του Θανάση Σκαμνάκη
Η Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη, σε σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη, από το οµώνυµο µυθιστόρηµά της, είναι ένα χριστουγεννιάτικο δώρο, µια καλή προσφορά αισθητικής και αισθηµάτων.
Εδώ µας προσφέρεται ακόµη µια ευκαιρία ουσιαστικών συλλογισµών, πέρα από το εµφανές αλλά καθόλου απλό πρόβληµα του νικηµένου, και εντούτοις ανίκητου, έρωτα. Μας προσφέρεται η ιδέα πως ο έρωτας είναι µια επαναστατική κατάσταση στη ζωή του ατοµικού ανθρώπου, µε κοινωνικές αναφορές και προεκτάσεις, όπου ή εξεγείρεσαι µε την ελπίδα να νικήσεις ή υποτάσσεσαι, πλην όµως δεν σώζεσαι από την καταστροφή – ίσα ίσα, η ήττα αυτή είναι πιο συντριπτική και αδυσώπητη. Το δράµα εξελίσσεται σε µια κοινωνία κλειστή, της Άνδρου, στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, ιδανικό τόπο και εποχή για να αναπτυχθεί, σε όλη της την έκταση και ένταση, η τραγωδία. Εκεί οι άντρες χάνονται στις θάλασσες και οι τάφοι σχεδόν ποτέ δεν περιέχουν αντρικά σώµατα. Όσοι γυρίζουν δεν έχουν δικαιώµατα επί της ζωής των οικογενειών τους και οι γυναίκες, εξ αυτού, γίνονται οι καπετάνισσες της στεριάς κι ορίζουν τη µοίρα των παιδιών τους. Με την έγνοια για το καλύτερο – αλλά πώς να ξέρουν ποιο είναι αυτό; Ποιο είναι, κατά τη γνώµη µου, το σπουδαιότερο; Τα σύνθετα πρόσωπα. Κανείς εδώ δεν είναι µόνο θύτης ή µόνο θύµα. Οι περιστάσεις γεννάνε τις συγκρούσεις και καθιστούν τα θύµατα ταυτόχρονα και θύτες. Κανείς αθώος. Ένοχοι διά «πράξεων ή παραλείψεων». Οι παραλήψεις µάλιστα είναι, τις περισσότερες φορές, πιο σηµαντικές από τις πράξεις. Οι εξεγέρσεις όταν έρχονται, και µε τον τρόπο που έρχονται, έρχονται αργά. Το µόνο που µπορούν να κάνουν είναι να µεγεθύνουν την καταστροφή – κάθε πράγµα πρέπει να γίνεται όταν είναι η ώρα του να γίνει. Κι έτσι ο κύκλος δεν διαρρηγνύεται, δεν γίνεται η αναγκαία απόδραση και ρήξη. Συνεπώς, δεν µένει παρά το δράµα κι εκείνα τα αγωνιώδη «αν»… «Αν είχαµε σπουδάσει… αν είχαµε πιάσει δουλειά… αν φεύγαµε!» «Αν µιλούσαµε από τότε!…». Με τα «αν», που τονίζουν το αδιέξοδο και την εξοµολόγηση, κορυφώνεται η σύγκρουση των δυο αδελφών. Αλλά τα «αν» δεν γυρίζουν πίσω τη ζωή, οδηγούν ωστόσο στα πρέπει όσων βλέπουν, ακούν και νιώθουν στο παρόν. Επειδή το παρόν οφείλει να µαθαίνει, όσο µπορεί. Με αυτή την έννοια η ταινία είναι άσκηση συναισθηµάτων και γνώσης. Σε αυτά τα αδιέξοδα δράµατα αναζητείται πάντα µια κάθαρση. Και στην κάθαρση είµαστε εµείς οι πρωταγωνιστές. Ως παρατηρητές των δρώµενων του έργου αλλά συνάµα και ως δρώντα πρόσωπα της ιστορίας.