ΓΙΑΝΝΗΣ-ΙΟΛΑΟΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ
Mε την περίπτωση του Ρίτσου, η αστική κριτική έπρεπε να υπερβεί ένα σκόπελο: πώς γίνεται ένας τόσο σημαντικός ποιητής να εμπνέεται από το κομμουνιστικό όραμα και μάλιστα να είναι αυτό ο σκελετός όλης του της δημιουργίας; Μία ήταν και παραμένει η λύση: να κρυφτούν ερμητικά κάτω από το χαλί οι ιδεολογικοί άξονες της ποιητικής του Ρίτσου και να δαιμονοποιηθεί το έργο του ως τεράστιο και επομένως άνισο.
Ποιητής µε τη φόρµα εργάτη
Με αφορμή τη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Υπερώον, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2013, έρχεται η στιγμή να ξεκινήσει μια συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η κριτική την καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα όταν αυτή έχει πρόσημο κομμουνιστικό. Ο Ρίτσος, στόχος για δεκαετίες μιας λογοτεχνικής κριτικής βασισμένης σε στερεότυπα και μετέωρα επιχειρήματα, ακόμη μια φορά αντιμετωπίζεται με τρόπο στερεοτυπικό και τελικά ανορθολογικό. Με κεντρικούς άξονες την ιδεολογική και πολιτική του στράτευση και τον μεγάλο όγκο των γραπτών του η επίσημη ιδεολογία ασχολείται με το έργο του θεωρώντας το αξιόλογο παρά το γεγονός ότι ο δημιουργός του ήταν κομμουνιστής. Στην πραγματικότητα το τιτάνιο έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι σημαντικό –και σήμερα έντονα απαραίτητο– επειδή ακριβώς ήταν κομμουνιστής, διότι ο κομμουνισμός του Ρίτσου δεν είναι απλώς μιαν επιλογή, είναι συνολική θέαση του κόσμου, συνολική θέαση της δημιουργίας. Ο ίδιος δεν επιχειρεί με την ποίησή του να αλλάξει μόνον τον κόσμο. Αλλάζει και τον τρόπο που γράφεται η ίδια η ποίηση. Ο Ρίτσος, μοναδική περίπτωση στα κιτάπια της ελληνικής –ίσως και της παγκόσμιας– ποίησης, ενδύεται τη φόρμα του ποιητή εργάτη. Δεν συνθέτει ποιήματα μόνον για την εργατική τάξη, γράφει κι ο ίδιος ως εργάτης, ως χειρώνακτας της ποίησης. Το έργο του ορθώνεται ως αντίλογος στη μεγάλη αφήγηση του καπιταλισμού, απέναντι στην αφήγηση της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, ο Ρίτσος σηκώνει ένα ποιητικό τείχος με τα συνθήματα της ελευθερίας και της χειραφέτησης γραμμένα επάνω του. Δυστυχώς, το μεγάλο σε όγκο έργο του είναι μικρότερο απ’ όσο απαιτεί η επέλαση του καπιταλισμού – τουλάχιστον η σημερινή. Ως δημιουργός πραγματικά ριζοσπαστικής τέχνης ο ποιητής παράγει διαρκώς ποιήματα, ακάματα και αδιάκοπα βομβαρδίζει το τοπίο της βαρβαρότητας με στίχους, με ποιητικές εικόνες. Διατηρεί και ανατροφοδοτεί συνεχώς το όραμα της ανθρώπινης χειραφέτησης. Μέσα σε όλες του τις αδυναμίες, παρ’ όλα του τα λάθη, ο Γιάννης Ρίτσος αναδεικνύεται, για ακόμη μια φορά, ως πρότυπο αγωνιστή δημιουργού. Με το Υπερώον (2013) η επικαιρότητα της ποιητικής σύλληψης που επιχειρεί ο Ρίτσος παραμένει, έστω κι αν σ’ αυτή τη συλλογή ο δημιουργός αυτοπαρουσιάζεται αποκαθηλωμένος, μοναχικός, αλλά πάντοτε κοφτερός κι επικίνδυνος για το σύστημα της εξαθλίωσης, της εκμετάλλευσης και της ανελευθερίας.
Πόσο απαραίτητη µας είναι µια ακόµη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου; Τι θα προσθέσει στην ήδη πλουσιότατη εργογραφία του; Πόσο ακόµη θα µεγαλώσει ο «τροµακτικός όγκος» του έργου του; Μ’ αυτά, και άλλα αντίστοιχης φύσης ερωτήµατα έρχεται αντιµέτωπος ο σηµερινός αναγνώστης µόλις πάρει στα χέρια του το Υπερώον, την άρτι εκδοθείσα (Κέδρος, Νοέµβριος 2013) ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, µια από τις πενήντα περίπου έτοιµες ποιητικές συλλογές που βρέθηκαν στα συρτάρια του ποιητή µετά το θάνατό του. Την έκδοση επιµελείται, µε ιδιαίτερη σεµνότητα και σεβασµό στο όνοµα και την παρακαταθήκη του πατέρα της, η κόρη του ποιητή, η Έρη Ρίτσου. Στο σύντοµο πλην όµως σαφές επιλογικό της σηµείωµα απαντά σε αρκετά από τα ερωτήµατα που ανακύπτουν. Γράφει η Ρίτσου: «Είναι γνωστό –ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί– πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθηµερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσµα µια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές µέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα µπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του µα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα µπορούσαν να παρακολουθήσουν µια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι. Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία».
Παρ’ όλη τη σαφήνεια των παραπάνω, δεν κατάφερε ούτε το Υπερώον να ξεφύγει από τα στερεότυπα της κριτικής. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση του Ρίτσου, ήδη από τη δεκαετία του 1930, από την έκδοση, δηλαδή της πρώτης συλλογής του ποιητή, του Τρακτέρ, έως και σήµερα, η κριτική στέκεται σε δυο βασικά, κριτικά κλισέ. «Δύο είναι τα βασικά εµπόδια που συναντάει κάθε αναγνώστης του έργου του Ρίτσου και είναι αναγκασµένος να τα υπερπηδήσει: απ’ τη µία η αρραγής ιδεολογική ταυτότητα του ποιητή κι από την άλλη ο τροµακτικός όγκος αυτού του έργου. Περισσότερα από εκατό ποιητικά βιβλία, τέσσερα θεατρικά έργα, εννέα πεζογραφήµατα, µελετήµατα και πλήθος µεταφράσεων – και µόνο η καταγραφή τους αρκεί για να προκαλέσει το αίσθηµα ιλίγγου στον καλόπιστο αναγνώστη». (Χαράλαµπος Γιαννακόπουλος, Εφηµερίδα των Συντακτών, 19/10/2013). Η παραπάνω αντίληψη των «δύο εµποδίων», όταν πρόκειται για το έργο του Ρίτσου, είναι τόσο κοινή που είναι πια αδύνατο να συζητήσει κανείς για τη δηµιουργία του Ρίτσου χωρίς να συµπεριλάβει στη ρητορική του δύο ισχυρά αλλά: «Είναι µεγάλος ποιητής, αλλά έχει γράψει πολλά» ή, επιπλέον, «είναι µεγάλος ποιητής, αλλά είναι κοµµουνιστής, πολιτικά και ιδεολογικά στρατευµένος». Σε ποιο βαθµό όµως οι δύο αυτές ενστάσεις αποτελούν για την περίπτωση του Ρίτσου και της ποίησής του, πραγµατικά, αντικειµενικά εµπόδια;
Στην πραγµατικότητα και τα δύο αυτά εµπόδια δεν είναι τόσο ανυπέρβλητα όσο µοιάζουν και αυτό συµβαίνει διότι και τα δύο αποτελούν ιδεολογικά κατασκευάσµατα, δηµιουργήµατα της αστικής κριτικής, προκειµένου να απονευρώσουν την ποίηση του Ρίτσου από το σαφή ιδεολογικό της προσανατολισµό και να την καταστήσουν πολιτικά –και λογοτεχνικά– αδρανή. Άλλωστε, η αστική κριτική έπρεπε να υπερβεί, µε την περίπτωση του Ρίτσου (και δευτερευόντως του Λειβαδίτη), ένα σκόπελο: πώς γίνεται ένας τόσο σηµαντικός ποιητής, τόσο οικουµενικός, τόσο διαχρονικός, τόσο προβεβληµένος διεθνώς, να εµπνέεται από το κοµµουνιστικό όραµα και µάλιστα να είναι αυτό ο σκελετός όλης του της δηµιουργίας; Αυτή η απαράδεκτη κατάσταση έπρεπε µε κάποιον τρόπο να σταµατήσει. Μία ήταν και παραµένει η λύση: να κρυφτούν ερµητικά κάτω από το χαλί οι ιδεολογικοί άξονες της ποιητικής του Ρίτσου και να δαιµονοποιηθεί το έργο του ως τεράστιο και εποµένως άνισο.
Ο όγκος του έργου του είναι αντικειµενικά πολύ µεγάλος. Όλη αυτή όµως η ακάµατη καθηµερινή δηµιουργία, αυτή η αδιάκοπη παραγωγή και προσφορά στίχων, δεν ήταν για το Ρίτσο µια τυχαία συνθήκη. Δεν έτυχε να είναι αυτός ο πλέον παραγωγικός ποιητής των νεοελληνικών γραµµάτων (υπάρχει άραγε και διεθνές αντάξιό του;). Ο Ρίτσος επέλεξε να γράφει πολύ ή µάλλον έγραφε πολύ γιατί δεν µπορούσε να ζει χωρίς να γράφει. Η δηµιουργία δεν ήταν για εκείνον ένα ζήτηµα έµπνευσης, επιφοίτησης, δεν ήταν η ποίηση καταφύγιο της κάθε του µαταίωσης. Αντίθετα, η ποίησή του, και υπάρχει διάσπαρτο σε όλο το έργο του, ήταν η δική του υλική κατάθεση στον κόσµο, στην αντικειµενικά δοσµένη πραγµατικότητα. Ο Ρίτσος έγραφε µε όρους σκέψης, διάνοιας. Μας δίνει συχνότατα την εντύπωση ότι σκέφτεται αποκλειστικά µε στίχους, ότι οι εικόνες, οι παραστάσεις στο µυαλό του, σχηµατοποιούνται σε ποίηµα. Αν η παραπάνω υπόθεση είναι σωστή, και επαληθεύεται από το σύνολο του έργου του, τότε ο Ρίτσος είναι ένας σχετικά λακωνικός ποιητής. Για έναν άνθρωπο που σου δίνει την εντύπωση πως µέσα του κατοικεί ένας δράκος δηµιουργικότητας, οι πέντε και έξι ώρες δουλειάς ηµερησίως, δεν είναι παρά η ελάχιστη δυνατή παραγωγή σε έναν ταραγµένο και παρόντα βίο. Οι µερικές εκατοντάδες χιλιάδες στίχοι, για την περίπτωση ενός δηµιουργού που χαρακτηρίστηκε από την παρουσία του στις ιστορικές εξελίξεις και στην πλέον ταραγµένη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας (Παγκόσµιος Πόλεµος, Εµφύλιος, Χούντα, εξορίες, διωγµοί) και που ο ίδιος σκεφτόταν µε ποιήµατα, δεν τα έγραφε απλώς, µοιάζουν λίγοι. Πιθανότατα ο Ρίτσος µας είπε λιγότερα απ’ όσα ήθελε και έπρεπε να πει. Ο Ρίτσος είναι ο ποιητής της σιωπής. «Κατά παράδοξο όµως τρόπο το πιο επίµονο θέµα της ποίησής του είναι η σιωπή. Πρόκειται, όπως έχει παρατηρήσει ο Παντελής Πρεβελάκης, για µια “έµµονη ιδέα” η οποία “διατρέχει την ποίησή του σαν υπόγειο ρέµα που χάνεται προσώρας για να αναφανεί πιο πέρα”». (Έλλη Φιλοκύπρου, Η αµείλικτη ευεργεσία – Όψεις της σιωπής στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Βιβλιόραµα, Αθήνα 2004).
Αυτή η αδιάκοπη, καθηµερινή –και πρωτοφανώς συνεπής– ποιητική δηµιουργία του Γιάννη Ρίτσου αναδεικνύει µια επιπλέον σχέση. Ο Ρίτσος είναι ο µοναδικός πνευµατικός δηµιουργός που κατάφερε µε τη στάση και το έργο του να κάνει την υπέρβαση στη διάκριση διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Θυµίζοντας τον Χάιντν, τον Μπαχ ή τον Μότσαρτ στη µουσική ή τον Πικάσο στη ζωγραφική, έγραφε καθηµερινά και αδιάκοπα, έκανε την πνευµατική δηµιουργία καθηµερινή διαδικασία, δηµιουργούσε µε όρους χειρώνακτα εργάτη. Απέδειξε πως η δηµιουργία της διάνοιας δεν διακρίνεται από την υλική δηµιουργία. Ως αυθεντικός κοµµουνιστής, αντιµετώπισε την ποίησή του στο πλαίσιο ενός προλεταριακού του χρέους, έγινε ο ίδιος ένας εργάτης της ποίησης. Όπως είναι φυσικό, µια τέτοια αντιµετώπιση της διανοητικής εργασίας εκ µέρους του δηµιουργού της έρχεται αντιµέτωπη µε τη νόρµα περί διανοητικής δηµιουργίας στο πλαίσιο του καπιταλισµού. Ο δηµιουργός δεν είναι ούτε η ιδιοφυΐα που παράγει αριστουργήµατα, ούτε ο κατασκευαστής εµπορικών έργων προς µαζική κατανάλωση. Είναι, αντίθετα, ένας χαλκέντερος εργάτης της τέχνης του, στρατευµένος στο ιδανικό του, στο όραµά του, που στην περίπτωσή του Ρίτσου είναι η χειραφέτηση των ανθρώπων και η πορεία προς τον κοµµουνισµό. Ο Ρίτσος δεν θα µπορούσε, ως αυθεντικός κοµµουνιστής δηµιουργός, παρά να αντιµετωπίσει έτσι τη δηµιουργία. Δεν αγαπούσε διόλου τα πουλιά, τα λουλούδια, τα δένδρα που γίναν σύµβολα ιδεών, χρησιµοποιούµενα εξίσου από εντελώς αντίθετες παρατάξεις. Αυτός προσπαθούσε να τα επαναφέρει στη φυσική τους υπόσταση.
Τα περιστέρια π.χ., όχι συνθήµατα ποικίλων συνεδρίων, αλλά πουλιά/ωραία, ερωτικά, βαρυπερπάτητα, που όλο φιλιούνται/στόµα µε στόµα στην αυλή και µου γεµίζουν τα πλακάκια/µε κουτσουλιές και πούπουλα (µ’ αρέσουν έτσι)/ή, το πολύ πολύ: µικροί ταχυδρόµοι που µεταφέρουν/πάνω απ’ τις σφαίρες/τα γράµµατα φτωχών παιδιών προς το θεό/ζητώντας του/τετράδια και παπούτσια και λίγα καραµέλες./Τα κρίνα/όχι εµβλήµατα αγνότητας µα φυτά µυροβόλα/όλο αισθησιασµό, µε ολάνοιχτα τα πέταλά τους/να δείχνουν τεντωµένους τους χρυσόσπορους στήµονες./Κι η εληά/όχι έπαθλο νίκης ή ειρήνης αλλά µάνα καρποφόρα/που δίνει το λαδάκι για το πιάτο µας και για το λύχνο,/για του µωρού το σύγκαµα και για το λαβωµένο γόνατο/του ανήσυχου, ανυπάκουου παιδιού, κι ακόµη/για το φτωχό καντηλάκι της Παναγίας./Κι εγώ –είπε–/καθόλου µύθος, ήρωας ή θεός, µα απλός εργάτης/όπως κι εσύ κι εσύ και ο άλλος – προλετάριος της τέχνης/ερωτευµένος πάντα µε τα δένδρα, τα πουλιά, τα ζώα/και τους ανθρώπους,/ερωτευµένος προπάντων µε το κάλλος των καθάριων στοχασµών/και µε το κάλλος των νεανικών σωµάτων – ένας εργάτης/που γράφει, γράφει ακατάπαυστα για όλους και για όλα/και τ’ όνοµά του σύντοµο κι ευκολοπρόφερτο
Γιάννης Ρίτσος. («Αποκατάσταση», από Το Γυµνό Δέντρο (1987), Αργά, πολύ αργά µέσα στη νύχτα, επιµ.: Αικ. Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα 1991, σελ. 115)
Ολιστική, πλήρης θέαση του κόσµου
Το «δεύτερο εµπόδιο» για τον επισκέπτη του ποιητικού τοπίου που έχει δηµιουργήσει ο Ρίτσος είναι η «αρραγής ιδεολογική του ταυτότητα». Στην πραγµατικότητα αυτό το εµπόδιο ορθώνεται για τον αναγνώστη, το θεατή, τον ακροατή σε κάθε πραγµατικά σηµαντική πνευµατική δηµιουργία. Οι πραγµατικά σηµαντικοί δηµιουργοί είναι όσοι µας δίνουν µε το έργο τους µια ολιστική, πλήρη θέαση του κόσµου, ξανασυστήνουν µέσα από τη δηµιουργία τους όλη την ανθρώπινη εµπειρία. Κοντολογίς, δεν υπάρχει σπουδαία πνευµατική δηµιουργία χωρίς αρραγή ιδεολογική ταυτότητα. Ο Μαρξ, ο Μπετόβεν, ο Γκαίτε, ο Ρεµπό δεν είναι απλώς σηµαντικές στιγµές στην ιστορία των ιδεών, είναι συστήµατα κατανόησης της πραγµατικότητας, είναι διαυγείς οπτικές γωνίες. Μια τέτοια περίπτωση, παρ’ όλες τις αδυναµίες του έργου του, είναι και ο Γιάννης Ρίτσος. Το πρόβληµα µε τον Ρίτσο δεν είναι η αρραγής ιδεολογική του ταυτότητα, αλλά το γεγονός ότι αυτή η ταυτότητα είναι κοµµουνιστική. Αντίστοιχη κριτική δεν έχει ασκηθεί, για παράδειγµα, στους εκπροσώπους της γενιάς του ’30 παρ’ όλο που η ιδεολογική τους ταυτότητα είναι εξίσου σαφής και ισχυρή. Το πνεύµα ενός αστικού κοσµοπολιτισµού, η νεωτερική θέαση του λαϊκού ως εξωτικού, η αντίληψη ότι την ιστορία τη διαµορφώνουν οι κυρίαρχες προσωπικότητες και όχι οι σχέσεις παραγωγής και οι αντικειµενικές, υλικές συνθήκες είναι πολύ χαρακτηριστικοί και διαυγείς ιδεολογικοί άξονες που καθόρισαν µε σχεδόν καταιγιστικό τρόπο τη διαµόρφωση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα εκ µέρους των εκπροσώπων του αστικού µοντερνισµού. Αυτή όµως η εξίσου «αρραγής» ιδεολογική ταυτότητα δεν προβλήθηκε ποτέ σαν εµπόδιο απλούστατα διότι ουδέποτε έδωσε διαφορετικό τρόπο κατανόησης του κόσµου από αυτόν που παρουσίαζε η κυρίαρχη ιδεολογία.
Η «αρραγής» ταυτότητα του Ρίτσου, αντίθετα, πάντα προβάλλεται και θα εξακολουθεί να προβάλλεται, όσο κυρίαρχη αφήγηση του κόσµου είναι ο καπιταλισµός, σαν εµπόδιο, διότι ορθώνεται ως αντίλογος σ’ αυτήν ακριβώς την κυρίαρχη αφήγηση. Ο Ρίτσος, όπως και οι πραγµατικοί κοµµουνιστές δηµιουργοί, επιχειρεί –και εν µέρει πετυχαίνει– να ορθώσει µιαν άλλη θέαση του κόσµου, να αντικαταστήσει τον αστικό πολιτισµό του καπιταλισµού µε έναν εργατικό πολιτισµό. Επιχειρεί να δηµιουργήσει µια διαλεκτική σχέση ανάµεσα σε µια κυρίαρχη ιδεολογία, εκείνη του καπιταλισµού, και µια ριζοσπαστική ιδεολογία, εκείνη του κοµµουνισµού.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ
Συνομιλεί με τη λαϊκή παράδοση
Ταυτόχρονα, ο Γ. Ρίτσος δεν αρνείται να αντλήσει από τη μεγάλη δεξαμενή της αστικής παράδοσης. Ο ίδιος είναι εμφανέστατα ποιητής του μοντερνισμού, χειρίζεται εξίσου καλά τη φόρμα του μικρού ποιήματος, συνομιλεί με όλο το εύρος της λαϊκής παράδοσης, κινείται ευέλικτα στη μεθόριο λόγιου και λαϊκού. Έχει τη σπάνια ικανότητα να καταθέτει έναν πλουραλισμό στο ύφος, να στιχουργεί αναδεικνύοντας πολλά και ποικίλα επίπεδα πρόσληψης της δημιουργίας του. Ταυτόχρονα, ο Ρίτσος δεν έχει μόνον καλά ποιήματα. Τα πολλά χαμηλότερης τάξης έργα του δεν αποδυναμώνουν το σύνολο του έργου του, ίσα ίσα το ενδυναμώνουν. Αν και συχνά η στάση ζωής του πρόβαλλε ένα δημιουργό που αρεσκόταν στο χειροκρότημα, στα φώτα και την εξέδρα (άλλωστε συχνότατα η επίσημη Αριστερά τον χρησιμοποίησε σαν περσόνα, σαν εξωτικό πουλί επάνω στα μπαλκόνια) η ίδια του η δημιουργία αποδεικνύει πως δεν ήταν ο δημιουργός που αναζητούσε το Αριστούργημα. Αντιθέτως, πίστευε στη διαρκή παρουσία του διανοούμενου στα πολιτικά πράγματα, δημοσιοποιούσε τη δουλειά του ακόμα κι όταν γνώριζε πως δεν είναι ολόκληρο το έργο του ίδιου ύψους και αντίστοιχης ποιότητας.
Μ’ αυτή την παραδοχή, το Υπερώον δεν αποτελεί μια ποιητική συλλογή της οποίας ο ίδιος απέτρεψε την έκδοση. Ίσα ίσα, πρόκειται για ένα βιβλίο με σπουδαία ποιήματα, αυτοκριτικά και ενδοσκοπικά. Βρίσκουμε τον ποιητή στο τέλος της ζωής του, να στοχάζεται την πορεία της, να κοιτάζει τη μοναξιά, να φοβάται και να αντιμετωπίζει την ώρα του θανάτου του. Ποιήματα μικρής φόρμας, που ο Ρίτσος χειρίζεται με δεξιοτεχνία και δωρικότητα, ποιήματα έντονης εικονοποιΐας σχηματίζουν ένα σύνολο που τελικά διαφωτίζει σε σημαντικό βαθμό το σύνολο του έργου του δημιουργού τους. Ο Ρίτσος αποσύρεται από τα φώτα των κομματικών εκδηλώσεων, από τις τελετές και τις βραβεύσεις και ξαναστοχάζεται, με όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία της ζωής και της ποίησής του, τις βασικές αρχές των οραμάτων μας. Η σόμπα σκούριασε./Τα μπουριά ξεφλουδάνε./Οι τοίχοι ραγίζουν./Στο κάδρο/ένα δέντρο ολομόναχο/πράσινο ακόμη./Πούλησες και το ρολογάκι /του χεριού σου./Νοθέψανε και τον καφέ./Ένα τσιγάρο ξεχασμένο/καπνίζει στο σταχτοδοχείο./Λοιπόν,/τόσο μεγάλο κενό,/τόση στέρηση,/η ελευθερία; («Απογύμνωση», Υπερώον, Κέδρος, Αθήνα 2013, σελ. 32). Ο Ρίτσος, μόνος του κάτω από τον ίσκιο της φήμης του, λίγο πριν από την ήττα των οραμάτων του, σ’ έναν κόσμο που καταρρέει, απομένει μονάχος με μοναδική συντροφιά τα όσα πίστεψε, τους αγώνες του, τους αγώνες μας… ο δημιουργός αντιμέτωπος με τη μόνη αλήθεια του καθενός, τον εαυτό του, τη θέση του και τον ιστορικό προορισμό του. Μετά την παράσταση/έμεινε κρυφά στο υπερώον/στα σκοτεινά./Η αυλαία ολάνοιχτη./Εργάτες της σκηνής,/φροντιστές, ηλεκτρολόγοι/ξεστήνουνε τα σκηνικά,/μετέφεραν στο υπόγειο/ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,/σβήσαν τα φώτα,/έφυγαν,/κλείδωσαν τις πόρτες./Σειρά σου τώρα,/χωρίς φώτα,/χωρίς σκηνικά και θεατές,/να παίξεις εαυτόν. («Στο υπερώον», ό.π., σ. 22). Πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλίο. Γιατί υπέροχο είναι κάθε βιβλίο που μας ωθεί να στοχαστούμε τη φύση της κοινωνίας μας, τη φύση της δημιουργίας, να αντικρίσουμε την ποιότητα των αξιών μας. Το Υπερώον είναι ένα βιβλίο πραγματικής ποίησης, διότι η ποίηση δεν κάνει τίποτε άλλο παρά –όπως λέει κι ο σύγχρονός μας Γιάννης Στίγγας– «ν’ ακονίζει μέσα μας την ελευθερία».