της Αιμιλίας Καραλή
Όταν επρόκειτο ο Αγγελόπουλος να γυρίσει τον Μεγαλέξανδρο, ήθελε να βρει ένα ορεινό χωριό µε ηµικυκλική διάταξη των σπιτιών του και στη µέση µια κεντρική πλατεία. Έψαχναν καιρό ένα τέτοιο χωριό και δεν το έβρισκαν. Ο Θόδωρος επέµενε: «Αφού το σκέφτηκα, υπάρχει» έλεγε στους συνεργάτες του. Κάποια στιγµή ένας από αυτούς είδε ένα τηλεοπτικό ντοκιµαντέρ για τη ∆εσκάτη Γρεβενών. Ήταν το χωριό που είχε «σκεφτεί» ο Αγγελόπουλος.
Γιατί ξεκίνησα µε αυτήν την ιστορία; Γιατί αποδεικνύει τι ήταν –µεταξύ άλλων– ο Θόδωρος: επιµονή στο όραµα, πείσµα για το έργο του.
Ήταν ο άνθρωπος που δεν λογάριαζε κανένα φυσικό εµπόδιο. Μπορούσε να ισοπεδώσει λόφο, να µετακινήσει καράβια, να περάσει µέσα από τις σφαίρες ελεύθερων σκοπευτών στον πόλεµο στη Σερβία (πραγµατικά γεγονότα), προκειµένου να γυρίσει το πλάνο του. Ήταν εκείνος που άλλαζε συνεχώς τα σενάρια των ταινιών του –στην 100ή γραφή έφτασε η Άλλη θάλασσα– καθώς αφουγκραζόταν το βάθος της πραγµατικότητας που άλλαζε συνεχώς και άλλαζε και τον ίδιο. Το πάθος για το έργο του είναι ένα µεγάλο µάθηµα για όσους προσπαθούµε να φτιάξουµε τα «πλάνα» της καθηµερινότητας και να συµµετάσχουµε ενεργητικά στο σενάριο της Ιστορίας.
Μετά τις προηγούµενες δηµοτικές εκλογές και τα αισιόδοξα αποτελέσµατα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ –ο Αγγελόπουλος ήταν πάντα µε το ΝΑΡ– µου είχε πει: το µεγάλο ερώτηµα είναι το τι νόηµα µπορείτε να δώσετε στην ιστορία αυτού του τόπου. Και είναι καίριο και συνεχές το ερώτηµα πώς νοηµατοδοτούµε το πολιτικό ρεύµα και κίνηµα στο οποίο συµµετέχουµε, την προσωπική και κοινωνική µας ζωή σε µια απελευθερωτική ιστορική προοπτική.
Πάντοτε αναζητούσε ο σκηνοθέτης το νόηµα της ιστορίας στο έργο του. Στην Άλλη θάλασσα, την οποία δεν πρόλαβε να τελειώσει, αποτυπώνει τη σύγχρονη ελληνική πραγµατικότητα: ανεργία, ανθρώπινη εξαθλίωση, διεφθαρµένη και υποκριτική εξουσία, φασίζουσες συµπεριφορές, πρόσφυγες αλλά και η αντίσταση µέσα από τη συλλογικότητα της τέχνης. Ο συνδετικός κρίκος των µερών της ήταν Η όπερα της πεντάρας του Μπρεχτ. Και όλα τα προηγούµενα τα ενέτασσε σε ένα διαρκές ερώτηµα για το µέλλον που προοιωνίζονται.
Τις ταινίες του Αγγελόπουλου πρέπει να τις δούµε σαν ένα συνεχές «έργο εν προόδω». Ο ίδιος έλεγε ότι σε όλες του τις ταινίες ενυπάρχει η πρώτη του µεγάλη ταινία, η Αναπαράσταση. Και σε κάθε ταινία του-Αναπαράσταση αντικρίζουµε την παράσταση ενός πολιτισµού που διαπερνάται από τα µεγάλα ζητήµατα της «ανθρώπινης κατάστασης». Ταυτοχρόνως µεγάλο µέρος των συµπατριωτών µας αρνήθηκε να αντιµετωπίσει έντιµα, ουσιαστικά και συνειδητά το διεθνώς αναγνωρισµένο έργο του Αγγελόπουλου. Μόνο θλίψη προκαλεί το ότι ήταν δεκαπλάσιοι οι θεατές µιας ελληνικής ταινίας µε αναλώσιµους τηλεοπτικούς σταρ από όσους είδαν εκείνη την περίοδο τη Σκόνη του χρόνου! Συνέβη ακριβώς αυτό για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Μάνος Χατζηδάκις: το ελληνικό κοινό έβλεπε το τέρας και δεν τρόµαζε. Είχε αρχίσει να του µοιάζει. Και τώρα υποφέρει από τα τερατουργήµατά του, υποτάσσεται ακόµη σε αυτά και δυστυχώς φαίνεται να τα πολλαπλασιάζει.
Κι όµως! Ο Αγγελόπουλος ήταν πάντα ο σκηνοθέτης των «από κάτω». Στο έργο του πρωταγωνιστούν οι απλοί και καθηµερινοί άνθρωποι που µάχονται µε τους θυµούς αλλά και µε τη δηµιουργία της ιστορίας. Όπως και στον Καβάφη, στον σεφερικό Ελπήνορα, στον Μπρεχτ, έτσι και στις ταινίες του διαµορφώνεται το έπος και ο λυρισµός του ήθους των ανθρώπων που είναι «ασήµαντες µνείες» στα βιβλία της ιστορίας. Τα τραγούδια, οι έρωτες, οι αγωνίες και οι αγώνες τους διαµορφώνουν την κοίτη της µνήµης: ιστορικής, πολιτικής, αισθητικής.
Μα και το θέµα της εξουσίας είναι παρόν. Βίαιη, απρόσωπη, γελοία, ναρκισσευόµενη, σκοτεινή και τελικά αποτρόπαιη. Στον Μεγαλέξαντρο έχει το τέλος που της αξίζει Όπως και στην Ερωφίλη του Χορτάτση, όπου ο χορός σκοτώνει τον άδικο και βέβηλο βασιλιά, έτσι και στην ταινία οι χωρικοί, ένα είδος χορού-τιµωρού, σκοτώνουν τον Μεγαλέξανδρο, αποκαλύπτοντας στο τέλος αντί για το πτώµα του ένα µατωµένο µαρµάρινο κεφάλι.
Μόνιµο επίσης στοιχείο στα έργα του είναι η προσφυγιά. Όχι µόνο σαν πολιτικό ή οικονοµικό γεγονός αλλά σαν ανθρώπινη συνθήκη που µας αφορά όλους. Ο ίδιος ο Θόδωρος ένιωθε συχνά «ξενήτης», λέξη από την Αιωνιότητα και µία µέρα, ένας εξόριστος από τους γύρω του, από τον έρωτα, που είχε το έργο του για πατρίδα και σπίτι του. Και µέσα από τις ταινίες του µας έµαθε όχι απλώς να κοιτάµε αυτή την κατάσταση, αλλά να τη βλέπουµε, να την προσεγγίζουµε δηλαδή µε τα µάτια της ψυχής µας.
Ωστόσο η κόκκινη γραµµή που διαπερνά το έργο του Αγγελόπουλου είναι η πολιτική επαναστατική προοπτική που δίνει το έργο του σαν αισθητική πράξη. Τα µεγάλα πλάνα του καταργούν τις γραµµές των οριζόντων. Τα πρόσωπα και τα αντικείµενα αποκτούν µια διάσταση τόσο φυσική και υλική όσο µεταφυσική και αέρινη. Έτσι και στην τελευταία σκηνή από το Μετέωρο βήµα του πελαργού, µε κυρίαρχη την αντίστιξη του γκρίζου και του κίτρινου, διαµορφώνεται η εικόνα µιας τεράστιας άρπας που παράγει την ποικίλη αρµονία της παναθρώπινης επικοινωνίας. Και η κάµερα σταθερά σαν πουλί ξεπερνά το ποτάµι που αποτελούσε το φυσικό και πολιτικό σύνορο και έτσι το καταργεί.
Αυτός ήταν, κατά τη γνώµη µου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος: εκείνος που µας ζητούσε την άρση των συνόρων, το πέταγµα µε τη συνεχή αναζήτηση του τρίτου φτερού, δηλαδή της ουτοπίας.
*Κύρια σημεία από την εισήγηση της Αιμιλίας Καραλή.
Η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση πήρε την πρωτοβουλία για μια εκδήλωση μνήμης και αναφοράς στον Θ. Αγγελόπουλο, με αφορμή τα δυο χρόνια από το θάνατό του. Οι εισηγητές προσπάθησαν να φωτίσουν καλύτερα το έργο του δημιουργού.