Τρία αλληλένδετα πολιτικά στοιχεία συναπαρτίζουν την πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Πρώτον, η μονομερής κατάργηση μνημονίων – δανειακών συμβάσεων, η άρνηση πληρωμής – διαγραφή του χρέους, η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ. Δεύτερο, το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Τρίτον, η επιβολή όλων αυτών με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, με πυλώνα ένα ανασυγκροτημένο ταξικό εργατικό κίνημα.
του Παναγιώτη Μαυροειδή
Η ΕΕ… δεν είναι στις Βρυξέλλες
Το έχουμε διαβάσει πολλές φορές τελευταία: «Οι επιφυλάξεις της τρόικας στηρίζονται στο ενδεχόμενο το γάλα ημέρας να δημιουργήσει καθεστώς προστασίας. Οι ίδιες πηγές διευκρίνιζαν πάντως ότι δεν τίθεται θέμα παρασκευής γιαούρτης από γάλα σκόνη». Ολόκληρη τρόικα σπαταλάει τον «πολύτιμο» χρόνο της για την ετικέτα που θα έχει το γάλα ημέρας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με την ΕΚΤ, συνεπικουρούμενες από το ΔΝΤ «που διαθέτει τεχνογνωσία», ασχολούνται με ανατριχιαστική λεπτομέρεια και βασανιστική επιμονή πώς το παστεριωμένο (ή και φαρμακωμένο με συντηρητικά) γάλα που μπορεί να φέρνει μια πολυεθνική από την άκρη του κόσμου δεν θα υστερεί επικοινωνιακά σε σχέση με το φρέσκο γάλα ενός τοπικού αγροτικού συνεταιρισμού.
Ίσως θα έφτανε αυτό το παράδειγμα για να καταδειχτεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι στις Βρυξέλλες αλλά πανταχού παρούσα σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Η ΕΕ σχεδιάζει και απαιτεί βήμα το βήμα τη μείωση των μισθών και των συντάξεων, τη δρομολόγηση των απολύσεων, την εκποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, τις… δόσεις χρεών στην εφορία, τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, τον τρόπο πώλησης βιβλίων και φαρμάκων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
Δύσκολο είναι να αμφισβητήσει κανείς ότι η εμπλοκή της ΕΕ είναι πάντα από την ίδια σκοπιά: σε βάρος των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειονότητας, των αγροτών, όσων μοχθούν τίμια και στερούνται τα πολλά και ουσιώδη.
Άλλο είναι το τραγικό: Η συζήτηση και η τοποθέτηση των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων και της Αριστεράς απέναντι στην ΕΕ, είναι τουλάχιστον αναντίστοιχη, άτολμη και άνευρη.
Δεν συζητάμε βέβαια εδώ γι’ αυτούς που δηλώνουν ακόμη εραστές της ΕΕ, όπως η ΔΗΜΑΡ. Αυτοί χάρηκαν ακόμη και για τις θηριωδίες του ναζιστικού εσμού στην Ουκρανία, μιλώντας για «θετικές εξελίξεις», που φυσικά ευλόγησε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχει σημασία όμως πώς βλέπει τα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ, που επαγγέλλεται αλλαγή σελίδας και ανακούφιση για τα λαϊκά στρώματα έναντι της μνημονιακής επιδρομής. Να τι μας λέει ο πρόεδρός του σε πρόσφατη συνέντευξη: «Το Μνημόνιο υλοποιήθηκε με νομοθετικές παρεμβάσεις που οδήγησαν σε παρέκκλιση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Αν δεν είναι αυτό απόλυτη διαστρέβλωση ή άρνηση να δεις κανείς μια πραγματικότητα λόγω εμμονής σε μια ιδεοληψία που καταρρέει, τότε τι είναι; Είναι όμως μια «αναγκαία» τοποθέτηση υπερασπιστικής γραμμής για τη θέση πως «η ΕΕ είναι το σπίτι μας και το ευρώ το νόμισμά μας».
Αναγκαιότητα η ρήξη και η έξοδος από την ΕΕ
Ενώ είµαστε σε µια στιγµή που όποια πέτρα κι αν σηκώσεις βρίσκεις από κάτω το σκορπιό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν πράγµατι άνεργοι ή εργαζόµενοι που θεωρούν άσχετο το ρόλο της ΕΕ µε την καταβαράθρωση των ίδιων των όρων ζωής τους. Αυτό είναι πρόβληµα µε χρονικό βάθος, απότοκο της µυθολογίας που έχει πλάσει το αστικό πολιτικό σύστηµα υπέρ της ΕΕ και δεν ανατρέπεται εύκολα. Αυτή όµως η διαπίστωση πρέπει να είναι µια αφετηρία αναζήτησης της τέχνης για την αποκάλυψη του σκόπιµου µύθου. Να µη λειτουργεί σαν άλλοθι για εθελοντική φίµωση και απόκρυψη του ανίερου δεσµού µεταξύ ΕΕ και ντόπιων δυναστών, που οδηγεί στην εργατική γενοκτονία.
Δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό από τους αριστερούς αγωνιστές που λένε: «Μα τώρα ο κόσµος δεν έχει φαγητό, δεν έχει δουλειά, εµείς θα τον πρήζουµε µε την ΕΕ;». Σε απλή γλώσσα, θα µπορούσε να πει κανείς ότι αυτό µοιάζει µ’ εκείνον που έχει πέσει στο γκρεµό και πριονίζει το σκοινί της ανόδου του,υπερηφανευόµενος ότι κάνει υψηλή τέχνη σε µια απόσταση µισής περπατησιάς, αντί να «χάνει χρόνο και δυνάµεις» αναζητώντας την έξοδο.
Το πρώτο αναγνωριστικό στοιχείο µε µαζικούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους για µια Αριστερά που εννοεί αυτά που λέει δεν µπορεί εποµένως παρά να είναι τούτο: για δουλειά, µισθούς, δηµόσια αγαθά, δηµοκρατία, αλληλεγγύη και ειρήνη, απαιτείται ρήξη και έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι το «σήµα κατατεθέν» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην παρέµβασή της στις ευρωεκλογές και αποτελεί τη συµβολή της σε µια ευρύτερη αναγκαιότητα αλλαγής προσανατολισµού µέσα στην Αριστερά.
Μπροστά µας υπάρχει µια τριπλή εκλογική αναµέτρηση µε το πολιτικό µήνυµα να βγαίνει βασικά από τις ευρωεκλογές, παρά τη µηδαµινή σηµασία ενός ευρωκοινοβουλίου ανύπαρκτου και διακοσµητικού της ευρωπαϊκής απολυταρχίας. Δεν είναι εκλογές σε ένα σωµατείο ή στο… Κολοκοτρωνίτσι. Το βασικό ερώτηµα είναι η στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις πολιτικές της. Δεν είναι θέµα διατυπώσεων, φράσεων και συµπεριλήψεων, ούτε πολύ περισσότερο «βυζαντινολογία», όπως µε αφέλεια ή από σκοπιµότητα λένε ορισµένοι. Χρειάζεται απλή, διαυγής τοποθέτηση χωρίς υποσηµειώσεις. Με ποιο κριτήριο; Πρώτα πρώτα, ας δούµε τι σηµαίνει παραµονή στην ΕΕ από δω και στο εξής.
Η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισµό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση προβλέπει ότι κράτη-µέλη της ευρωζώνης µε χρέος µεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, οφείλουν να το µειώνουν κατά 1/20 κάθε έτος. Ζητείται, µάλιστα, αυτή η πολιτική να αποκτήσει εθνική νοµική κατοχύρωση, κατά προτίµηση συνταγµατική! Το ελληνικό χρέος είναι 170% του ΑΕΠ. Με απλές πράξεις προκύπτει ότι για την παραµονή στην ευρωζώνη και την ΕΕ απαιτείται ένα µνηµόνιο 10-12 δισ. ευρώ κάθε χρόνο! Ο Κανονισµός 472 της ΕΕ προβλέπει, από την άλλη, ότι όποια χώρα έχει δανειστεί από τους ευρωπαϊκούς µηχανισµούς θα βρίσκεται σε καθεστώς αυξηµένης εποπτείας µέχρι να ξεπληρώσει το 75% των δανείων της! Αυτό για την Ελλάδα σηµαίνει ότι θα βρίσκεται σε καθεστώς επιτροπείας για µισό αιώνα και βάλε.
Με λίγα λόγια, τα µνηµόνια µέσα στην ΕΕ γίνονται µόνιµα, µετατρέπονται σε καθεστώς. Όχι µόνο αυτό: θα καταστούν συνταγµατική τάξη, που σηµαίνει ότι και η αντίσταση εναντίον τους θα είναι θεµελιωδώς παράνοµη και θα θεωρείται «απόπειρα ανατροπής του συντάγµατος και του καθεστώτος». Ίσως τώρα καταλαβαίνουµε τη σηµασία της πρόκλησης του πρωθυπουργού όταν από τις ΗΠΑ ανακοίνωνε: «Το έξω από την ΕΕ είναι το άλλο άκρο και θα το αντιµετωπίσουµε και αυτό (σ.σ.: όπως και τη ΧΑ)». Δεν πρόκειται µόνο για µια πρόσκληση πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω στο µέσα ή το έξω από την ΕΕ, αλλά για ανοιχτή ανακοίνωση φυλάκισης και εξόντωσης όσων αντισταθούν.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, µαζί µε την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση σε αυτή την κατεύθυνση, ανοιχτά, θαρρετά, σηκώνει το γάντι. Μάχεται για τη µαζική συγκρότηση και αριστερή πολιτικοποίηση του υπαρκτού ανερχόµενου αντιΕΕ ρεύµατος, πάνω στο αίτηµα για διπλή έξοδο από ευρωζώνη και ΕΕ µε προοδευτικό αντικαπιταλιστικό πρόσηµο.
Αγωνιστές του ΣΥΡΙΖΑ, που τοποθετούνται αριστερά σε σχέση µε τη φιλοΕΕ γραµµή της ηγεσίας του, υποτάσσονται στην κοµµατική γραµµή µε το επιχείρηµα ότι «η ρήξη µε την ΕΕ είναι για αύριο, τώρα πρέπει να καταργήσουµε τα µνηµόνια». Δεν έχει κάποια βάση ο ισχυρισµός. Τα µνηµόνια δεν είναι χαρτιά για να καούν ή να µετονοµαστούν σε «πρόγραµµα ανόρθωσης». Είναι (µεταξύ των άλλων) ένα σύνολο αντεργατικών αντικοινωνικών ρυθµίσεων για να πληρωθεί το χρέος. Αν δεν διαγραφεί αυτό, η διακήρυξη για κατάργηση των µνηµονίων στερείται νοήµατος. Είναι πολιτικό και ταξικό ζήτηµα, δεν είναι τεχνικό ή λογιστικό. Παράλληλα, µε το λεγόµενο κούρεµα, το χρέος έχει µετατραπεί σε επίσηµο, είναι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο Μηχανισµό, στα κράτη-µέλη της ΕΕ. Διαγραφή του χρέους χωρίς ρήξη µε τους θεσµούς της ΕΕ δεν γίνεται. Δεν υπάρχουν κουτόφραγκοι…
Ας το συνοψίσουµε: Κατάργηση των µνηµονίων, διαγραφή του χρέους και αποδέσµευση από ευρωζώνη και ΕΕ αποτελούν τρεις αδιάσπαστους κρίκους µιας αλυσίδας που πρέπει να σπάσει. Η έξοδος ωστόσο είναι µια βασική προϋπόθεση, µια αφετηρία, χωρίς να είναι η λύση. Πώς θα αντιµετωπιστεί, έστω προοδευτικά, το ζωτικό ζήτηµα της απασχόλησης, όταν έχουµε 1,5 εκατ. ανέργους, εκατοντάδες χιλιάδες να δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται και πάνω από το 40% του παραγωγικού δυναµικού των (εν λειτουργία) επιχειρήσεων, να είναι σε κατάσταση αργίας;
Οι δυνατότητες δηµαγωγίας από τα αστικά κόµµατα είναι πλέον περιορισµένες. Μα και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν µπορεί να πει κάτι συγκεκριµένο και δεν δεσµεύεται σε τίποτα ουσιαστικά. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσµιοποίησης και της κυριαρχίας των ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην οικονοµία, που λειτουργούν εκτεθειµένες σε όρους ευρωπαϊκού και ευρύτερου ανταγωνισµού, ποιος αλήθεια θα ισχυριστεί ότι θα αποτελέσει προτεραιότητα γι’ αυτούς η δηµιουργία θέσεων εργασίας;
«Στόχος µου είναι να βγάζω χρήµατα, όχι αυτοκίνητα» έλεγε ο γερο-Φορντ στις ΗΠΑ, µια ρήση που πρέπει να ξαναθυµηθούµε. Το ζήτηµα είναι πως το κριτήριο του Φορντ πρυτανεύει όχι µόνο ως (εύλογο) ατοµικό επιχειρηµατικό κριτήριο αλλά και ως συντεταγµένη οικονοµικής ανάπτυξης για την Ελλάδα. Αν δεν ξεφεύγουµε από αυτό, ποιος πιστεύει ότι σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης θα βρεθούν επενδυτές που θα βάλουν τα κεφάλαιά τους σε παραγωγικές επενδύσεις που θα δηµιουργούν θέσεις εργασίας;
Μπορεί να υπάρξει γενναία άνοδος στα ποσοστά απασχόλησης χωρίς ένα γιγάντιο πρόγραµµα δηµόσιων επενδύσεων σήµερα, µε κριτήριο τις εσωτερικές και ειδικότερα τις εργατικές και κοινωνικές ανάγκες; Ξεδιάντροπα, οι µνηµονιακοί λένε: «Άµα πέσουν τα µεροκάµατα, καταργηθούν τα δικαιώµατα και αυξηθεί η εισφοροαπαλλαγή και η φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου, θα έρθουν επενδύσεις και άρα ανάπτυξη». Ο ΣΥΡΙΖΑ ψελλίζει κάτι για αυξηµένη φορολόγηση και παρέµβαση µέσω της διανοµής, αν και αυτό το ψαλίδισε σκόπιµα µέσω των γνωστών δηλώσεων Σταθάκη.
Στο βαθµό που υπάρξουν επενδύσεις, αυτό θα συµβεί σε µικρή κλίµακα και θα πρόκειται για µια αιµατηρή «ανάπτυξη» τύπου Κίνας. Αλλά πιστεύουµε ότι η κατά Σαµαρά ανάπτυξη τύπου Ειδικής Οικονοµικής Ζώνης µε είλωτες δεν θα σηµειωθεί σε τέτοια έκταση που στα σοβαρά να απαντά στο θέµα της απασχόλησης και του εργατικού εισοδήµατος.
Όταν το εργατικό κόστος στη Χαλυβουργική κινείται στο 7-9%, όταν η συµπίεση του εργατικού εισοδήµατος στο σύγχρονο καπιταλισµό πιάνει πλέον ιστορικά όρια επιβίωσης, είναι εύλογο το αίτηµα των βιοµηχάνων «βοηθήστε µας να τα οικονοµήσουµε» να µεταφράζεται σε «δώστε µας τζάµπα ρεύµα» και άλλα τέτοια. Κι εκεί η κυβέρνηση ανταποκρίνεται αµέσως…
Το δεύτερο αναγνωριστικό στοιχείο της πολιτικής πρότασης διεξόδου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι εποµένως τούτο: Να χάσει εισόδηµα, ιδιοκτησία και πλούτο το κεφάλαιο! Η δηµόσια ιδιοκτησία στο κέντρο του άλλου δρόµου. Αυτή η κατεύθυνση δεν είναι µια ανέφελη πορεία «παραγωγικής ανασυγκρότησης» χωρίς ταξικό πρόσηµο. Αντίθετα, απαιτεί εκτεταµένες εθνικοποιήσεις στον πρωτογενή και δευτερογενή τοµέα, αυξήσεις µισθών, εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, επίταξη του συνόλου του παραγωγικού ιστού στο όνοµα της επιβίωσης και του µέλλοντος της κοινωνίας, σκληρή σύγκρουση µε την οικονοµική και πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου. Στην γλώσσα της επιστήµης, της πολιτικής οικονοµίας και ορολογίας αυτό λέγεται αντικαπιταλιστική απάντηση, διέξοδος και ανατροπή.
Δυστυχώς έχουµε φτάσει στο σηµείο εκφυλισµού και των ίδιων των πολιτικών όρων, µε µεγάλη ευθύνη και της διαχειριστικής ρεφορµιστικής Αριστεράς. Πρέπει να στήσουµε πάλι τα νοήµατα στα πόδια τους κι αυτό θέλει κόπο και τέχνη.
Πάει πολύ όµως να µας κουνούν το δάχτυλο, τα υπολείµµατα ακριβώς εκείνης της Αριστεράς που βάφτισε εύηχα τον καπιταλισµό αγορά, τον ιµπεριαλισµό παγκοσµιοποίηση, την κοινωνική εξολόθρευση προσαρµογή, την ταξική πάλη εναλλακτικές προτάσεις και να µας λένε ως να µη ξέρουν τίποτα για το φόνο: «Μα αυτά τα αντικαπιταλιστικά δεν τα καταλαβαίνει κανένας, ας µιλήσουµε για τις συντάξεις». Λες και γι’ αυτό χρειάζεται η Αριστερά! Για να δηµαγωγεί µπροστά στο συνταξιούχο λέγοντάς του ότι ξέρει να µετρά τα λεφτά της σύνταξής του και έτσι να τον «ξεστραβώνει»…
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα δείχνει την έξοδο
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν υποστηρίζει την αποδέσµευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να «σωθεί» η εθνική βιοµηχανία έτσι γενικά, για παράδειγµα η Χαλυβουργική του Αγγελόπουλου. Αντίθετα, µας ενδιαφέρει η σωτηρία των εργαζοµένων, της δουλειάς και της ζωής τους. Γι’ αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ζητάει την εθνικοποίηση της επιχείρησης αυτής, χωρίς αποζηµίωση, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού προγράµµατος ρήξης και ανατροπής, από τη σκοπιά των συµφερόντων της εργατικής τάξης.
Ο ταξικός αντίπαλος καθόλου δεν µασάει τα λόγια του, ούτε µαζεύει την ταξική του γλώσσα. Κοιτάξτε πόσο απλά τα λέει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην οµιλία του στην ετήσια γενική συνέλευση των µετόχων: «Η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας κόστους επιτεύχθηκε κυρίως µέσω της µείωσης του κόστους εργασίας ανά µονάδα προϊόντος, λόγω της βαθιάς ύφεσης και της αλµατώδους αύξησης της ανεργίας αλλά και λόγω της µεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας».
Η Αργεντινή έχει να µας διδάξει πολλά επίσης. Η υποτίµηση του νοµίσµατός της, µετά την αποδέσµευση από το δολάριο, τόνωσε αρχικά τις εξαγωγές, αύξησε το ΑΕΠ και ανέστρεψε την κατάρρευση της απασχόλησης. Η απαλλαγή από µέρος του χρέους απελευθέρωσε απαραίτητους πόρους. Με την κυριαρχία όµως των µεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον παραγωγικό και εµπορικό τοµέα της χώρας, τα οφέλη αυτά φυσικά και δεν µοιράστηκαν στην εργατική τάξη και τη φτωχολογιά. Αντίθετα, µετακυλίστηκαν σε καπιταλιστικά κέρδη, σε άνοδο της κοινωνικής ανισότητας και σε πυροδότη µιας νέας βαθιάς κρίσης. Έπειτα από δέκα χρόνια βλέπουµε σήµερα την αντιστροφή των θετικών δυνατοτήτων που δηµιούργησε η µερική ρήξη µε το πλαίσιο υποταγής στο διεθνές καπιταλιστικό πλαίσιο. Αυτό συνηγορεί υπέρ της ανάγκης για ολική αντικαπιταλιστική ανατροπή και όχι υπέρ του περιορισµού στο αστικό πλαίσιο.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα συνεπώς είναι ο «δίδυµος αδερφός» της εξόδου από ευρωζώνη και ΕΕ. Δεν είναι θέµα «ιδεολογικό» αλλά προσδίδει χρώµα και ταξικό περιεχόµενο στην αναγκαία είσοδο στον άλλο δρόµο. Δίνει πρόσηµο εργατικό, δηµοκρατικό, διεθνιστικό.
Ανατρεπτικό εργατικό κίνημα για ξεσηκωμό
Με την απλοϊκή προσδοκία έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας η Αριστερά όχι μόνο δεν πάει πλατύτερα, αλλά βυθίζεται απελπιστικά στην πολιτική κενολογία. Και όχι μόνο αυτό: Όλο και περισσότερο θα βλέπει την πλάτη της ακροδεξιάς φασιστικής απάντησης. Εκεί όπου η Αριστερά ήταν ακραία φιλοευρωπαϊκή και τυφλή μπροστά στο αντιδραστικό οικοδόμημα της ΕΕ, εκεί ακριβώς η πεποίθηση πως η ΕΕ δεν έχει μέλλον μετατρέπεται σε επιθετικό ακροδεξιό ρεύμα, που χρεώνει και στην Αριστερά την κατεστημένη άθλια κατάσταση.
Όσο η Αριστερά ταυτίστηκε με τις δήθεν μεταρρυθμίσεις του υποτιθέμενου εξανθρωπισμένου καπιταλισμού και τους θεσμούς του, άλλο τόσο σήμερα τα πιο πληβειακά εργατικά στρώματα μετακινούνται υπέρ του στρατιωτικού καπιταλισμού και της κατάργησης κάθε ίχνους δημοκρατίας, αντί της επαναστατικής απελευθερωτικής υπέρβασής του.
Αν η Αριστερά δεν τολμά να δείξει τους ενόχους (παρά μόνο τα ομοιώματά τους), δεν μπορεί να πείσει για το δρόμο μιας πραγματικά άλλης διεξόδου. Και αν αυτά μένουν σκοτεινά και ακατονόμαστα, τότε δε φωτίζονται και οι προϋποθέσεις της ανατροπής, της λαϊκής νίκης.
Μια επιλογή εξόδου από την ΕΕ ενταγμένη σε ένα δρόμο ρήξης με την κυριαρχία του κεφαλαίου στην Ελλάδα θα σηματοδοτήσει έναν αγώνα ζωής ή θανάτου, θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα ποιες κοινωνικές και ταξικές δυνάμεις μπορούν να ηγηθούν στη νέα πορεία της κοινωνίας ενάντια και έξω από το καπιταλιστικό πλαίσιο. Το πρόγραμμα αυτό είναι στοιχειωδώς αναγκαίο πρόγραμμα, όχι απλά σαν πεδίο αναμέτρησης για μια σοσιαλιστική προοπτική αλλά και προϋπόθεση για την επιβίωση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Δεν μπορεί όμως από την ίδια του τη φύση να εφαρμοστεί με… άδεια. Χρειάζεται να επιβληθεί με σκληρό ταξικό και πολιτικό αγώνα με ανατρεπτικά χαρακτηριστικά και στόχο τον πανεργατικό και παλλαϊκό ξεσηκωμό.
Είναι το τρίτο αναγνωριστικό στοιχείο της πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Ανατρεπτικό εργατικό κίνημα και οργανωμένος λαός, για ένα γενικό ξεσηκωμό που θα σαρώσει τους κοινωνικούς και πολιτικούς δυνάστες!
Η αλήθεια είναι ότι είμαστε σε εποχή εξεγέρσεων μα και αντεπαναστάσεων. Δεν αναφερόμαστε μόνο σε αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας σε επίπεδο κορυφαίων πολιτικών γεγονότων αντεπαναστατικής τομής, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το πραξικόπημα στρατού και Αμερικάνων στην Αίγυπτο ενάντια στο λαϊκό δημοκρατικό κύμα ή στην έφοδο των ναζιστών με τις ευλογίες και τη χρηματοδότηση της ΕΕ στην Ουκρανία.
Το ίδια τα Προγράμματα Προσαρμογής που εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο και εσχάτως στην Ελλάδα και άλλες χώρες της ΕΕ συνιστούν μια αναίρεση κοινωνικών κατακτήσεων ενός ολόκληρου αιώνα με βίαιο τρόπο. Δεν έχουμε δει ακόμη ούτε τις τελικές κοινωνικές συνέπειές τους ούτε την ολική μετάλλαξη των πολιτικών συστημάτων σε κοινοβουλευτικές χούντες.
Χωρίς ένα ανατρεπτικό εργατικό κίνημα, χωρίς άνθηση νέων μορφών οργάνωσης των ελαστικά εργαζομένων, των ανέργων, των απλήρωτων, χωρίς δοκιμασίες μορφών αποφασιστικής δράσης που να ανεβάζουν τη μαχητική διάθεση, χωρίς προβληματισμό για συγκρότηση οργάνων λαϊκής οργάνωσης και επιβολής της θέλησης των εργαζομένων, ο δρόμος δεν μπορεί να ανοίξει. Ο στόχος της ανατροπής περνάει υποχρεωτικά από μια πρόταξη της ανάγκης για μαχητική εργατική λαϊκή αντιπολίτευση. Κάθε υποτίμηση σε αυτό, πολύ περισσότερο από θέσεις κριτικής στήριξης διαχειριστικών «αριστερών» κυβερνητικών λύσεων, που βαφτίζονται «προτάσεις εξουσίας», ακυρώνει τη φυσιογνωμία και την αξία χρήσης της «αντικαπιταλιστικής Aριστεράς».