του Νιάρχου Νιαρχάκου
Στο χώρο των Επαγγελµατικών ∆ηµοσίας Χρήσης (Ταξί) αυτοκινήτων οι εξελίξεις στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης είναι ευθέως ανάλογες µε όλα όσα συµβαίνουν σε κάθε επαγγελµατικό και εργασιακό χώρο στην Ελλάδα. Οι απασχολούµενοι σ’ αυτόν βιώνουν δραµατική πτώση του µεταφορικού έργου, αντίστοιχη µείωση του εισοδήµατός τους, ενώ ταυτόχρονα δέχονται ολοµέτωπη επίθεση από το κεφάλαιο που σκοπό έχει να υφαρπάξει σηµαντικό κοµµάτι του µεταφορικού έργου έχοντας και τη στήριξη από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-Ν∆, το ∆ΝΤ και την ΕΕ.
Για πολλά χρόνια οι ιδιοκτήτες-αυτοαπασχολούµενοι και οι οδηγοί-εκµεταλλευτές κάλυπταν αποκλειστικά και µε ικανοποιητική επάρκεια τη µεταφορά επιβατών που επέλεγαν να µη χρησιµοποιήσουν τα δηµόσια ΜΜ και τα ΙΧ τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα –µε δεδοµένο και τον µεγάλο όγκο του µεταφορικού έργου– οι απασχολούµενοι στα ταξί να έχουν ικανοποιητικά εισοδήµατα, ενώ η απόκτηση άδειας ταξί, που είχε σταδιακά περάσει από το κράτος στους εµπόρους πώλησης αδειών ταξί (µαντράδες), απέκτησε τεράστια αξία και δηµιουργήθηκε ένας µεγάλος κύκλος εργασιών και πολλές φορές µεγάλη φοροδιαφυγή.
Οι εργαζόµενοι στο χώρο του ταξί αποτελούν ένα ετερόκλητο και αντιφατικό κοινωνικό στρώµα µε έντονα µικροαστικά χαρακτηριστικά και συµπεριφορές συντεχνίας. Για πολλούς απασχολούµενους στα ταξί, η εκµετάλλευση αυτού αποτελεί διασφάλιση µιας θέσης εργασίας και η απόκτηση της άδειας ταξί τούς έχει στοιχίσει πολύ ακριβά. Οι συνθήκες εργασίας είναι πολύ δύσκολες [κίνηση στους δρόµους, άγχος για το µεροκάµατο, πολλές ώρες δουλειάς (12-16), ανθυγιεινές συνθήκες].
Η απόπειρα του κεφαλαίου να ρίξει τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στους ώµους των εργαζοµένων και των χαµηλών λαϊκών στρωµάτων, που είναι η κυρίως πελατεία του ταξί, έφερε µεγάλη µείωση στα εισοδήµατα των απασχολούµενων ταξιτζήδων στο περίπου 50%-60%. Οι εργαζόµενοι στα ταξί επιχείρησαν να αντεπεξέλθουν αυξάνοντας τις ώρες εργασίας τους, χωρίς όµως αποτέλεσµα και ένα αξιοπρεπές µεροκάµατο. ∆εν µπορούν να καλύψουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές στον ΟΑΕΕ, να αποδώσουν ΦΠΑ και να αντέξουν το υψηλό κόστος συντήρησης των οχηµάτων τους. Οι περισσότεροι µάλιστα απ’ αυτούς, έχοντας αγοράσει τις άδειες µε υψηλό τίµηµα και µε ενυπόθηκα δάνεια από τις τράπεζες, δεν µπορούν πια να εξυπηρετήσουν αυτά τα δάνεια, µε αποτέλεσµα να κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους.
Την ίδια περίοδο το κεφάλαιο, µε αιχµή τον ΣΕΤΕ (Σύνδεσµος Τουριστικών Επιχειρήσεων), επιδιώκει να πάρει το καλύτερο µέρος του µεταφορικού έργου, καθώς οσµίστηκε παρθένο πεδίο επιχειρηµατικής δράσης και κέρδη. Αρχικά επιδίωξε µε νοµοθετικές παρεµβάσεις επί υπουργίας Ρέππα και Ραγκούση να διεισδύσει στο χώρο. Η αντίδραση των αυτοκινητιστών, η µεγάλη απεργία διαρκείας τον Αύγουστο του 2011 και η σφοδρή σύγκρουση µε την κυβέρνηση πάγωσαν τις εξελίξεις. Στη διάρκεια αυτής της απεργίας αναδείχτηκαν ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Η συγκυβέρνηση Ν∆-ΠΑΣΟΚ και η φιλικά προσκείµενη σ’ αυτήν ηγεσία της Πανελλήνιας Οµοσπονδίας Ταξί (Λυµπερόπουλος-Ν∆, ∆ήµου-ΠΑΣΟΚ), αφού άφησαν πρώτα να εκτονωθεί η αγωνιστική διάθεση των αυτοκινητιστών, καλλιέργησαν κλίµα αυταπάτης και αναµονής και κατάφεραν να περάσουν µε το νόµο 4093 διατάξεις που επέτρεπαν στο κεφάλαιο να πάρει κοµµάτι της πίτας τού µεταφορικού έργου. Ο Ν. 4093 επιτρέπει να δηµιουργηθούν εταιρείες που θα έχουν το δικαίωµα να αποκτούν περισσότερες των δύο αδειών ταξί, κάτι που για τους αυτοκινητιστές ήταν κόκκινη γραµµή. Επίσης ο Ν. 4093 δίνει το δικαίωµα σε εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων να µεταφέρουν επιβάτες µε οδηγό και αφήνει ελεύθερα τουριστικά γραφεία και ξενοδοχεία να κάνουν µεταφορές µε 7θέσια και 9θέσια οχήµατα από και προς τουριστικούς προορισµούς. Μάλιστα, το τουριστικό κεφάλαιο επιδιώκει να πάρει το φιλέτο των µετακινήσεων (αεροδρόµια, λιµάνια, µεγάλα ξενοδοχεία κ.λπ.).
Οι αυτοκινητιστές µπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις και στον κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους, αν και έπρεπε να αντιδράσουν µε µεγάλους και ανυποχώρητους αγώνες, υποτάχθηκαν µε µεγάλη ευθύνη της γραφειοκρατικής, συµβιβασµένης και υποταγµένης ηγεσίας του κλάδου και χωρίς πολλές αντιδράσεις αποδέχτηκαν µοιρολατρικά την κατάσταση.
Σήµερα µπροστά στ’ αδιέξοδα που αντιµετωπίζουν, στη βεβαιότητα της πλήρους προλεταριοποίησής τους, που τους επιβάλει η πολιτική της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ∆ΝΤ, οι εργαζόµενοι στα ταξί, ανεξάρτητα αν είναι ιδιοκτήτες ή οδηγοί, πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να διεκδικήσουν αγωνιστικά το δικαίωµα στην εργασία και στη ζωή. Να ξεπεράσουν τις αυταπάτες, το µικροαστισµό τους, να αντλήσουν εµπειρίες και διδάγµατα από τις αγωνιστικές τους παρακαταθήκες, να δουν ότι εχθρός τους είναι ο καπιταλισµός και οι πολιτικοί του εκφραστές, η κυβέρνηση, η ΕΕ και το ∆ΝΤ. Το µέλλον τους δεν µπορεί να είναι η φτηνή και αναλώσιµη απασχόλησή τους – οδηγοί µε µισθούς πείνας και χωρίς δικαιώµατα. Πρέπει να ανατρέψουν τις συµβιβασµένες ηγεσίες, να πάρουν τα συνδικάτα στα χέρια τους, να φτιάξουν ισχυρούς συνεταιρισµούς και συλλογικότητες. Οφείλουν να αντιληφθούν ότι η θέση τους είναι δίπλα στην εργατική τάξη, στα αγωνιζόµενα λαϊκά στρώµατα, και όχι απέναντί τους.