του Γιώργου Ρούση
Η αναγκαιότητα της κεντρικής µετωπικής πολιτικής συµπόρευσης των αντισυστηµικών αριστερών πολιτικών δυνάµεων, που όσο καθυστερεί φθείρεται, προκύπτει πρώτον από την ανεπάρκεια του αυθόρµητου λαϊκού κινήµατος αλλά και από την ανεπάρκεια των δυνάµεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να ανταποκριθούν η κάθε µια από µόνη της ή µέσα από τα υπάρχοντα µετωπικά σχήµατα, ή απλώς µέσω επιµέρους θεµατικών µετώπων και κοινών δράσεων, στις ανάγκες των καιρών.
∆εύτερον, προκύπτει από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την όποια εσωτερική αριστερή αντιπολίτευση, υποτάσσεται µε ραγδαίο ρυθµό στις απαιτήσεις του κυρίαρχου συστήµατος, χαµηλώνοντας έτσι αντί να ανυψώνει το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, ωθεί το κίνηµα σε αδράνεια, και στη λογική της ανάθεσης των ελπίδων σε µια κυβέρνηση αυτοσκοπό, η οποία θα στηρίζεται ακόµη και στην αντιµνηµονιακή ∆εξιά.
Τρίτον, από το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ παραπέµπει τα πάντα στο απροσδιόριστο µέλλον της «εργατικής λαϊκής εξουσίας», αρνείται πεισµατικά κάθε µετωπική δράση, υπονοµεύει µε την υποχωρητικότητα της όλους τους µεγάλους αγώνες του λαού µας.
Τέταρτον, από τον κίνδυνο, αν δεν υπάρξει µια αντισυστηµική Αριστερά, να καρπωθεί σηµαντικό τµήµα της λαϊκής δυσαρέσκειας το φασιστικό τέρας.
Πέµπτο, από την ανάγκη να υπάρξει µια δύναµη η οποία λαµβάνοντας υπόψη της το κατακτηµένο επίπεδο συνειδητότητας πλατειών λαϊκών στρωµάτων θα το προωθεί παραπέρα µέσω της επίτευξης άµεσων ρηγµάτων στο σύστηµα και κατακτήσεων προς µια σοσιαλιστική προοπτική.
Και κυρίως από την ανάγκη άµεσης αναπτέρωσης των ελπίδων ενός αριστερού κόσµου ο οποίος ψάχνει κάπου να ακουµπήσει.
Σήµερα είναι πια σαφές ότι όλοι οι συµµετέχοντες στο σχετικό διάλογο, παρά τις όποιες επιµέρους διαφοροποιήσεις µας, οι οποίες άλλωστε αν δεν υπήρχαν δεν θα γινόταν λόγος για µετωπική συµπόρευση αλλά για δηµιουργία ενιαίου πολιτικού φορέα, συµφωνούν επί της ουσίας τόσο µε το περιεχόµενο του εισαγωγικού κειµένου όσο και µε όλες πλην µιας τις επιµέρους διατυπώσεις του γενικού προγραµµατικού πλαισίου. Αυτές οι συµφωνίες έχουν καταγραφεί.
Όσον αφορά αυτή τη µια (Ευρωπαϊκή Ένωση), µε κάθε υπευθυνότητα µπορώ να ισχυριστώ ότι έχει επιτευχθεί συµφωνία τουλάχιστον ως προς το ότι η καπιταλιστική κρίση εκφράζεται και από τα αδιέξοδα ΕΕ και ευρωζώνης· το χαρακτήρα της ΕΕ ως ιµπεριαλιστικού οργανισµού, ο οποίος δεν µεταρρυθµίζεται, αντίθετα γίνεται πιο αντιδραστικός και γι’ αυτό πρέπει να διαλυθεί· το ότι στόχος είναι αντί της ΕΕ να διαµορφωθεί η ισότιµη και αµοιβαία επωφελής συνεργασία των λαών σε διεθνιστική βάση· το ότι το πρόγραµµα που προτείνεται, ακόµη και µόνο η καταγγελία του µνηµονίου, δεν είναι δυνατό να υλοποιηθεί µέσα στην ΕΕ· το ότι στην κάθε περίπτωση, αφού τίθεται θέµα µη υλοποίησης του προγράµµατος της µετωπικής συµπόρευσης µέσα στην ΕΕ προκρίνεται η αποδέσµευση από αυτήν· ότι, σε αντίθεση από το ΚΚΕ, η υλοποίηση αυτού του µεταβατικού προγράµµατος και πιο ειδικά η έξοδος από την ευρωζώνη, αλλά και η ρήξη έως και η αποδέσµευση από την ΕΕ, µπαίνουν ως αγωνιστικοί στόχοι του λαϊκού κινήµατος εδώ και τώρα και δεν παραπέµπονται στη «λαϊκή εξουσία».
Αν όλα αυτά έπειτα από εφτά επίπονες συνεδρίες (η συµφωνία της Γιάλτας επιτεύχθηκε σε εφτά µέρες) καταγραφούν από κοινού σε ένα κείµενο-πρόταση και εγκριθούν τούτη την Κυριακή από τα όργανα των συνιστωσών που συµµετείχαν στο διάλογο, τότε έστω και καθυστερηµένα θα αναφωνήσουµε habemus µέτωπο και θα το ενισχύσουµε πολύπλευρα µε όλες µας τις δυνάµεις, όπως είναι βέβαιο ότι θα πράξουν χιλιάδες αριστεροί αγωνιστές.
Αν όχι, αν δηλαδή στην ουσία αν δεν βρεθεί λύση ως προς το πού θα τοποθετηθεί µέσα στο κείµενο ο όρος «έξω» ή «αποδέσµευση» από την ΕΕ, και ακολουθηθεί για πολλοστή φορά η παρελκυστική τακτική της επ’ αόριστον συνέχισης των διαπραγµατεύσεων, θα πρέπει να καταλογιστούν δηµόσια στους υπεύθυνους του ναυάγιου οι βαρύτατες ευθύνες τους. Και βεβαίως όσοι από εµάς θέλουµε να είµαστε έστω και ελάχιστα συνεπείς θα πρέπει να απορρίψουµε ξεκάθαρα τη στήριξη κάθε εκλογικής συνεργασίας δυνάµεων που δεν µπορούν να συµφωνήσουν σε ένα κοινό προγραµµατικό άξονα, διότι µια τέτοια συνεργασία θα έχει οπορτουνιστικό, καιροσκοπικό χαρακτήρα και θα αποτελεί, σε αντίθεση µε τα διακηρυσσόµενα, ενέργεια πρόταξης του κοινοβουλευτισµού απέναντι στο λαϊκό κίνηµα.