελικά αποτυπώθηκαν στο αποτέλεσµα της κάλπης. Τα σηµαντικότερα ποσοστά του «Ναι» καταγράφηκαν στις εκλογικές περιφέρειες µε την υψηλότερη ανεργία και εργασιακή ανασφάλεια. Η Γλασκόβη, όπου σχεδόν το 54% των ψηφοφόρων στήριξε την ανεξαρτησία, έχει εδώ και χρόνια το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών µε ανέργους, σε σχέση µε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Μ. Βρετανίας. Παρόµοια όµως είναι η κατάσταση και σε περιοχές όπως το Ντάντι και το Γουέστ Ντανµπαρτονσάιρ, όπου επίσης καταγράφηκαν πολύ υψηλά ποσοστά υπέρ του «Ναι». Παράλληλα, η τάση ανεξαρτητοποίησης ήταν ισχυρότερη σε εκλογικές περιφέρειες µε συγκέντρωση νεαρότερων ψηφοφόρων, οι οποίοι βιώνουν καθηµερινά την απειλή της ανεργίας, της ελαστικής απασχόλησης και του ψαλιδίσµατος µισθών και επιδοµάτων. Τα πιο φτωχά και δυναµικά τµήµατα της σκωτσέζικης κοινωνίας, δηλαδή, τάχθηκαν µε πάθος υπέρ της ανεξαρτησίας.
Χωρίς κανείς να µπορεί να ισχυριστεί ότι η ψήφος αυτή είχε αµιγώς αντικαπιταλιστικά ή έστω αντινεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, το να της αποδίδεται µόνο ένας εθνικιστικός χαρακτήρας απλώς ενισχύει την κυρίαρχη προπαγάνδα του Λονδίνου. «Το δηµοψήφισµα», έγραφε από τις σελίδες του Γκάρντιαν ο αρθρογράφος Φίνταν Ο’Τούλ, «δεν αφορούσε τον (ήρωα του σκωτσέζικου εθνικισµού) Μπρέιβχαρντ και ανθρώπους που φοράνε κιλτ», αλλά εξέφραζε την οργή απέναντι στην εξουσία των «πολυεθνικών, στα ολιγοπώλια του Τύπου και κάθε ανεξέλεγκτη ολιγαρχία». Όσο και αν σπίλωνε την ιδεολογική καθαρότητα θερµοκηπίου, που επιζητούσε ένα σηµαντικό τµήµα της Αριστεράς, η εθνική ταυτότητα της Σκωτίας µετατρεπόταν σταδιακά σε εργαλείο εξέγερσης απέναντι στην παντοκρατορία του λονδρέζικου Σίτι – της καρδιάς δηλαδή του βρετανικού χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου. Η κυρίαρχη προπαγάνδα, παρουσίαζε τους Σκωτσέζους σαν τα κακοµαθηµένα παιδιά που θέλουν να «φάνε» µόνα τους όλο το πετρέλαιο, αποσιωπώντας τις πιο ριζοσπαστικές φωνές που ονειρεύονταν οικονοµική ανεξαρτησία όχι µόνο από το Λονδίνο αλλά και από τις Βρυξέλλες. Οι προτάσεις λόγου χάρη για εθνικοποιήσεις τραπεζών, διαγραφή χρεών και δηµιουργίας µιας νέας κεντρικής τράπεζας που θα εκδίδει εθνικό νόµισµα µπορεί να µην είναι ό,τι πιο επαναστατικό έχει ακουστεί στη Γηραιά Ήπειρο µετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά απειλούσαν ορισµένους από τους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης σκέψης που επιβάλλουν οι τραπεζίτες του Σίτι και της Φρανκφούρτης.
Απέναντι σε αυτή την πραγµατικότητα σηµαντικές µορφές της βρετανικής Αριστεράς κατέφυγαν στα (γνωστά και στην Ελλάδα) επιχειρήµατα ότι οι Σκωτσέζοι οφείλουν να σκεφτούν και το λαό της Αγγλίας και µαζί να προσπαθήσουν να ανατρέψουν εκ των έσω την παντοκρατορία των τραπεζών. Πρόκειται για το ίδιο επιχείρηµα που χρησιµοποίησε τελικά και ο Γκόρντον Μπράουν, όταν έριξε όσο πολιτικό βάρος του έχει αποµείνει για να στηρίξει την παραµονή της Σκωτίας στην ένωση. Πραγµατοποιώντας ίσως την τελευταία διατεταγµένη της υπηρεσία προς το σύστηµα η βρετανική «σοσιαλδηµοκρατία» έσωσε την ένωση θυσιάζοντας την εκλογική βάση των Εργατικών στη Σκωτία.