του Λεωνίδα Βατικιώτη
Το τέλος µιας ολόκληρης εποχής σήµαναν οι 200 διαθεσιµότητες που ανακοίνωσε η Χαλυβουργική του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου. Το νέο δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, καθώς το καλοκαίρι είχαν αναγκάσει 150 εργαζόµενους να αποχωρήσουν µε πρόγραµµα… εθελουσίας εξόδου, ενώ οι πρόσφατες µειώσεις µισθών είχαν προδιαγράψει τη σηµερινή εξέλιξη. ∆ύο ήταν οι αφορµές που οδήγησαν στο κλείσιµο, επί της ουσίας, της ιστορικής βιοµηχανίας και περαιτέρω ολόκληρου του κλάδου, καθώς µε διαφορά λίγων ηµερών τη σκυτάλη πήρε η οικογένεια Μάνεση, που ανακοίνωσε στους 108 εναποµείναντες της Χαλυβουργίας στον Ασπρόπυργο ότι βάζει λουκέτο.
Κατ’ αρχάς το υψηλό ενεργειακό κόστος που σαν αποτέλεσµα είχε, στα 530 ευρώ που τιµάται κατά µέσο όρο ο τόνος η µπετόβεργα σε διεθνές επίπεδο, στην Ελλάδα τα 55 ευρώ να αφορούν ενέργεια, όταν στην Ιταλία το αντίστοιχο κόστος ενέργειας ήταν 35 ευρώ. Καθοριστικό ρόλο όµως για την αυλαία που πέφτει σε ολόκληρο τον κλάδο, όπως µαρτυρούν τα σηµαντικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει κι ο τρίτος µονοπωλιακός όµιλος που δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά, του Στασινόπουλου, µε εργοστάσια µεταλουργίας στην Ελλάδα (όπως Σωληνουργεία Θηβών, Ελληνική Βιοµηχανία Αλουµίνιου, Σοβέλ στο Βόλο που παράγει µπετόβεργα, Βιοχάλκο κ.λπ.), ο οποίος ανακοίνωσε τη µεταφορά της έδρας του εκτός Ελλάδας, γι να αποφύγει το υψηλό κόστος δανειακών κεφαλαίων, έπαιξε και η πρωτοφανής ύφεση του ελληνικού καπιταλισµού. Η πτώση του ΑΕΠ περισσότερο από 21% τα τελευταία έξι χρόνια, εξαιτίας των µέτρων τεχνητής ύφεσης που έχει επιβάλει η τρόικα, ώστε πιο εύκολα και χωρίς αντιδράσεις να περάσουν µέτρα όπως η µείωση των µισθών και η κατάργηση των συλλογικών συµβάσεων εργασίας, έπληξε στοχευµένα την οικοδοµή, η οποία όπως συνέβαινε σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο αποτελούσε µαζί µε την κατανάλωση την ατµοµηχανή της οικονοµικής ανάπτυξης. Σηµαντικά σε αυτή τη µεταβολή συνέβαλε και το σπάσιµο της τραπεζικής φούσκας, καθώς η ανέγερση νέων αντισεισµικών κατοικιών χρηµατοδοτούνταν σταθερά από δάνεια. Έτσι όµως εξασφαλιζόταν ένα υψηλό, ποιοτικό επίπεδο ζωής για εκατοµµύρια εργαζοµένους και πολύ περισσότερο για µεσαία στρώµατα. Το φρενάρισµα εποµένως που παρατηρείται στην οικοδοµική δραστηριότητα δεν αποτελεί δείγµα οικονοµικού εξορθολογισµού, όπως συχνά παρουσιάζεται. Όσο κι αν δεν φαίνεται τώρα, µεσοπρόθεσµα θα σηµάνει τη ραγδαία επιδείνωση των όρων στέγασης για την κοινωνική πλειοψηφία, που θα ζει σε παλιά και κακοσυντηρηµένα (και από αντισεισµική άποψη) σπίτια. Αποτέλεσµα της καθίζησης της οικοδοµικής δραστηριότητας, που δεν αφορά µόνο την ιδιωτική οικοδόµηση αλλά και τη δηµόσια, µε τα µεγάλα έργα να ανήκουν οριστικά και αµετάκλητα στο παρελθόν, αν εξαιρέσουµε το συγκρότηµα της νέας Λυρικής στο Φάληρο και τους οδικούς άξονες, είναι ότι από τα 2,5 εκατ. τόνους µπετόβεργας το 2007 η ετήσια κατανάλωση έχει πέσει στους 300.000 τόνους, περίπου στο ένα όγδοο ή στα επίπεδα της δεκαετίας του 1950.
Η παρακµή του κλάδου της χαλυβουργίας δεν σηµαίνει ότι το κόστος της προσαρµογής κατανέµεται συµµετρικά µεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης. Όλο το προηγούµενο διάστηµα, µε αποκορύφωµα την ηρωική απεργία στη Χαλυβουργία προ διετίας, το κεφάλαιο επιχείρησε να µεταφέρει στην εργατική τάξη το κόστος της ύφεσης αξιοποιώντας µάλιστα όλο το οπλοστάσιο των µνηµονιακών νόµων. Έτσι επιχείρησε κι εν πολλοίς κατάφερε να µειώσει τους µισθούς, να επιβάλει την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ακόµη και να θέσει υπό απαγόρευση το δικαίωµα της διεκδίκησης και της απεργίας, όπως πέτυχε ο Μάνεσης, επιλέγοντας να τιµωρήσει τους απεργούς µέσω εκδικητικών µηνύσεων που στόχο είχαν την παραδειγµατική εξόντωση των πρωτοπόρων εργατών. Το αβυσσαλέο κενό που χωρίζει αυτούς οι οποίοι έδεναν επί δεκαετίες το ατσάλι από όσους νέµονταν τους καρπούς της δουλειάς των εργατών, πολλοί εκ των οποίων είναι σακαταµένοι από εργατικά ατυχήµατα, φαίνεται επίσης κι από το γεγονός ότι έγκαιρα η αστική τάξη της χαλυβουργίας είχε φροντίσει να κάνει «διασπορά κινδύνου», τοποθετώντας τα κεφάλαιά της σε κλάδους υψηλότερης κερδοφορίας: από τράπεζες και ποδόσφαιρο µέχρι εισαγωγικό εµπόριο και ναυτιλία.
Ούτε κι οι ευθύνες κατανέµονται αναλογικά για την παρακµή του κλάδου. Όπως πολύ εύστοχα και αποκαλυπτικά κατήγγειλε η Πρωτοβουλία για τη ∆ηµιουργία Ανεξάρτητης Ταξικής Εργατικής Κίνησης, όλα τα προηγούµενα χρόνια οι καπιταλιστές του κλάδου, όταν υπήρχαν τα κέρδη, αντί να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε λαµαρίνες ή ειδικούς χάλυβες έµειναν στην µπετόβεργα. Πολύ περισσότερο από την εκ παραδόσεως κοντόθωρη λογική του ελληνικού κεφαλαίου η ευθύνη βρίσκεται στους νόµους κίνησης του ίδιου του καπιταλισµού. Το υψηλό ρίσκο που συνοδεύει τις νέες επενδύσεις, το οποίο γίνεται εντελώς αποθαρρυντικό αν συγκριθεί µε τις αποδόσεις άλλων τοποθετήσεων σε πιο κερδοσκοπικές δραστηριότητες, είχε προαναγγείλει πριν από τη σηµερινή κρίση τους τίτλους τέλους της ελληνικής χαλυβουργίας.
Η κυβέρνηση από την άλλη εκµεταλλεύτηκε τη συγκυρία και την αυξηµένη κοινωνική ευαισθησία για το τέλος ενός κλάδου που συντηρούσε πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας (κάθε θέση εργασίας χαλυβουργού προϋπόθετε εργασία από 6 ως 8 άτόµων), για να ανακοινώσει ένα πακέτο µέτρων, που χωρίς ακόµη να έχει ολοκληρωθεί και εξειδικευτεί µειώνει το κόστος της παραγωγής, µετακυλίοντάς το στις πλάτες της κοινωνίας.
Πρόκειται για ηµίµετρα. Η κυβέρνηση Σαµαρά κι οι προηγούµενες µνηµονιακές κυβερνήσεις φέρουν τεράστια ευθύνη για το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ελληνικής βαριάς βιοµηχανίας, όχι όµως και την αποκλειστική, καθώς πρόκειται για µια διαδικασία που δεν εξελίσσεται οµοιόµορφα σε όλο τον αναπτυγµένο καπιταλισµό κι ειδικά στην ΕΕ. Η τάση αποβιοµηχάνισης, που ενίοτε εµφανίζεται κι ως δείγµα εξέλιξης, δεν είναι γενική!
Από τον Οκτώβριο του 2012 η ΕΕ έχει υποδείξει το περίγραµµα της επαναφοράς µιας βιοµηχανικής πολιτικής, που υπακούει στις ανάγκες συσσώρευσης και διευρυµένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε µια περίοδο κρίσης και υποχώρησης των εύκολων κερδών που άφηνε επί τρεις κοντά δεκαετίες η υπέρµετρη ανάπτυξη του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Το αντιφατικό, στα όρια της τραγωδίας, είναι ότι η προώθηση και υλοποίηση αυτής της πολιτικής που ως ζητούµενο έχει την κανονικοποίηση της διαδικασίας απόσπασης υπεραξίας και δηµιουργίας κερδών, χωρίς ποτέ φυσικά να περάσει σε δεύτερη µοίρα η κερδοσκοπία, αποτελώντας εγγενές χαρακτηριστικό του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισµού, κάνει µη αντιστρέψιµο τον ξαφνικό θάνατο και δεν δηµιουργεί ελπίδες ανάκαµψης στην ελληνική χαλυβουργία. Η αιτία βρίσκεται στα ποιοτικά γνωρίσµατα της κυοφορούµενης βιοµηχανικής πολιτικής. Μακριά από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου για δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας, διατροφική επάρκεια, επίλυση του στεγαστικού προβλήµατος κι άνοδο του βιοτικού του επιπέδου η έµφαση πλέον δίνεται στη δηµιουργία καινοτόµων προϊόντων υψηλής προστιθέµενης αξίας, ώστε να εξασφαλίζονται υπερκέρδη, ή τις εξαγωγές που, κακά τα ψέµµατα, γίνονται για την τιµή των όπλων.
Γιατί είναι τόσο σκληρός ο ανταγωνισµός για όποιον περάσει τα σύνορα και συντηρητική, κατ’ επέκταση, η τιµολόγηση που κατά κοινή οµολογία δεν αποφέρουν κέρδη. (Λέγεται µάλιστα ότι µοναδική βιώσιµη αναλογία εξαγωγών προς πωλήσεις στο εσωτερικό είναι 3 προς 7.) Μάρτυρας οι χαλυβουργικές επιχειρήσεις που εξήγαγαν για να µειώσουν τις ζηµιές κι όχι να τις αντιστρέψουν ή να τις κάνουν κέρδη. Ο εξαγωγικός προσανατολισµός της νέας βιοµηχανικής πολιτικής εποµένως γίνεται αιτία λουκέτων και κρίσεων στον Νότο, διευρύνει το πλεονέκτηµα των ευρωπαϊκών χαλυβουργιών. ∆εν είναι καθόλου τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Ένωση απέρριψε αρχικά το µέτρο της «διακοψιµότητας». που µειώνει το κόστος της ενέργειας όταν µεγάλοι καταναλωτές, όπως η χαλυβουργία, ενηµερώνουν έγκαιρα ότι σταµατούν να τραβούν ρεύµα σε περιόδους υψηλής κατανάλωσης, χαρακτηρίζοντάς το κρατική επιδότηση. Προφανώς οι κοινοτικοί αξιωµατούχοι λειτουργούν σαν βαποράκια και λοµπίστες ευρωπαϊκών οµοειδών µονοπωλίων, που µόνο να κερδίσουν έχουν, αν αποσυρθούν από τον κλάδο οι έλληνες ανταγωνιστές τους, περιµένοντας να τους αγοράσουν µε ένα ευρώ. Ό,τι ακριβώς έκαναν µε τα ναυπηγεία, τη βιοµηχανία ζάχαρης, την πολεµική βιοµηχανία, κ.ά. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ακόµη κι οι πιο γενναιόδωρες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όταν δεν σηµαίνουν νέα βάρη για την κοινωνία που θα κληθεί να σώσει τη βιοµηχανία, πέφτουν στο κενό. Αποδεικνύονται επικοινωνιακά πυροτεχνήµατα που στοχεύουν να σώσουν ό,τι σώζεται από τη γελοιότητα του «σαξές στόρι». Τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει τον Σαµαρά και τον Βενιζέλο.
Η εργατική τάξη και τα µικροµεσαία στρώµατα, αντίθετα, θέλουν να συνεχίσει να υπάρχει χαλυβουργία και βαριά βιοµηχανία για πολλούς λόγους: γιατί εγγυώνται ποιοτικές, εξειδικευµένες και καλοπληρωµένες θέσεις εργασίας, αντίθετα µε το εµπόριο, τις υπηρεσίες και τον τουρισµό, όπου οι θέσεις εργασίας είναι ευκαιριακές, προσωρινές και κακοπληρωµένες, γιατί η ταξική συνείδηση που αρµόζει σε αυτές τις θέσεις εργασίας ευνοεί την τάση του αγώνα και τον αντικαπιταλισµό, γιατί αυτές οι δραστηριότητες µπορούν να εγγυηθούν την παραγωγή κοινωνικά αναγκαίων και επωφελών αγαθών, και για πολλούς ακόµη λόγους. Μόνο που ο σηµερινός τρόπος παραγωγής δεν µπορεί να εξασφαλίσει ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και, πολύ περισσότερο, να λειτουργούν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας τέτοιες βιοµηχανίες. Σήµερα ωστόσο επείγει η επιθετική διεκδίκηση του στόχου να µείνουν ανοικτές αυτές οι βιοµηχανίες, που αποτελούν δηµιούργηµα των εργαζοµένων κι όχι του κάθε τυχάρπαστου καπιταλιστή που τις οδήγησε στην υπερχρέωση, µε αποτέλεσµα κι οι τρεις όµιλοι να οφείλουν σε τράπεζες περί τα 2 δισ. ευρώ. Η λύση για τώρα είναι αυτές οι βιοµηχανίες να εθνικοποιηθούν και να περάσουν υπό εργατικό έλεγχο, χωρίς καµιά αποζηµίωση στους ιδιοκτήτες τους, που πρέπει µάλιστα να διωχθούν για να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθηµα.