του Δημήτρη Βογιατζίδη
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα τάγµατα εφόδου της Χρυσής Αυγής τον περασµένο Σεπτέµβρη αποτέλεσε αφορµή για την ενδυνάµωση και τη συσπείρωση ενός πλατιού αντιφασιστικού κινήµατος που µε µεγαλειώδεις πορείες και δράσεις ύψωσε το ανάστηµά του απέναντι στο φασισµό. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και µε αφορµή τη συµπλήρωση ενός χρόνου από τη δολοφονία ξεκίνησε και η πρωτοβουλία του Αντιφασιστικού Σεπτέµβρη, µε στόχο την καθιέρωσή του ως µηνα αντιφασιστικών δράσεων και κινητοποιήσεων σε όλες τις γειτονιές.
Η πρωτοβουλία αυτή, η οποία πάρθηκε αρχικά από την Εργατική Λέσχη Κερατσινίου – ∆ραπετσώνας την άνοιξη µέσω ενός ανοιχτού καλέσµατος για τη δηµιουργία ενός πλατιού αντιφασιστικού συντονισµού, στηρίχθηκε από πλήθος κόσµου, συλλογικοτήτων, σωµατείων, αντιφασιστικών κινήσεων, συλλόγων γονέων, µαθητών κ.ά. µε κύρια χαρακτηριστικά την ενότητα δράσης, τη δηµοκρατική λειτουργία, την εργατική-ταξική κατεύθυνση, την πάλη ενάντια στον εκφασισµό του κράτους, των µηχανισµών του (κρατικών και παρακρατικών), της εργοδοσίας και συνολικότερα στο σύστηµα που τον γεννά και τον θρέφει. Όλη αυτή η προσπάθεια ήθελε να βάλει έναν πραγµατικά επικίνδυνο και αιχµηρό αντιφασισµό που θα έχει εργατική ταξική γραµµή, αυτοτελή αντιφασιστική δράση και πολιτικό λόγο απέναντι στον όψιµο κρατικό αντιφασισµό.
Πρώτος σταθµός του Αντιφασιστικού Σεπτέµβρη ήταν το Πέραµα µε τη διοργάνωση ενός ολοήµερου αντιφασιστικού φεστιβάλ στις 13/09, σε ένα χώρο µε ιδιαίτερο συµβολισµό, τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Στις 18/09 ακολούθησε η αντιφασιστική πορεία στο Κερατσίνι, όπου δεκάδες χιλιάδες κόσµος ακολούθησε το πανό του συντονισµού. Μια πορεία που παρά το οργανωµένο σχέδιο της αστυνοµίας να τη διαλύσει, παρά την τροµοκρατία, την καταστολή και τις συλλήψεις στο σωρό δεν έχασε τη µαχητικότητά της. Ο Αντιφασιστικός Σεπτέµβρης «έκλεισε» µε το φεστιβάλ στο Κερατσίνι στις 21/09, στο σχολείο του Παύλου, όπου πάνω 1.500 άτοµα στήριξαν τις εκδηλώσεις και τη µεγάλη συναυλία στο τέλος.
Η επιτυχία του όλου εγχειρήµατος δεν ήταν µόνο σε τοπικό επίπεδο, καθώς το πανελλαδικό κάλεσµα για έναν Αντιφασιστικό Σεπτέµβρη σε όλες τις γειτονιές στηρίχθηκε από διάφορες συλλογικότητες σε όλη τη χώρα µε πάνω από 50 εκδηλώσεις-κινητοποιήσεις και δράσεις στο πλαίσιό του.
Όλη αυτή η µαζική επανεµφάνιση του αντιφασιστικού κινήµατος µε την πολυχρωµία του και τις ιδιοµορφίες του είναι ένας πλούτος που βοηθάει να βγάλουµε κρίσιµα συµπεράσµατα για την από δω και πέρα πορεία του και τα χαρακτηριστικά του.
Καταρχήν είναι πολύ ενθαρρυντική η απόδειξη στην πράξη ότι το αντιφασιστικό κίνηµα µπορεί να είναι ταυτόχρονα πολιτικά αιχµηρό, ταξικά προσδιορισµένο και πλατιά µαζικό. Από την άλλη, η εµφάνιση ενός άχρωµου, αταξικού και απολιτίκ αντιφασισµού, ανεκτού απ’ όλους, σαν θυσία στο βωµό της µαζικότητας και της απήχησης όχι µόνο αποπροσανατολίζει αλλά και πολύ εύκολα ενσωµατώνεται στο σύστηµα και τα ΜΜΕ.
Σε µια περίοδο κατά την οποία θεριεύει η αντιλαϊκή επίθεση του κεφαλαίου, γιγαντώνονται η ανεργία και η πείνα, εντείνεται η κρατική τροµοκρατία και καταστολή, αυξάνεται η εργοδοτική αυθαιρεσία, πετσοκόβονται δηµοκρατικές ελευθερίες, ο φασισµός αξιοποιείται σαν εργαλείο του συστήµατος, για να µπορεί να καταπνίγει οποιαδήποτε φωνή αντίστασης. Άλλωστε όλες οι τελευταίες αποκαλύψεις της σχέσης της διακυβέρνησης Μπαλτάκου µε στελέχη της ΧΑ πείθουν και τον πιο επιφυλακτικό για τις σχέσεις κράτους – παρακράτους και το ρόλο τους.
Σε µια τέτοια περίοδο η συνειδητή ή ασυνείδητη αντιµετώπιση του φασισµού είτε σαν καιρικού φαινοµένου, που ήρθε και απλώς πρέπει να περιµένουµε υποµονετικά να περάσει, είτε σαν νοοτροπίας που αποκρύπτει την πολιτική του υπόσταση και το ταξικό του µίσος είτε ακόµα µονόπλευρα, λες και είναι µια δικαστική υπόθεση, µε το κίνηµα να δίνει «τη µάχη της δικογραφίας», όχι µόνο είναι ακίνδυνη απέναντι στον κίνδυνο του φασισµού και του ολοκληρωτισµού αλλά αποτελεί και πισωγύρισµα για την αντιφασιστική πάλη.
Η µόνη µαχητική και προωθητική γραµµή παρέµβασης και αλληλεπίδρασης µε τα ασυνείδητα-ηµισυνειδητά ρεύµατα που εµφανίζονται είναι η αυτοτελής παρουσία ενός µάχιµου ταξικού αντιφασισµού που θα τα µετατοπίζει στην κατεύθυνση της ρήξης και όχι της ενσωµάτωσης, µέσω της κοινής δράσης.
Κλείνοντας αυτό τον κύκλο των δράσεων κρατάµε παρά τα όποια προβλήµατα και τις δυσκολίες που συναντήσαµε την απόδειξη στην πράξη οτι µια αντικαπιταλιστική γραµµή εντός του αντιφασιστικού κινήµατος µπορεί να κερδίσει και στο περιεχόµενο και στις µορφές και στη µαζικότητα. Για ένα αντιφασιστικό κίνηµα που «δεν θα φοβάται» να µιλήσει για τα µικρά και τα µεγάλα.
Αντί επιλόγου: Είναι κρίµα αντικαπιταλιστικές οργανώσεις και αντιφασιστικές κινήσεις που έχουν προσφέρει τόσα στο κίνηµα να καταλήγουν να γίνονται ουρά σε άλλα σχέδια µε «πορεία» προς την ενσωµάτωση.