ΑΦΙΕΡΩΜΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
του Αλέκου Αναγνωστάκη
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, αυτός ο ελληνικός Μάης όπως µε µια δόση υπερβολής χαρακτηρίστηκε, ήταν η πρώτη αναµέτρηση των νέων συγκροτούµενων αντίπαλων κοινωνικών δυνάµεων της τότε περιόδου.
Ήταν η έναρξη της πρώτης απειλητικής, ανώριµης ακόµη, εργατικής – λαϊκής «αντιπολίτευσης» που εξελίσσεται και διαρκεί εντός της νέας, αστικής τελικά Μεταπολίτευσης, η οποία µετασχηµατίζεται ως τις µέρες µας.
Την προηγούµενη εικοσαετία, την περίοδο 1950-70, ο ελληνικός καπιταλισµός εξελίσσεται ποιοτικά και ποσοτικά µε εντυπωσιακούς ρυθµούς ανάπτυξης γύρω στο 10%. Ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηµατισµός µετατρέπεται σε µεσαίου επιπέδου καπιταλιστική δύναµη στην αλυσίδα των καπιταλιστικών χωρών. Μαζί µε την ανάπτυξη της ελληνικής αστικής τάξης, µαζί µε την καινούργια αστική τάξη, αναπτύσσεται και εµφανίζεται στο προσκήνιο ένα νέο ποιοτικά και ποσοτικά ανώτερο προλεταριάτο.
Το Πολυτεχνείο ήταν η πρώτη άνιση – εξαιτίας των προγραµµατικών ορίων της Αριστεράς, της αντίστοιχα καθοριζόµενης δυναµικής και κατάστασης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήµατος- αναµεταξύ τους σύγκρουση. Παρ’ όλα αυτά ο δείκτης της Μεταπολίτευσης πήγε πολύ αριστερότερα από το αναµενόµενο και σχεδιαζόµενο. Επανήλθε τότε στο προσκήνιο όχι απλά η αντιδεξιά αντιπολίτευση αλλά το κοινωνικό πρόβληµα, το ζήτηµα του «σοσιαλισµού». Ξεσπούν µεγάλοι εργατικοί αγώνες σε εργοστάσια, µεγάλες πολιτικές απεργίες και καταλήψεις. Η «εκσυγχρονισµένη» καραµανλική Δεξιά κηλιδώνεται από το αίµα δυο νεκρών αγωνιστών, της Σταµατίνας Κανελλοπούλου και του Ιάκωβου Κουµή. Η Αριστερά κυριαρχεί στα πανεπιστήµια.
Η απελπισµένη όµως προσπάθεια να διασωθεί ό,τι καλύτερο -αντί η τότε Αριστερά στις διάφορες εκδοχές να υψωθεί και να συγκροτηθεί στα νέα µέτρα του αντιπάλου για τις ανάγκες του επόµενου γύρου- περιόριζε και ξόδευε τον λαϊκό και εργατικό ριζοσπαστισµό σε ό,τι από καιρό είχε κλείσει τον ιστορικό του κύκλο. Κι έτσι η χαµένη ευκαιρία της Μεταπολίτευσης ή, καλύτερα, οι πολλές χαµένες ευκαιρίες της απαντούν στο ερώτηµα «ποιος τελικά κέρδισε».
Ήταν αναπόφευκτο να γίνει όπως έγινε;
Κάθε φορά, λέει ο Μαρξ, τελικά γίνεται αυτό που µπορεί να γίνει. Τελικά και γενικά. Αλλά η απόσταση ανάµεσα στο ό,τι κοινωνικά µπορεί να δηµιουργηθεί και στο «τελικά» και «γενικά» είναι µεγάλη. Για να µετατραπεί η πολιτική κρίση του 1974 σε επαναστατική κρίση έπρεπε να χειραφετηθούν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάµεις από όλο τον παλιό πολιτικό κόσµο και να διαµορφωθεί ένας πολιτικός και κοινωνικός πόλος της ανατροπής.
Αυτό δεν έγινε.
Τέτοιες ζυµώσεις έγιναν στο Πολυτεχνείο και στην αρχή της Μεταπολίτευσης αλλά δεν καρποφόρησαν. Αυτή η µη καρποφορία φαίνεται πως πηγή έχει την ανωριµότητα του νέου τότε κοινωνικού εργατικού και λαϊκού ριζοσπαστισµού, το ιστορικό φορτίο της παλιάς Αριστεράς που κάλυπτε τις ραγδαίες µεταλλάξεις της και καθόριζε τα όρια της αναδυόµενης νέας τότε πρωτοπορίας και της ηγεσίας της. Εντέλει επικράτησαν «η εύκολη Αλλαγή και ο σοσιαλισµός του ΠΑΣΟΚ», η εύκολη «πραγµατική Αλλαγή», ο εύκολος κοινοβουλευτικός δρόµος του 17%, του ΚΚΕ. Η ευκολία του «πάνσοφου κόµµατος» αντί του κοινωνικά καθοριστικού κόµµατος-στρατηγική πρωτοπορία που θα χτίσει το αποφασιστικό πολιτικό και κοινωνικό µέτωπο της ανατροπής και του σκληρού καθηµερινού αγώνα για «να φάει ψωµί ο εργάτης». Επικράτησε η ανέξοδη «αριστερή» φλυαρία του ΠΑΣΟΚ, η σοβαροφάνεια της «υπεύθυνης Αριστεράς» στις δύο εκδοχές, του Φλωράκη και του Κύρκου, που χειραγωγούσαν και µετακινούσαν -καθείς µε τον τρόπο του- επί το «υπευθυνότερο», δεξιότερο τελικά, τον κοινωνικό ριζοσπαστισµό.
Το δικό µας Πολυτεχνείο είναι η φωνή και η πράξη του «παλιολαού» που δεν καταλάβαινε από τέτοια. Από σοβαροφάνειες, απειλές, εξαγορές, υποσχέσεις, ψευδοϋπευθυνότητες και µικροµπαλώµατα. Είναι στάση ζωής απέναντι σε κάθε τι το τυπικό, το µοιρολατρικό, το σνοµπ. Είναι ζωή. Και ο θάνατος, όπως τον συναντάµε στο Πολυτεχνείο ανάµεσα στην προσµονή και τον αγώνα για µια άλλη ζωή, παίρνει τη θέση του σαν πηγή ζωής. Τη θέση που αρµόζει σε τέτοιας ποιότητας ώρες, στις οποίες «ο χρόνος αλλάζει ρόλο και από δυνάστης γίνεται οφειλέτης χρεών (διαφορετικών) στους προδοµένους και τους προδότες, στους θύτες και τα θύµατα». Το δικό µας Πολυτεχνείο, πολιορκηµένο ακόµη από στεριά και θάλασσα, «αναπνέει µε καλάµι». «Ζει». Και µας κλείνει πονηρά το µάτι σε µέρη ταπεινά και ανώνυµα. Εκεί που δουλεύουν και ζουν οι δικοί µας άνθρωποι του «σαββατόβραδου», που τραγουδούν ο Καζαντζίδης και ο Λειβαδίτης.
Η γενιά του Πολυτεχνείου πρόδωσε, διαδίδουν. Πίσω όµως από κάθε «γενιά» υπάρχουν πολλές γενιές: Οι «πεδινοί» και οι «ορεινοί», οι ΕΑΜίτες και οι δωσίλογοι, οι πολυπληθείς συνεργάτες της Χούντας και οι χιλιάδες ανώνυµοι αγωνιστές του Πολυτεχνείου. Αυτοί οι τόσοι άλλοι, που εξακολουθούν να προσµένουν και να αγωνίζονται. Αλλά κι όσοι εξαγόρασαν τη συµµετοχή τους σε ιλουστρασιόν βιογραφικά και σε βεγγέρες στα σαλόνια του Κινγκ Τζορτζ. Δυσπιστούµε εποµένως µε όρους όπως «γενιά», που περιορίζουν τα ιστορικά γεγονότα σε τρελές στιγµές µιας ανέµελης νιότης. Στο κάτω κάτω την ιστορία δεν τη γράφουν οι γενιές και τα κυκλώµατα, αλλά η διαρκής πάλη των τάξεων, όπως συνταρακτικά και κινηµατογραφικά µας θυµίζει ο Μπερτολούτσι στην τελευταία σκηνή του 1900.
Το Πολυτεχνείο και η κρίση του 1973-85 (;) ανοίγουν την αυλαία µιας νέας εποχής, της κατεξοχήν εργατικής εποχής, της δικιάς µας εποχής. Σε αυτή την εποχή του διάχυτου φόβου και της αναγεννηµένης ελπίδας η σηµερινή νέα «γενιά» διχάζεται βαθύτερα και οξύτερα ανάµεσα στον αδιέξοδο ατοµισµό και στη συλλογική αναµέτρηση. Στις νέες συνθήκες οι δυνάµεις της κοινωνικής χειραφέτησης µπορεί να βρουν προοπτική όχι στις διασωσµένες οπισθοφυλακές ενός ένδοξου παρελθόντος αλλά σε µια νέα προωθητική και ανώτερη στρατηγική ενότητα για τη συσσώρευση των αναγκαίων κοινωνικών και πολιτικών δυνάµεων.
Στο αφιέρωµα που ακολουθεί δηµοσιεύονται κείµενα των Ά. Χάγιου-Σ. Καυκαλά, Κ. Τζιαντζή, Κ. Μιχαηλίδη, Ν. Κεφαλληνού, Θ. Ανδρίτσου, Δ. Τσακνή, Μ. Τζιαντζή, Δ. Γρηγορόπουλου και Δ. Ελευθεράτου.