ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Μαζική αντιΕΕ δουλειά στη βάση
Πρώτο, το ζήτηµα της συµπόρευσης δεν τίθεται για πρώτη φορά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είχε απασχολήσει σοβαρά τον κόσµο της πριν από τις εκλογές 2012. Αν είχε τότε επιτευχθεί, ίσως θα είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά για την καταλυτική διαµόρφωση των συσχετισµών στην Αριστερά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και θα είχε ενισχύσει το ρεύµα κατά του ευρώ και της ΕΕ εντός και εκτός αυτού. ∆εν έγινε και τα αποτελέσµατα γνωστά. Αλλά η ιστορία δεν επαναλαµβάνεται. ∆εύτερο, στη µετεκλογική συγκυρία κυριάρχησε αναµενόµενα το δίληµµα εάν υπάρχει δυνατότητα αντιµνηµονιακής πολιτικής µέσα στο ευρώ και την ΕΕ. Σε µεγάλο έως και πλειοψηφικό µέρος του εκλογικού σώµατος, σύµφωνα µε τις δηµοσκοπήσεις που οι εκποµπές του κατεστηµένου παρουσιάζουν, κυριαρχεί η αντίθετη άποψη. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να εκµεταλλευθεί τη συγκυρία και να καλύψει το πολιτικό κενό προπαγανδίζοντας το µεταβατικό (;) αντικαπιταλιστικό της πρόγραµµα για έξοδο από ευρώ, ΕΕ, εγκλωβισµένη στο µαξιµαλισµό και τις εσωτερικές της διαφωνίες, σχεδόν αδράνησε. Το ελάχιστο που έπρεπε να κάνει ήταν να διοργανώνει συστηµατικά σε όλες τις πόλεις και γειτονιές εκδηλώσεις και οµιλίες για την πολιτική και οικονοµική κατάσταση, την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση, την έξοδο από ευρώ και ΕΕ. Αντίστοιχες παρεµβάσεις έπρεπε να κάνει στα συνδικάτα, σε οµίλους κ.λπ. ώστε να µπορέσει να συγκροτήσει πολιτικά τις κινηµατικές αντιστάσεις και να ασκήσει πιέσεις από αριστερά στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε αυτό έγινε. Ακόµα και τώρα, την περίοδο της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ, η εξαγγελία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ περί κινητοποιήσεων έµεινε στην απόπειρα διαδήλωσης στις 8/1/2014 (µε τη σύλληψη του Π. Αντωνόπουλου και τα µετέπειτα, που πάντως υποβιβάστηκαν σε µάχες υπεράσπισης δικαιωµάτων), χωρίς ως τώρα καµιά συνέχεια.
Τρίτον, αποτέλεσµα είναι ότι, µε τη βοήθεια και των κατεστηµένων ΜΜΕ, η αντίθεση σε ευρώ και ΕΕ καναλιζάρεται επιτήδεια στο «κόµµα της δραχµής» (κυρίως ΕΠΑΜ, Κατσανέβας, Σχέδιο Β΄ κ.λπ.), αποσυνδέεται από κάθε αντικαπιταλιστική προοπτική και κινηµατική βάση, περιορίζεται σε ακαδηµαϊκές συζητήσεις, εκφυλίζεται σε προτάσεις εναλλακτικών λύσεων για το σύστηµα και την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονοµίας και συχνά γραφικοποιείται. Ενώ η εξέλιξη του πολιτικού και προγραµµατικού λόγου της κυβερνητικής προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει πολύ περισσότερο ευάλωτη στις δεξιές πιέσεις, οι δε συνιστώσες και τάσεις που έβλεπαν έστω κριτικά το ευρώ έχουν εξαφανισθεί από το προσκήνιο. Έχουµε κι εµείς ευθύνη σ’ αυτά.
Τέταρτον, η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαχειρίστηκε σωστά την εντολή της συνδιάσκεψης για µετωπική συµπόρευση. ∆εν κατάφερε να συνθέσει τις αποκλίνουσες προσεγγίσεις. Καθυστέρησε απελπιστικά, επέλεξε συνάξεις κορυφής µε αµφιλεγόµενη επιλογή συµµετεχόντων αντί για µαζικές διαδικασίες διαλόγου και έθεσε µε αρκετή αοριστία το ζήτηµα, έτσι ώστε ούτε τα ελάσσονα (τις κοινές πρωτοβουλίες στη βάση) να υλοποιήσει, ούτε τα µείζονα (την εκλογική συµµαχία και τους όρους της) να θέσει. Σπατάλησε πολύτιµο πολιτικό χρόνο και βρίσκεται πάλι στο µηδέν, αν κρίνω από τα µέχρι τώρα δηµοσιευόµενα κείµενα, που απλώς και µόνο αναπαράγουν τους µονολόγους των συντακτών τους.
Πέµπτο, µετωπική συµπόρευση δεν σηµαίνει ισότιµη διαπραγµάτευση εταίρων που εκπροσωπούν χιλιάδες µέλη µε µεµονωµένα πρόσωπα, έστω και ηγετικού προφίλ, ή οργανώσεις µη συγκρίσιµης µαζικότητας. Κάποιες ευτυχώς έχουν τη φιλοτιµία να το αναγνωρίζουν. Το πρόγραµµα και η φυσιογνωµία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η µέχρι τώρα ιστορία της, ο τίτλος της, η εκπροσώπησή της και η προτεραιότητα των µελών της στη συγκρότηση των ψηφοδελτίων δεν είναι διαπραγµατεύσιµα. Τέτοια «λευκή επιταγή» δεν δόθηκε ποτέ σε κανέναν από τη βάση της.
Έκτο, µε τα δεδοµένα αυτά η προτεραιότητα, έστω και αργά, πρέπει να επανέλθει στη µαζική δουλειά στη βάση, έτσι ώστε και το αντικαπιταλιστικό κίνηµα να πείσει για την ανάγκη της διπλής εξόδου και οι αντιΕΕ διαθέσεις να αποκτήσουν αντικαπιταλιστική προοπτική και περιεχόµενο. Προφανώς και είναι αναγκαία η συµπόρευση όλων των δυνάµεων που έχουν την ίδια οπτική. Αλλά στη βάση και όχι όπως ως τώρα «επιχειρείται». Η «δουλειά επιτελείου» που οφείλει η ΚΣΕ είναι να οργανώσει παράλληλα την κορυφαία εκλογική µάχη των ευρωεκλογών (µαζί µε τις περιφερειακές και τις δηµοτικές, όπου µπορέσουµε) και κάποτε να ξεκαθαρίσει η ίδια πώς εννοεί τη διπλή έξοδο: ως ένα τακτικό στόχο του αντικαπιταλιστικού αγώνα ή ως ένα επακόλουθο της εργατικής εξουσίας;