του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Τα δραµατικά γεγονότα στην Ουκρανία εξελίσσονται στην πιο επικίνδυνη διεθνή κρίση µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, ίσως και µετά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα, το 1962. Κάθε προοδευτικός άνθρωπος δεν µπορεί παρά να εξοργίζεται βλέποντας να βγαίνουν από τα ντουλάπια της Ιστορίας βρικόλακες του προηγούµενου αιώνα, µε φανατικούς εθνικιστές και ορκισµένους νεοναζί να αναλαµβάνουν καίριες κυβερνητικές θέσεις σε µια χώρα 45 εκατ. ανθρώπων, στην καρδιά της Ευρώπης. Έναν ακριβώς αιώνα µετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, ο κόσµος µοιάζει να παλινδροµεί στην εποχή της λυσσαλέας, κυνικής σύγκρουσης µεγάλων ιµπεριαλιστικών αυτοκρατοριών, που ποδοπατούν λαούς ολόκληρους όπως τα µανιασµένα βουβάλια λιώνουν στους βάλτους τα βατράχια.
Μια αριστερή θεώρηση των γεγονότων που εκτυλίσσονται µε κινηµατογραφική ταχύτητα στην Ουκρανία οφείλει να έχει σηµείο εκκίνησης την ανάλυση των ταξικών δυνάµεων που συγκρούονται. Ο παράγοντας που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην κρίση του καθεστώτος Γιανουκόβιτς –και ελάχιστα έχει προβληθεί από µια δηµοσιογραφία που περιορίζεται κατά κανόνα στο επίπεδο της γεωπολιτικής– ήταν η διεθνής οικονοµική κρίση του 2008-2012. Αυτός ο πλανητικών διαστάσεων «σεισµός», µπορεί να είχε επίκεντρο τη Γουόλ Στριτ, αλλά έπληξε µε ιδιαίτερη καταστροφική δύναµη τις πιο ευάλωτες «κατασκευές» που βρήκε στο διάβα του. Η Ουκρανία –όπως και η Ελλάδα, και οι χώρες της «Αραβικής Άνοιξης»– ήταν µια από αυτές: το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδηµα της χώρας σήµερα δεν φτάνει ούτε το 50% του 1990, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Ρωσία και το Καζακστάν κυµαίνονται στο 130% και 250% αντίστοιχα. Η δηµογραφική της αιµορραγία είναι ακατάσχετη, καθώς έχει χάσει το 10% του πληθυσµού της την τελευταία δεκαετία.
Ο καθοριστικός παράγοντας που εξηγεί τον εγκλωβισµό της µεγάλης αυτής χώρας στην κοιλάδα των δακρύων είναι η αποπνικτική κυριαρχία των ολιγαρχών στην οικονοµική και πολιτική ζωή. Βεβαίως, και η Ρωσία έχει τους ολιγάρχες της. Ωστόσο εκεί ο Βλαντίµιρ Πούτιν στέρησε τους ολιγάρχες του από κάθε πολιτική δύναµη, υποτάσσοντάς τους στην ισχύ του συλλογικού καπιταλιστή, του ρωσικού κράτους, και αναβιώνοντας τη µυθολογία του τσάρου-προστάτη του λαού, που δεν διστάζει να «αποκεφαλίσει» τους βογιάρους. Αντίθετα, στην Ουκρανία οι πολιτικοί είτε είναι ολιγάρχες οι ίδιοι –όπως η αδίστακτη Τιµοσένκο, η οποία πήγε φυλακή για σκανδαλώδη συµφωνία γύρω από το φυσικό αέριο, που ευνόησε την ίδια και τη… Ρωσία– είτε αποτελούν µαριονέτες των ολιγαρχών, που λεηλατούν τον κοινωνικό πλούτο.
Η κρίση και η συνακόλουθη εξασθένιση των δηµόσιων οικονοµικών της Ουκρανίας ανάγκασε τον Γιανουκόβιτς να αναζητήσει οικονοµική στήριξη στο εξωτερικό, για να έρθει αντιµέτωπος µε το επώδυνο δίληµµα: εµπορική σύνδεση µε την ΕΕ υπό τον όρο «διαρθρωτικών µεταρρυθµίσεων» ή µε την Ευρασιατική Ένωση του Πούτιν, ο οποίος είχε την πολυτέλεια να του προσφέρει φθηνό φυσικό αέριο και δάνεια χωρίς επώδυνους όρους; Αρχικά, οι περισσότεροι και ισχυρότεροι ολιγάρχες στήριξαν τον Γιανουκόβιτς στη ρωσική επιλογή του, αφενός µεν γιατί φοβούνταν τον ανταγωνισµό των ισχυρότερων ευρωπαϊκών οικονοµικών, αφετέρου δε γιατί ένιωθαν ότι θα κινδύνευαν οι µυθώδεις περιουσίες τους, µε τη βρόµικη προϊστορία. Σε πρώτη φάση, η σύγκρουση στο Μαϊντάν ήταν ανάµεσα στο µπλοκ των ολιγαρχών και στη µικρή και µεσαία αστική τάξη, η οποία ήλπιζε ότι, µέσω της συµφωνίας µε την ΕΕ. θα αποκτούσε περισσότερες δυνατότητες κοινωνικής εξέλιξης.
Όσο για την ουκρανική εργατική τάξη, αυτή έµεινε σε µεγάλο βαθµό έξω από τη σύγκρουση των δύο στρατοπέδων, νιώθοντας- και δικαιολογηµένα- ότι είχε µπροστά της τον γκρεµό των ολιγαρχών και πίσω το ρέµα του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου. Στο πολιτικό επίπεδο δεν υπήρχε καµία αξιόπιστη και ισχυρή δύναµη να εκφράσει µε ανεξάρτητο τρόπο τα συµφέροντα και τις αγωνίες της. Το Κοµµουνιστικό Κόµµα του Πιοτρ Σιµονένκο, το οποίο είχε αποσπάσει το 13,2% στις τελευταίες εκλογές, δεν ενέπνεε εµπιστοσύνη στα λαϊκά στρώµατα – και όχι µόνο λόγω της ταύτισής του µε το σταλινισµό-µπρεζνιεφισµό. Ως το µεγαλύτερο κόµµα της χώρας για ένα διάστηµα, µετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, είχε στηρίξει τις πειρατικές ιδιωτικοποιήσεις, ενώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια λειτουργούσε ως η αριστερή πτέρυγα του κυβερνητικού µπλοκ, υπό τον Γιανουκόβιτς, έστω κι αν δεν είχε υπουργούς.
Η εσωτερική δυναµική της σύγκρουσης διαπλέκεται άµεσα µε την εθνική και τη γεωπολιτική. Η Ουκρανία ήταν πάντα µια περιοχή –ως ανεξάρτητη χώρα υφίσταται µόνο µετά την κατάρρευση της ΕΣΣ∆– µε ιδιαίτερα ασθενή εθνική ταυτότητα και έντονο διχασµό ανάµεσα στις δυτικές περιοχές, που αποτελούσαν στο παρελθόν τµήµα της Αυστοουγγρικής Αυτοκρατορίας και τις ανατολικές, που ήταν ενσωµατωµένες στη Ρωσική. Αυτό το χαρακτήρα, του διαφιλονικούµενου τρόπαιου µεταξύ ∆ύσης και Ρωσίας, τον διατήρησε και µετά το 1990. Η προσπάθεια της Αµερικής να εντάξει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ αποτελούσε κεντρικό στόχο της Πορτοκαλιάς Επανάστασης του 2004, που χρηµατοδοτήθηκε γενναιόδωρα από το Ίδρυµα Σόρος.
Στην προσπάθειά τους να εκβιάσουν τη γεωπολιτική στροφή της Ουκρανίας, οι ∆υτικοί δεν δίστασαν αυτή τη φορά να χρησιµοποιήσουν τις πιο ακραίες εθνικιστικές, ακροδεξιές ακόµη φιλοναζιστικές δυνάµεις, όπως το κόµµα Σβοµπόντα (πρώην Εθνικοσιαλιστικό) και ο διαβόητος ∆εξιός Τοµέας. Όπως αποκαλύφθηκε την περασµένη Τετάρτη, ο εσθονός υπουργός Εξωτερικών Ούρµας Πάετ είχε ενηµερώσει ήδη από τις 25 Φεβουαρίου την υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάθριν Άστον ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές που προκάλεσαν την αιµατοχυσία στο Κίεβο δεν ήταν άνθρωποι του Γιανουκόβιτς αλλά έµµισθα όργανα των πιο ακραίων στοιχείων της αντιπολίτευσης. Από τις γραµµές αυτών των στοιχείων προέρχονται κεντρικά στελέχη της νέας κυβέρνησης, όπως ο επικεφαλής του Εθνικού Συµβουλίου Ασφαλείας και ο υπαρχηγός του. Εκείνοι όµως που βάζουν τη σφραγίδα τους στη νέα κυβέρνηση είναι και πάλι οι ολιγάρχες, που άλλαξαν άλογο βλέποντας προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα, άδειασαν τον Γιανουκόβιτς και έβαλαν τους βουλευτές-µαριονέτες τους να στηρίξουν το νέο καθεστώς.
Η κυριαρχία των πιο επιθετικών στοιχείων της ουκρανικής κλεπτοκρατίας, του αντιρωσικού εθνικισµού και των ανδρείκελων του δυτικού ιµπεριαλισµού θορύβησε έντονα τις ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας, όπου είναι έντονη ή και καθοριστική η παρουσία των Ρωσόφωνων και συγκεντρώνεται σχεδόν το σύνολο της βιοµηχανικής εργατικής τάξης. Η τελευταία βάσιµα ανησυχεί ότι θα υποστεί τον διπλό ζυγό, τον ταξικό ζυγό της ολιγαρχίας και τον εθνικό ζυγό των ρωσοφάγων, που έσπευσαν από την πρώτη στιγµή να καταργήσουν τις µειονοτικές γλώσσες. Σ’ αυτό το φόντο, δεν ήταν δύσκολο για τον Βλαντίµιρ Πούτιν να αποκτήσει λαϊκό έρεισµα –όχι µόνο στην Κριµαία αλλά και στις µεγάλες πόλεις της Ανατολικής και Νότιας Ουκρανίας, όπως το Χάρκοβο, το Ντονέτσκ και η Οδησσός– και να δηµιουργήσει νέα δεδοµένα µε την επέµβαση των ρωσικών δυνάµεων.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραµµές η κατάσταση ήταν πολύ ρευστή ώστε να διακινδυνεύσει κανείς κατηγορηµατικές προβλέψεις. Το ενδεχόµενο στρατιωτικής σύρραξης φαινόταν πάντως το λιγότερο πιθανό. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι στόχος της Μόσχας δεν είναι µια ανοιχτή διάσπαση της Ουκρανίας και η προσάρτηση του σηµαντικότερου τµήµατός της, αλλά ένας κατ’ ανάγκη προσωρινός συµβιβασµός µε τη ∆ύση, µε την ανάδειξη κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», την επιβολή ενός οµοσπονδιακού µοντέλου µε µεγάλες αρµοδιότητες στις αυτόνοµες περιοχές και την αποτροπή της ένταξής της στο ΝΑΤΟ. Σε κάθε περίπτωση, το δράµα του ουκρανικού λαού απέχει πολύ από το τέλος του. Μόνο µια ριζική αλλαγή του συσχετισµού δυνάµεων υπέρ του κόσµου της εργασίας και εναντίον του ιµπεριαλισµού, στην Ουκρανία, στην Ευρώπη και στον κόσµο, µπορεί να αποτρέψει τα χειρότερα.