του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Στο τελευταίο τεύχος (Ιούνιος 2013) της ΚΟΜΕΠ δηµοσιεύεται κείµενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στο οποίο διερευνώνται οι παράγοντες που οδηγούν στην παρέκκλιση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος από τη στρατηγική της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Το κείµενο του ΠΓ εξετάζει την ιστορία της τακτικής και της στρατηγικής του ΚΚΕ από την ίδρυσή του ως και το τελευταίο συνέδριό του, το 2013, που διαµόρφωσε το σηµερινό του πρόγραµµα. Η παρέκκλιση του ΚΚΕ απ’ την επαναστατική στρατηγική εξετάζεται στα διαχρονικά πλαίσια της πάλης και της ενότητας µε τον οπορτουνισµό. Ο οπορτουνισµός ορίζεται µε την ιδεολογική και πολιτική έννοια του ρεύµατος µέσα στο εργατικό και κοµµουνιστικό κίνηµα, που αντανακλά την επίδραση της αστικής τάξης στην εργατική τάξη και στο κόµµα της στην προσπάθειά της να την ενσωµατώσει στο καπιταλιστικό σύστηµα. Θετική είναι η εκτίµηση ότι ο οπορτουνισµός έχει κοινωνική αντικειµενική βάση στο ιµπεριαλιστικό στάδιο, πράγµα όµως που δεν συνεπάγεται ότι νοµοτελειακά διεισδύει στο κόµµα και το αποπροσανατολίζει από την ιστορική αποστολή του. Στο κείµενο υπάρχει η αυτοκριτική παραδοχή ότι διαχρονικά ο ταξικός αντίπαλος και ο οπορτουνισµός αξιοποιούν τα ιδεολογικοπολιτικά προβλήµατα και τις παρεκκλίσεις του ΚΚΕ. «Αξιοποίησαν, δηλαδή, αδυναµίες, ελλείψεις και καθυστερήσεις στην ιστορική διαδροµή του Κόµµατος».
Στο κείµενο διακηρύσσεται ότι στο πλαίσιο της επεξεργασίας του Δοκιµίου της Ιστορίας του ΚΚΕ της περιόδου 1968-1991, που έθεσε ως καθήκον το 19ο Συνέδριο αλλά και της νέας επεξεργασίας του Δοκιµίου της περιόδου 1918-1949, θα φωτιστεί συλλογικά κι ολοκληρωµένα το πώς το ΚΚΕ αντιπάλεψε τον οπορτουνισµό. Εξάλλου, στο Δοκίµιο της περιόδου 1949-1968 εκτιµάται ότι στην 6η Ολοµέλεια της ΚΕ έγινε δεξιά οπορτουνιστική στροφή και η διαπάλη µε τον «δεξιό αναθεωρητισµό» κρίθηκε στη 12η Ολοµέλεια (1968). Εκτός απ’ τον εντοπισµό του οπορτουνισµού στη γραπτή ιστορία του ΚΚΕ (1918-1991), στο κείµενο της ΚΟΜΕΠ υποστηρίζεται ότι τα βαρίδια του οπορτουνισµού παρέµειναν στο Κόµµα και µετά το 1991, όταν αρχίζει η «επαναστατική ανασυγκρότηση» του ΚΚΕ, µε κορύφωση το 19ο Συνέδριο (2013). Ακόµη και για το επίµαχο διάστηµα 1989-1990, όταν το ΚΚΕ συµµετείχε στις δύο αστικές κυβερνήσεις µε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ το ΚΚΕ, αν και επιµένει να συγκαλύπτει τις ευθύνες της τότε ηγεσίας του, για πρώτη φορά παραδέχεται ότι «η συµµετοχή του κόµµατος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε µέσα στο κόµµα τον οπορτουνισµό».
Τα βαρίδια του οπορτουνισµού που παρέµειναν στο ΚΚΕ µετά το 1968 και το 1974 επικεντρώνονται στις αντιλήψεις «ΚΚΕ κόµµα κυβερνητικό στις συνθήκες του καπιταλισµού, για συνεργασία γύρω από ένα µίνιµουµ πρόγραµµα για διαχωρισµό µεταξύ συνεργασιών τακτικής και συνεργασιών στρατηγικής, για την ενότητα της Αριστεράς, δηλαδή συνεργασία µε τους οπορτουνιστές ή και σοσιαλδηµοκράτες». Εµφατικά συσχετίζεται ο οπορτουνισµός στο ΚΚΕ µε τη θεωρία των σταδίων: «Το 9ο Συνέδριο (1973) διατηρεί τη λογική της στρατηγικής των σταδίων του 8ου Συνεδρίου (1961), λογική που επίσης διατηρείται αλώβητη, µε ορισµένες τροποποιήσεις οι οποίες δεν αλλάζουν την ουσία, και στο 10ο Συνέδριο το 1978.
Στην ίδια βάση µε ορισµένους εκσυγχρονισµούς διαµορφώνεται η στρατηγική του κόµµατος ως και το 12ο Συνέδριο το 1987, αν και τυπικά δεν φαίνονται καθαρά τα δύο στάδια στον όρο αλλαγή, µε κατεύθυνση το σοσιαλισµό». Αλλά και µετά το 1991, οπότε κατά το κείµενο το ΚΚΕ τίθεται σε τροχιά αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του, για τις οπορτουνιστικές αντιλήψεις γίνεται η εξής παραδοχή: «Ζητήµατα δηλαδή που δεν τα αντιµετωπίσαµε µε ολοκληρωµένη ιδεολογικοπολιτική δουλειά µε άξονα το πρόγραµµα του κόµµατος και µετά το 1991». Σύµφωνα λοιπόν µε τα αποσπάσµατα που σκόπιµα παραθέτουµε αυτούσια το ίδιο το ΚΚΕ οµολογει ότι διαβρώνεται από τον οπορτουνισµό απ’ την ίδρυσή του περίπου ως το σωτήριο 19ο Συνέδριό του (2013), τουτέστιν σ’ όλη την ιστορική του πορεία! Αν αληθεύει αυτή η πρωτοφανής για το ΚΚΕ αυτοκριτική αποτίµηση, δεν αυτοακυρώνεται το ΚΚΕ ως πολιτικός οργανισµός; Βέβαια το ΚΚΕ περιχαρακώνεται απ’ την καταλυτική «αυτολαθολογία» του αντισταθµίζοντάς τη µε τη συνεπή προσήλωσή του στον ταξικό χαρακτήρα του: «Ο,τι κατάφερε το κόµµα από το 1991, χρονιά της κρίσης και ολοκλήρωσης της νίκης της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, οφείλεται στο γεγονός ότι πάντα ήταν δεµένο στενά µε την πάλη της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωµάτων, ότι πάλεψε σθεναρά άλλοτε µ’ επιτυχία, άλλοτε µε λάθη και αντιφάσεις τον οπορτουνισµό, ότι δεν µετατράπηκε σε οπορτουνιστικό κόµµα».
Ασφαλώς είναι θετικό το γεγονός ότι το ΚΚΕ διατήρησε τον ταξικό και επαναστατικό χαρακτήρα του, ότι δεν µεταλλάχτηκε σε σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα, όπως τα κοµµουνιστικά κόµµατα του «υπαρκτού σοσιαλισµού» µετά τη νίκη της αντεπανάστασης το 1989-1991. Το ζητούµενο όµως δεν είναι πρωτίστως η ταξική και επαναστατική ταυτότητα του ΚΚΕ αλλά η έκφρασή της στην τακτική και τη στρατηγική του. Δυστυχώς η στρατηγική του είναι λόγω µεν επαναστατική, έργω δε ρεφορµιστική, αφού προϋποθέτει µια τακτική αγώνων χαµηλής έντασης ανεκτών απ’ το σύστηµα και διασπαστικών συχνά. Επειτα, παρά τον οίστρο αυτοκριτικής και κριτικής, γιατί η σηµερινή καθοδήγηση εµµένει στη χρεοκοπηµένη πρακτική τής άνευ σηµασίας, µετά την παρέλευση δεκαετιών, αυτοκριτικής ενώ νεκρώνει τη ζώσα κριτική, ακόµη και τη θεσµοποιηµένη στο πλαίσιο του συνεδρίου, που µπορεί να λειτουργήσει διορθωτικά στην ασκούµενη πολιτική, όπως συνέβη µε την κακήν κακώς εκπαραθύρωση του δηµοσιογράφου Ν. Μπογιόπουλου; Η φίµωση όµως της εσωκοµµατικής κριτικής δεν συνιστά διάβρωση απ’ την αστική ιδεολογία και πολιτική; Ρίζα των κακών πάντως είναι η γραφειοκρατικοποίηση του ΚΚΕ κατ’ αντανάκλαση της αστικής κρατικής δοµής.