Τον Σεπτέμβριο του 1917, σε συνθήκες οξύτατης κρίσης, ο Λένιν συνειδητοποίησε ότι τα άμεσα ζητήματα (ανεργία, πείνα) δεν λύνονται με μικρομεταρρυθμίσεις, αλλά με σκληρή ταξική πάλη, αυτενέργεια του λαού και ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά μέτρα, όπως η βαριά φορολογία των πλουσίων.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Διαφαίνεται µια αλλαγή στη στάση της Γερµανίας που όµως δεν πρόκειται να µεταβάλει άρδην τα πολιτικά και οικονοµικά δεδοµένα. Εµµένει αµετάθετα στη δηµοσιονοµική πειθαρχία, την οποία έχει θωρακίσει πλέον µε αυστηρούς θεσµούς εποπτείας και ποινικές ρήτρες που µονιµοποιούν την πολιτική της λιτότητας και της δηµοσιονοµικής ισορροπίας.
Είναι διατεθειµένη να προβεί σε κάποια ρύθµιση του χρέους επιµηκύνοντάς το επί δεκαετίες στους ώµους νεότερων γενιών, υποθηκεύοντας ανάπτυξη, δηµοκρατία, ανεξαρτησία, επιτρέποντας αναγνωριστική έξοδο στις αγορές, όπως συνέβη µε την Ιρλανδία και την Τράπεζα Πειραιώς, ελέγχοντας όµως αυστηρά τη δανειοληψία ώστε να µην υπάρξουν οι εκτροπές του παρελθόντος. Η έξοδος στις αγορές, ιδιαίτερα για την ελληνική κυβέρνηση, φαίνεται να αποτελεί τη νέα µεγάλη ιδέα µετά τη «σωτηρία» του ευρώ και το πρωτογενές ψευδοπλεόνασµα στη συνέχεια. Προσδίδει µάλιστα σ’ αυτή την έξοδο µια εθνικιστική – ακροδεξιά διάσταση, στηλιτεύοντας όποιον την αµφισβητεί για εθνική µειοδοσία, παρόλο που η έξοδος θα είναι αναγνωριστική, ενώ το επιτόκιο θα είναι σαφώς µεγαλύτερο του ESM και θα επιβαρύνει το µη εξυπηρετήσιµο χρέος.
Η Γερµανία έχοντας διασφαλισµένη τη δηµοσιονοµική πειθαρχία, δείχνει διατεθειµένη να επιτρέψει στις µνηµονιακές κυβερνήσεις κάποιες αµελητέες ελαφρύνσεις, εν όψει µάλιστα κρίσιµων εκλογικών αναµετρήσεων. Αυτό είναι εµφανές απ’ τη συγκατάνευση της τρόικας στην εκλογοθηρική διανοµή 500 εκατ. απ’ το πρωτογενές πλεόνασµα.
Ανοχή φαίνεται να δείχνει η Γερµανία και στην άνοδο της Κεντροαριστεράς. Αυτό επιβεβαιώνεται απ’ τη συγκυβέρνηση χριστιανοδηµοκρατών – σοσιαλδηµοκρατών στη Γερµανία, την αγαστή συνεργαστία µε Ολάντ, Πέτα και Ρέντσι, αλλά και στα καθ’ ηµάς απ’ την ενεργητική θετική στάση της ΕΕ στη συγκρότηση µιας ισχυρής και αξιόπιστης Κεντροαριστεράς αλλά ακόµη κι’ απ’ την αύξουσα ανοχή προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η «στροφή προς τ’ αριστερά» δεν ανησυχεί το ιερατείο των Βρυξελλών, αφού η Κεντροαριστερά έχει τα µάλα συµβάλει στη συντηρητική αναδόµηση του συστήµατος. Εξάλλου, για την επιβίωση του πολιτικού συστήµατος είναι αναγκαίος όρος η ανανέωσή του και η καλλιέργεια προοδευτικών ψευδαισθήσεων µετά τη συντηρητική κόπωση.
Τα δευτερεύοντα οικονοµικά και ακίνδυνα ανοίγµατα της ΕΕ συνδέονται οργανικά µε τη στρατηγική της ανασυγκρότησης του ολοκληρωτικού καπιταλισµού. Δεσπόζουσα κατεύθυνση είναι η υπερενίσχυση του πολυεθνικού πολυκλαδικού χρηµατοπιστωτικού κεφαλαίου, ιδίως του βορειοευρωπαϊκού, η σύνθλιψη της εργατικής τάξης και των µεσαίων στρωµάτων, η εντατικοποίηση του πολιτικού και εργασιακού αυταρχισµού. Γι’ αυτό και η λυσσαλέα επίθεση στον ιδιωτικό τοµέα, που κυρίως δεν υπηρετεί τη δηµοσιονοµική ισορροπία, αλλά προωθεί την κινεζοποίηση της εργατικής τάξης από άποψη δικαιωµάτων και απολαβών (που για µια ακόµη φορά είναι στο στόχαστρο), ώστε να γίνει ακόµη φθηνότερη (σε επίπεδο Βουλγαρίας, όπως ορίζουν τα Μνηµόνια) µε απαίτηση του κεφαλαίου στην ΕΕ και την Ελλάδα, ώστε να αναβαθµιστεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων έναντι φθηνότερων αγορών εργασίας.
Δογματική, ρεφορμιστική ή αντικαπιταλιστική πολιτική;
Το επίδικο ζήτηµα στο οποίο κρίνεται η πολιτική, η τακτική (άµεσα) και η στρατηγική (µεσοµακροπρόθεσµα) είναι η αντιµετώπιση της οξύτατης και σφαιρικής κρίσης που σοβεί. Η ιµπεριαλιστική – αστική στάση αποβλέπει σε µια πιο ήπια ή πιο προωθηµένη κινεζοποίηση της κοινωνίας των εργαζοµένων. Αυτή την αντιδραστική ανασυγκρότηση υπηρετεί και η ρεφορµιστική τακτική ουσιαστικά στη λογική ενός «καπιταλισµού µε ανθρώπινο πρόσωπο». Η δογµατική Αριστερά ουσιαστικά δεν έχει πρόταση για τη συγκυρία, συνθηµατολογεί κατά των µεγάλων προβληµάτων, αλλά τα παραπέµπει στις ελληνικές καλένδες της «λαϊκής οικονοµίας και της λαϊκής εξουσίας», δηλαδή στο σοσιαλισµό, αποφεύγοντας επιµελώς την αναφορά του όρου. Αποµένει η αντικαπιταλιστική Αριστερά, και κυρίως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που προτείνει αντικαπιταλιστική πολιτική στο κυρίαρχο πρόβληµα της συγκυρίας, την κρίση, µε διττό άξονα, αρνητικό και θετικό: τη µαταίωση των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και την κατάκτηση προωθηµένων αντικαπιταλιστικών αλλαγών που αποδιαρθρώνοντας στον όποιο βαθµό την κεφαλαιοκρατία και συγκροτώντας µέσα απ’ αυτήν την πάλη το στρατό της επανάστασης αποτελούν βήµα µετάβασης στο σοσιαλισµό. Αυτή η εκτίµηση για το ρόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν αποτελεί θεωρητικό και πολιτικό ναρκισσισµό ούτε συµπλεγµατικό µικροµεγαλισµό. Είναι µια εκτίµηση που δεν γίνεται µε γνώµονα την απήχηση µιας πρότασης στη µια ή την άλλη στιγµή της εξέλιξης, αλλά µε γνώµονα την αντικειµενική αναγκαιότητά της στην τρέχουσα κρίση και την αξιοποίησή της ενάντια στην κεφαλαιοκρατία, την αντιδραστικότερη ανασυγκρότησή της και τη συντριπτική αλλαγή συσχετισµού (οικονοµικού, εργασιακού, πολιτικού) εις βάρος της εργατικής τάξης.
Σε συνθήκες µεγάλης οµοιότητας µε τις σύγχρονες ο Λένιν έγραψε µια µπροσούρα µε τίτλο Η καταστροφή που µας απειλεί και πώς πρέπει να την καταπολεµήσουµε. Η µπροσούρα γράφτηκε παραµονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, στις 10-14 (23-27) Σεπτέµβρη του 1917. Η δηµιουργική επαναστατική σκέψη και πολιτική, επειδή πράγµατι ενδιαφέρεται ν’ αλλάξει τον κόσµο, δεν επικαλείται τις αναλύσεις των σκαπανέων του µαρξισµού σαν άγια εικονίσµατα που αυτόµατα εξορκίζουν το κακό, όπως κάνουν οι δογµατικοί. Ούτε τις χρησιµοποιεί όπως οι ρεφορµιστές και οι αναθεωρητές, σαν αριστερό φύλλο συκής του συστηµικού προσανατολισµού τους. Ο επαναστάτης, για ν’ αλλάξει τον κόσµο, είναι υποχρεωµένος να αξιοποιεί το θεωρητικό και εµπειρικό κεκτηµένο του µαρξισµού για τη συγκεκριµένη ανάλυση της συγκεκριµένης κατάστασης. Υπάρχει λογική και ιστορική αναλογία των τότε και των νυν συνθηκών (οξύτατη – καταστροφική κρίση) και της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής πρότασης µε την τότε αντικαπιταλιστική πρόταση για την αντιµετώπιση της κρίσης και τη µετάβαση στο σοσιαλισµό. Γι’ αυτό είναι θεµιτό και επαγωγικό να χρησιµοποιήσουµε την ανάλυση του Λένιν ως µεθοδολογία για την ανάλυση της σύγχρονης συγκυρίας.
Σε τι έγκειται η αναλογία; Η Ρωσία είναι ενταγµένη στον ιµπεριαλιστικό συνασπισµό της Αντάντ που αντιµάχεται τον αντίπαλο συνασπισµό των κεντρικών αυτοκρατοριών (Γερµανία, Αυστροουγγαρία). Γράφει ο Λένιν: «Μας απειλεί αναπότρεπτα µια καταστροφή πρωτάκουστης έκτασης και πείνα. Φουντώνει η µαζική ανεργία. Πλησιάζουµε όλο και πιο γρήγορα στην κατάρρευση, γιατί ο πόλεµος δεν περιµένει και το ξεχαρβάλωµα που δηµιουργεί σε όλες τις πλευρές της ζωής του λαού εντείνεται ολοένα και περισσότερο».
Ποια λύση προτείνει ο Λένιν για την αποφυγή της επαπειλούµενης καταστροφής και µάλιστα µεσούντος του ιµπεριαλιστικού πολέµου; ∆εν προτείνει απλώς κάποια µέτρα αντιµετώπισης της ακραίας φτώχειας, στο πλαίσιο της ιµπεριαλιστικής συµµαχίας της Αντάντ, απ’ το φόβο των αντιδράσεων των ιµπεριαλιστών συµµάχων ή και των αντιπάλων. Ούτε προτείνει ως άµεση και µόνη δυνατή λύση το σοσιαλισµό, όπως τροµολαγνικά υποστήριζαν οι πολιτικοί αντίπαλοι των µπολσεβίκων. Αντίθετα, για την αντιµετώπιση της καταστροφής και της πείνας προτείνει ριζοσπαστικά µέτρα πάλης, που η εφαρµογή τους θα θίξει τα πρωτάκουστα κέρδη µιας χούφτας τσιφλικάδων και καπιταλιστών. Ο Λένιν υποστηρίζει ότι ο λαός µπορεί και την ύστατη στιγµή να αποτρέψει την επερχόµενη κατάρρευση: «Ωστόσο, φτάνει να προσέξει κανείς λίγο και να σκεφτεί για να πειστεί πως υπάρχουν τρόποι για να καταπολεµηθεί η καταστροφή και η πείνα, ότι τα µέτρα πάλης που πρέπει να παρθούν είναι απολύτως καθαρά και απλά, απολύτως πραγµατοποιήσιµα, απολύτως προσιτά στις λαϊκές δυνάµεις, και πως τα µέτρα αυτά δεν παίρνονται αποκλειστικά και µόνο γιατί η εφαρµογή τους θα θίξει τα πρωτάκουστα κέρδη µιας χούφτας τσιφλικάδων και καπιταλιστών». Σε συνθήκες οξύτατης κρίσης ο Λένιν πραγµατοποιεί µια µεγαλοφυή σύλληψη. Συνειδητοποιεί ότι τα άµεσα ζητήµατα (ανεργία, πείνα) δεν λύνονται µε µικροµεταρρυθµίσεις, αλλά µε σκληρή ταξική πάλη, αυτενέργεια του λαού, ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά µέτρα.
Βασικές πλευρές της πρότασης των µπολσεβίκων για αντιµετώπιση της καταστροφής ήταν:
– Εθνικοποίηση των τραπεζών.
– Εθνικοποίηση των µεγαλύτερων µονοπωλιακών ενώσεων των καπιταλιστών.
– Έλεγχος από λαϊκά δηµοκρατικά όργανα της δραστηριότητας και των κερδών των καπιταλιστών στην περίπτωση απάτης. Βαριά φορολογία των πλουσίων.
– Οργάνωση του πληθυσµού σε καταναλωτικούς συνεταιρισµούς που δεν θα περιορίζονται στη διανοµή του ψωµιού, όπως έκανε ο γραφειοκρατικός µηχανισµός της προσωρινής κυβέρνησης, αλλά όλων των αναγκαίων προϊόντων, ελέγχοντας ταυτόχρονα την κατανάλωση των πλουσίων.
Το πρόγραµµα αυτό το συνέδεε οργανικά µε κεφαλαιώδη ζητήµατα: τον πόλεµο, την οργάνωση του λαϊκού κινήµατος και το πέρασµα στο σοσιαλισµό. Συνδέοντας διαλεκτικά την εσωτερική πολιτική µε την εξωτερική, ο Λένιν θεωρούσε ότι τα µέτρα αντιµετώπισης της καταστροφής που πρότεινε δεν θα ήταν δυνατόν να εφαρµοστούν στην πράξη, όσο η Ρωσία εξακολουθεί να διεξάγει έναν ιµπεριαλιστικό πόλεµο για τα συµφέροντα των καπιταλιστών. Όσο η Ρωσία δεν προτείνει δίκαιη ειρήνη και δεν ξεκόβει από τον ιµπεριαλισµό, θα υφίσταται τα δεινά και την ερείπωση του πολέµου, θα διεξάγει έναν πόλεµο άδικο, αντιδραστικό, κατακτητικό. Η κατάπαυση του πολέµου και η δίκαιη ειρήνη θα ήταν το πρώτο βήµα. Το δεύτερο βήµα θα ήταν η µετατροπή του πολέµου από ιµπεριαλιστικό σε πόλεµο κατά του ιµπεριαλισµού και του καπιταλισµού υπέρ των συµφερόντων των εργαζοµένων
∆εύτερο καθοριστικό παράγοντα για την καταπολέµηση της καταστροφής και της πείνας θεωρούσε την αυτενέργεια και την αυτοοργάνωση του λαού. Για την αντιµετώπιση του προβλήµατος ο πληθυσµός και πριν απ’ όλα οι καταπιεζόµενες τάξεις (εργάτες, αγρότες) άρχισαν αυθόρµητα στην αρχή να οργανώνονται σε επιτροπές πολιτικές παράλληλα µε την κυβέρνηση (σοβιέτ – δυαδική εξουσία), σε επιτροπές επισιτισµού, συµβούλια για τα καύσιµα κ.ά. Ο τσαρισµός εµπόδιζε µε κάθε τρόπο την αυτοτελή και ανεξάρτητη οργάνωση του λαού σε ενώσεις. Ύστερα όµως απ’ την πτώση του τσαρισµού οι δηµοκρατικές οργανώσεις άρχισαν να ξεφυτρώνουν γρήγορα σ’ ολόκληρη τη Ρωσία.
Το αξιοσηµείωτο όµως, παρατηρεί ο Λένιν, είναι ότι και η κεντροαριστερή (µε τη σηµερινή ορολογία) κυβέρνηση (καντέτοι, εσέροι, µενσεβίκοι) καταπολέµησε αυτές τις οργανώσεις. Γιατί αυτή η κυβέρνηση ενσωµατώθηκε στο αστικό κράτος, που σκοπός του βέβαια είναι να στερεώνει τον καπιταλισµό και να µην αφήνει να τον υποσκάψουν παράλληλες λαϊκές εξουσίες και προωθηµένες απαιτήσεις. Γι’ αυτό οι εσέροι και οι µενσεβίκοι κώφευσαν στην παρότρυνση του Λένιν να πραγµατοποιήσουν τον Απρίλιο του 1917 το πέρασµα όλης της εξουσίας στα σοβιέτ, στα οποία διέθεταν σαφή πλειοψηφία. Τη δέσµη µέτρων για την καταπολέµηση της επερχόµενης καταστροφής δεν τη θεωρούσε φάση του σοσιαλισµού, αλλά µεταβατικό βήµα προς αυτήν.
Ο Λένιν ανασκευάζει τη φοβική προπαγάνδα των αστών και µικροαστών που ταυτίζουν την εθνικοποίηση των τραπεζών και των κυρίαρχων µονοπωλίων µε τη δήµευση των ιδιωτικών περιουσιών, των µικροεπιχειρήσεων και των καταθέσεων. Στις αντιρρήσεις για τον έλεγχο της τεράστιας πλειοψηφίας των εµποροβιοµηχανικών επιχειρήσεων που δεν εργάζονται για την αγορά, αλλά για το ∆ηµόσιο και τον έλεγχο, αντιρρήσεις που ταυτίζουν τον έλεγχο µε την εγκαθίδρυση του σοσιαλισµού που τον θεωρούν ανώριµο, ο Λένιν απαντά ότι «δεν πρόκειται για εγκαθίδρυση του σοσιαλισµού τώρα, αµέσως, από σήµερα ως αύριο µα για το ξεσκέπασµα των καταχρήσεων σε βάρος του ∆ηµοσίου».
Απ’ την άλλη όµως αναλύοντας τον ιµπεριαλισµό-µονοπωλιακό καπιταλισµό, την οξύτατη κρίση του και τα αναγκαστικά προωθηµένα µέτρα για την αντιµετώπισή της καταλήγει στο συµπέρασµα ότι τα µέτρα αυτά είναι ένα τεράστιο βήµα προς το σοσιαλισµό: «Η γενική εργασία, που καθιερώνεται, ρυθµίζεται και κατευθύνεται από τα σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών, δεν είναι ακόµη σοσιαλισµός όµως δεν είναι πια και καπιταλισµός. Είναι ένα τεράστιο βήµα προς το σοσιαλισµό».
Ο Λένιν ανέπτυξε τη θεωρία ότι ο κρατικοµονοπωλιακός καπιταλισµός αποτελεί την πληρέστερη υλική προετοιµασία του σοσιαλισµού (το τελευταίο σκαλοπάτι). Παράλληλα, η οξύτατη κρίση στον ιµπεριαλισµό (πόλεµος – ανισόµετρη ανάπτυξη) απαιτεί για την υπέρβασή της ριζοσπαστικά µέτρα που µε υποκείµενο ένα δυναµικό κίνηµα και τα λαογέννητα όργανά του «δεν είναι ακόµη σοσιαλισµός, δεν είναι πια καπιταλισµός. Είναι ένα τεράστιο βήµα προς το σοσιαλισµό».
Τακτική και στρατηγική κατά της κρίσης
ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΩΝ ΤΟΜΕΩΝ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Ποια λοιπόν πρέπει να είναι η στρατηγική και η τακτική στην αντιµετώπιση της οξύτατης και καταστροφικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισµού, που αποτελεί µετεξέλιξη του µονοπωλιακού καπιταλισµού και τον εµπεριέχει στις βασικές πλευρές του; Κατά βάση, οι γενικές γραµµές αυτής της πολιτικής έχουν διατυπωθεί απ’ τον Λένιν και επαληθεύονται σ’ ένα σύγχρονο µεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραµµα. Η υπέρβαση της οξύτατης κρίσης προϋποθέτει εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τοµέων του καπιταλισµού µε εργατικό έλεγχο. Έτσι, θα συγκροτηθεί ένας ισχυρός δηµόσιος τοµέας µε εργατικό έλεγχο και τα όργανα του εργατικού λαϊκού κινήµατος, που θ’ αποτελούν το υποκείµενο των αντικαπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και το διαχειριστή της κοινωνικοποιηµένης οικονοµίας. Αυτό το οικονοµικοπολιτικό πλέγµα δεν θα είναι ακόµη σοσιαλισµός, δεν θα είναι όµως πλέον ούτε καπιταλισµός µε την κλασική µορφή του. Θα αποτελεί ένα µεγάλο βήµα προς το σοσιαλισµό.
∆εύτερος θεµελιώδης όρος για την αντιµετώπιση της κρίσης και για την αντικαπιταλιστική ανατροπή σε µια χώρα (ή και σε περισσότερες, αν το επιτρέψουν οι ιστορικές συνθήκες) είναι η απεµπλοκή απ’ τους ιµπεριαλιστικούς µηχανισµούς. Η εσωτερική πολιτική είναι διαλεκτικά αλληλένδετη µε την εξωτερική. ∆εν µπορεί ν’ αλλάξει η µία, αν δεν αλλάξει η άλλη. Αυτή η θέση µάλιστα έχει µεγαλύτερη τιµή αλήθειας στον ολοκληρωτικό καπιταλισµό, στην εποχή της ιµπεριαλιστικής παγκοσµιοποίησης και των ιµπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, που ο κυρίαρχος πυρήνας τους χειραγωγεί σε αυξανόµενη κλίµακα και επίπεδα τους δορυφορικούς εταίρους του.
Οι µπολσεβίκοι είχαν την τόλµη και την ευφυΐα να απεµπλακούν απ’ τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και να τον µετατρέψουν σε επαναστατικό εµφύλιο πόλεµο, που η νικηφόρα έκβασή του σηµατοδότησε την εγκαθίδρυση της πρώτης µεταβατικής προς τον κοµµουνισµό κοινωνίας.
Η αποδέσµευση της χώρας µας από ΕΕ-ευρώ προφανώς είναι εγχείρηµα υποδεέστερης δυσχέρειας απ’ το επαναστατικό εγχείρηµα των µπολσεβίκων. Ούτε όµως θα πραγµατοποιηθεί αβρόχοις ποσί. Εν πάση περιπτώσει, η διαλεκτική σχέση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής καθιστά εκ των ων ουκ άνευ την αποδέσµευση απ’ την ΕΕ για την πραγµατοποίηση προοδευτικής αλλαγής στο εσωτερικό της χώρας. Ιδιαίτερα, όσοι πρεσβεύουν την αντικαπιταλιστική αλλαγή, αλλά δεν υιοθετούν την έξοδο απ’ την ΕΕ, είτε το παραδέχονται (το έπραξε προς τιµήν του ο Αλ. Αλαβάνος) είτε όχι, πρέπει να απαντήσουν στο εύλογο ερώτηµα ποιος αντικαπιταλιστικός στόχος είναι πραγµατοποιήσιµος χωρίς έξοδο απ’ την ΕΕ.
Τρίτος θεµελιώδης όρος υπέρβασης της κρίσης είναι ο αποκλεισµός των µίνιµουµ προγραµµάτων, όπως η αντιµετώπιση απλώς της ακραίας φτώχειας και οι οικονοµικοί αγώνες.
ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΚΡΙΣΗΣ
Απαιτεί οξεία ταξική
αντιπαράθεση
Γιατί η υπέρβαση της κρίσης είναι αντικαπιταλιστικός στόχος; Γιατί απαιτεί οξεία ταξική αντιπαράθεση με τον ελληνικό καπιταλισμό και τους Ευρωπαίους πατρώνες του; Βασική αιτία είναι ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένη κυκλική, αλλά για δομική κρίση σε ελληνικό και παγκόσμιο επίπεδο (διαφορετικής έντασης). Μ’ αυτήν συνδέεται η επί το αντιδραστικότερο ανασυγκρότηση του καπιταλισμού εις βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Ακόμη και όταν επέλθει κάποια ανάκαμψη, η κατάσταση δεν θα επανέλθει στα πρότερα επίπεδα ούτε σε κάπως ανώτερα. Απλώς, θα επέλθει κάποια βελτίωση σε σχέση με τα μέγιστα χαμηλά της κρίσης. Ιδίως στους περιφερειακούς καπιταλισμούς, όπως ο ελληνικός, οι μισθοί θα ισορροπήσουν σε επίπεδα ανατολικής και νότιας Ευρώπης με καρατομημένα τα εργασιακά δικαιώματα, υψηλή ανεργία και ελαστική εργασία, καταβαραθρωμένες τις κοινωνικές δαπάνες, με καθεστωτικό πλέον τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και με φασίζουσες αποφύσεις, εκποιημένο τον εθνικό πλούτο και αυτοκρατορική τη Γερμανία.
Σε συνθήκες που η καταστροφή δεν απειλεί απλώς τον ελληνικό λαό, αλλά κυριολεκτικά τον μαστίζει και απειλεί με χειρότερα, τι ευοίωνο επαγγέλλεται το μίνιμουμ πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισης της ακραίας φτώχειας; Θα ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε δημοσιογράφος της Κυριακάτικης Αυγής (σ. 64), για να έχει κάθε Έλληνας ένα πιάτο φαΐ…
Αλλά το ένα πιάτο φαΐ ήδη στα συσσίτια της Εκκλησίας και άλλων φορέων το εξασφαλίζει με πόνο ψυχής ο καθένας.
Η ακραία φτώχεια όμως έχει αποκτήσει ήδη δύο εφιαλτικά γνωρίσματα: Δεν αφορά μια οριακή μερίδα, αλλά την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ούτε αφορά μόνο τη στοιχειώδη διατροφή του, αλλά όλους σχεδόν τους βασικούς δείκτες του βιοτικού επιπέδου. Ο απολογισμός παραπέμπει σε επίγεια κόλαση: Ο μισός σχεδόν πληθυσμός κάτω απ’ τα όρια φτώχειας ή στα όριά του. Στα δύο εκατομμύρια φτάνει η πραγματική ανεργία. Τετρακόσιες χιλιάδες οικογένειες δεν έχουν κανένα εργαζόμενο. Σε τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρεται ότι το 18% των Ελλήνων δυσκολεύεται να εξασφαλίσει τα βασικά τρόφιμα. Εκατομμύρια στερούνται περίθαλψης. Οι φόροι είναι δυσβάστακτοι. Εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά έχουν κλείσει. Ο κατάλογος είναι μακρύς…
Η εξαθλίωση και επιβίωση του ελληνικού λαού δεν αντιμετωπίζεται με μίνιμουμ προγράμματα και εθελοντικές δομές αλληλεγγύης, παρά την προσφορά τους. Η ένταση και η έκταση του προβλήματος και ο ταξικός χαρακτήρας του (ανασυγκρότηση του καπιταλισμού εις βάρος των εργαζομένων) έχουν αναγάγει το πρόβλημα σε πεδίο ταξικής πάλης και σε στόχο αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Απαιτείται άμεσα: βαριά φορολογία του κεφαλαίου – εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο – ανασυγκρότηση της οικονομίας με γνώμονα τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων και όχι των ευρωπαϊκών και ελληνικών μονοπωλίων – επάνοδος των μισθών και των συντάξεων στο ύψους του 2009 – μαζικές προσλήψεις στον δημόσιο τομέα με μείωση ωρών αλλά όχι και απολαβών – επίδομα σε όλους τους ανέργους και κάλυψη όλων των βασικών αναγκών τους – πραγματική δωρεάν παιδεία και υγεία.
Απ’ τη μεριά του, το ΚΚΕ δεν έχει ουσιαστικά πρόταση για την κρίση, το επίδικο ζήτημα της συγκυρίας, στο οποίο κρίνεται η τακτική και η στρατηγική. Γενικότερα, δεν έχει προωθημένους στόχους πάλης αντίστοιχους στα οξύτατα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση. Η τακτική του δεν επικεντρώνεται στα προωθημένα προβλήματα (έξοδος από ΕΕ, εθνικοποιήσεις κτλ). Για προβλήματα αυτού του είδους πρότασή του είναι ο σοσιαλισμός, ενώ στο στόχαστρο της τακτικής του σχεδόν αποκλειστικά θέτει κλαδικά οικονομικά αιτήματα. Αυτός ο ιδιότυπος αμυντικός ρεφορμισμός σφάλλει σε δύο κεφαλαιώδη ζητήματα αλληλένδετα. Πρώτο: έχει εγκαταλείψει το πεδίο πάλης για τα πιο οξυμένα και σοβαρά προβλήματα, που κατ’ εξοχήν πλήττουν και εξαθλιώνουν τον Έλληνα. Δεύτερο: στα πεδία όμως αυτά σφυρηλατούνται οι επαναστατικές δυνάμεις της ανατροπής. Γι’ αυτό αδυνατεί να ηγεμονεύσει στο επαναστατικό κίνημα και θα περιορίζεται στην παθητική αναμονή της επαναστατικής κατάστασης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση έχουν τακτική και στρατηγική πρόταση συνεκτική, ολοκληρωμένη και αντίστοιχη στη συγκυρία. Το καθοριστικό όμως είναι να την ζυμώσουν στις μάζες με αγωνιστικότητα και πειστικότητα.