Λεφτά υπάρχουν… για τους εργολάβους
του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η κυβέρνηση «εγγυάται» τη φτώχεια και την ανέχεια του λαού µέσω των σηµερινών και των επικείµενων µνηµονίων την ίδια στιγµή που παρέχει σε µεγαλοκατασκευαστές και τραπεζίτες εγγυηµένα υπερκέρδη δισεκατοµµυρίων για την επόµενη δεκαετία! Αυτή ακριβώς η πραγµατικότητα αποτυπώνεται στο καθεστώς µε βάση το οποίο θα «ξαναβγούν οι µπουλντόζες στους οδικούς άξονες», προκειµένου να ξεκινήσουν τα έργα αποπεράτωσης του οδικού δικτύου σε όλη τη χώρα.
Σύµφωνα µε τα όσα προβλέπονται στις αναθεωρηµένες συµβάσεις (ο σχετικός νοµος ψηφίστηκε στη βουλή), οι ανάδοχες κοινοπραξίες ανάληψης της εκτέλεσης των έργων «γαιδουροδένουν» τα αναµενόµενα κέρδη τους µε πόρους δεσµευµένους από τα κρατικά ταµεία, δηλαδή από τον «κορβανά» στον οποίο καταλήγουν τα έσοδα υπερφορολόγησης των µισθών και των κατοικιών των εργαζοµένων και φυσικά των διοδίων που παραµένουν σε προκλητικά υψηλά επίπεδα. Το Δηµόσιο δεσµεύεται για «πλήρη δηµόσια εγγύηση» της απόδοσης των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα επενδυθούν. Με απλά λόγια, ο επενδυτής θα πάρει τα χρήµατά του, είτε το έργο αποπερατωθεί είτε όχι, είτε τα διόδια που θα επιβληθούν φτάσουν το πόσο προϋπολογισµού είτε όχι. Σε αυτήν τη ρύθµιση πρέπει να συνυπολογιστεί και ρύθµιση µε βάση την οποία το Δηµόσιο εγγυάται τον όποιο δανεισµό αναλάβουν να διαχειριστούν οι ανάδοχες κοινοπραξίες από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δηλαδή παρέχεται στις εταιρείες εγγυηµένο-«ζεστό» χρήµα.
Εν ολίγοις οι «επενδυτές» µεγαλοεργολάβοι θα απολαµβάνουν εγγυηµένα κέρδη και µάλιστα χωρίς να βάλουν… ούτε ευρώ από την τσέπη τους, αφού το σκέλος της ιδιωτικής χρηµατοδότησης των έργων θα γίνει µέσω (επίσης εγγυηµένου) τραπεζικού δανεισµού. Εξίσου προκλητική είναι η πρόβλεψη που ορίζει ότι οι όποιες αποζηµιώσεις του Δηµοσίου για τη συµµετοχή του στα έργα µεταφέρονται πλέον στο τέλος του χρονικού ορίου της σύµβασης, αφού έως τη λήψη του από τα κέρδη που θα προκύπτουν θα αποζηµιώνονται πρώτα οι ιδιώτες επενδυτές!
Σχετικά µε το κόστος, στις καινούργιες συµβάσεις υπάρχει πλήρης αναθεώρηση, µε αποτέλεσµα τον υπερδιπλασιασµό της επιβάρυνσης του Δηµοσίου. Ενώ ο προϋπολογισµός των συµβάσεων που υπογράφθηκαν µέχρι το 2008 αφορούσε 2,3 δισ. ευρώ, σήµερα θα δωθούν σχεδόν στα 4 δισ. ευρώ µε απευθείας συµµετοχή του Δηµοσίου, ενώ το συνολικό κόστος –συνυπολογιζόµενου του δανεισµού– θα αγγίξει τα 7 δισ. όπως εκτιµά το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Κι αν κάποιος είναι περίεργος να πληροφορηθεί το σκεπτικό µε το οποίο η κυβέρνηση προχωρά σε αυτού του είδους τις σκανδαλώδεις ρυθµίσεις στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νοµοσχεδίου δηλώνεται πώς αυτή η πρακτική ακολουθείται για λόγους… «καθολικής ανωτέρας βίας»: επειδή υπάρχει κίνδυνος να χαθούν τα κονδύλια των ευρωπαϊκών ταµείων εφόσον τα έργα δεν εκτελούνται για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Είναι εύκολο φυσικά να συµπεράνει κανείς ότι µε αυτό ακριβώς το σκεπτικό –µε επίκληση της ανωτέρας βίας– οι κατασκευαστικές εταιρείες θα µπορούν ανά πάσα στιγµή να διεκδικούν αναπροσαρµογή των συµβάσεων και «πανωπροίκια». Αυτό που τεχνηέντως κρύβουν οι κυβερνώντες είναι ότι ακριβώς µε βάση τους όρους και τους κανονισµούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα χρήµατα αυτά δεν µπορούν να αξιοποιηθούν κατευθείαν από το Δηµόσιο µε τη µορφή της ενίσχυσης των δηµόσιων επενδύσεων, µια και κάτι τέτοιο θα συνιστούσε «κρατικό µονοπώλιο» και θα παρέκαµπτε τον «ελεύθερο ανταγωνισµό»!
Με βάση τα παραπάνω µόνο οργή µπορούν να προκαλέσουν τα σχόλια του αρµόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Σύµφωνα µε τα όσα είπε, η καταλήστευση των κρατικών ταµείων από τα εργολαβικά συµφέροντα είναι σηµάδι απόδοσης των κόπων των Ελλήνων, αφού –σύµφωνα µε τα λεγόµενά του πάντα– οι ευρωπαίοι εταίροι «επενδύουν δισεκατοµµύρια ευρώ στη χώρα. Εµπιστεύονται όσο πιο έµπρακτα µπορούν την Ελλάδα και πέρα από λόγια χτίζουν τη σταθερότητά της. Οι σκληρές θυσίες των συµπολιτών µας αρχίζουν να αποδίδουν αποτελέσµατα».
Παράλληλα, συνολικά η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει την όλη ιστορία σαν… επανεκκίνηση της ελληνικής οικονοµίας, αφού υποστηρίζει ότι η έναρξη των έργων θα αποφέρει 20.000 νέες θέσεις εργασίας (µε τι µισθούς και µε τι ασφάλιση άραγε;) και παράλληλα αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 1,5%. Παρ’ όλ’ αυτά δεν µπορεί να αρνηθεί την αύξηση του κόστους κατ’ απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Μ. Χρυσοχοΐδης για το θέµα των επιτοκίων δανεισµού (που διπλασιάζονται σε βάρος του ελληνικού δηµοσίου), «ο δανειστής είναι αυτός που καθορίζει δυστυχώς την εξέλιξη του έργου. Το 2007 δηλαδή, ο δανεισµός ήταν 3 δισεκατοµµύρια ευρώ, µε επιτόκιο 1% έως 2%. Σήµερα ο δανεισµός είναι 1,7 δισεκατοµµύρια ευρώ, σχεδόν το µισό, µε επιτόκιο 3% έως 6,5%, πολλαπλάσιο».