του Διονύση Τσακνή
Έτσι ξεκινάει ένα τραγούδι µου, που έγραφα λίγες µέρες πριν από τη 17η επέτειο του Πολυτεχνείου και έµελλε να αγαπηθεί και να µπει στα χείλη πολλών νέων ανθρώπων. Νέων κυρίως, γιατί πολλοί της δικής µου ηλικίας είχαν την εποχή εκείνη άλλες προτεραιότητες. Τους ήταν άβολο να θυµούνται ή να ξύνουν πληγές. Στο έµπα της δεκαετίας του 1990 άλλωστε µοντέρνες δουλειές µε ευρωπαϊκές επιδοτήσεις έκαναν την εµφάνισή τους και αρκετοί συνοµήλικοί µου έπεφταν µε τα µούτρα στη… δουλειά.
Αθροισµένοι οι Νοέµβρηδες απ’ το 1973 µάς κάνουν τον αριθµό 40, κι όταν στις πορείες ακούω το σύνθηµα «Ψωµί-παιδεία-ελευθερία, η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73» αισθάνοµαι πως υποδηλώνει και υπογραµµίζει το ανεκπλήρωτο µεν αλλά όχι το ανέφικτο του ονείρου. Νέοι άνθρωποι, αγέννητοι τότε, πιάνουν το νήµα των αγώνων όπως άλλοτε κάναµε κι εµείς, κρατώντας ζωντανές τις µνήµες της Εθνικής Αντίστασης και των Λαµπράκηδων. Και στο νήµα των αγώνων βρίσκεται το νόηµα της ιστορίας ενός λαού – κι αλίµονο σε όσους το αγνοούν.
Καταλαβαίνω τους «βιαστικούς» που ζητάνε εκπλήρωση εδώ και τώρα, πιο πολύ όµως καταλαβαίνω την ίδια τη ζωή, που έχει τους δικούς της κανόνες, ανεξάρτητα από τις προσωπικές επιθυµίες και τη βουλησιαρχία µερικών.
Κάθε χρόνο τέτοια µέρα αναγκάζοµαι ν’ αρνηθώ πολλές προτάσεις σχολείων για να παρευρεθώ στις γιορτές της επετείου, να µιλήσω στους µαθητές και να κλείσουµε τη σεµνή τελετή µε το συγκεκριµένο τραγούδι µου, µαζί ίσως µε κάποια άλλα αγαπηµένα των παιδιών. Έχω εξηγήσει πολλές φορές πως δεν είµαι η… Βέµπο του Πολυτεχνείου, πως η όποια συµµετοχή µου στο φοιτητικό κίνηµα της εποχής δεν µε νοµιµοποιεί να µιλήσω εκ µέρους µιας ολόκληρης γενιάς.
Άλλο και τούτο πάλι: Η γενιά. Μα ποια γενιά; Αυτή που προσδιορίζεται απ’ τη χρονολογία γέννησης ή αυτό το µειοψηφικό κοµµάτι της που συµµετείχε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις στις τέσσερις πόλεις οι οποίες διέθεταν τότε πανεπιστήµια;
Στη γενιά µου άλλωστε ανήκει κι ο Γιώργος, αλλά πού λεφτά για να σπουδάσει… Αµέσως µετά το δηµοτικό, άντε και µια-δυο τάξεις του γυµνασίου, έγινε αµαξάς κι αυτός σαν τον πατέρα του, για τον µέγιστο αγώνα της επιβίωσης.
Έτυχε, συνηθίζω να λέω. Γεννήθηκα την κατάλληλη εποχή και βρέθηκα την κατάλληλη στιγµή στο κέντρο των πρώτων αντιφασιστικών διεργασιών και κινήσεων. Διάλεξα θέση. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Άντε και η οικογενειακή παράδοση. Μέχρις εκεί όµως.
Τούτες τις µέρες κάνει το γύρο του διαδικτύου µια φωτογραφία νεαρών της µεταδικτατορικής εποχής που ποζάρουν πλάι στον τότε ισχυρό άνδρα της Νέας Δηµοκρατίας Ευαγγελο Αβέρωφ. Ανάµεσά τους ο νυν πρωθυπουργός και ο προφυλακισµένος φασίστας Μιχαλολιάκος. Τα σηµειολογικά συµπεράσµατα προφανή αλλά η επικινδυνότητα των γενικεύσεων είναι πάντα παρούσα. Θα υπάρχουν φαντάζοµαι και φωτογραφίες του Μπαρόζο µε οµάδες µαοϊκών της Ισπανίας ή της Μέρκελ σε κατασκήνωση της κοµµουνιστικής νεολαίας της τότε Ανατολικής Γερµανίας, του Μίµη και της Μαρίας πλάι στον Χαρίλαο ή του Λαζαρίδη µε τον Γιάννη Μπανιά. Τι σηµαίνει άραγε αυτό; Οτι παραµένουν και σήµερα κοµµουνιστές και µάλιστα πιο ακραίοι;
Το να αλλάζει κάποιος στρατόπεδο είναι δικαίωµά του. Και άλλο τόσο δικαίωµα των υπολοίπων να κρίνουν. «Με το χτεσινό εισιτήριο δεν πας σινεµά» έλεγε ο γνωστός κοµµουνιστής γιατρός στην παρέα της πλατείας των Ιλισίων την περίοδο της Χούντας, και οι συνοµήλικοι κνίτες της εποχής θα το θυµούνται.
Γι’ αυτό και δεν θα καταλάβω ποτέ αυτή τη µικροαστική και επικίνδυνη εκδοχή της συλλογικής γενεαλογικής (επιτρέψτε µου τον όρο) ευθύνης. Στρέφω το κεφάλι µου στις πορείες και στις συγκεντρώσεις και σφίγγω πολλά χέρια παλιών συντρόφων, ανοίγουν πολλές αγκαλιές ανδρών και γυναικών για να µε δεχτούν και να ρωτήσουν απλά, καθηµερινά και τετριµµένα αλλά και υπέροχα συνάµα. Υπάρχουν εκατοντάδες απ’ αυτούς που διαφωνώ µαζί τους, όπως κι εκείνοι µε µένα, αλλά τιµώ τη στάση τους και το εφηβικό τους πείσµα. Δεν άλλαξαν όχθη. Στην ίδια πλευρά βαδίζουµε. Άλλος κοντύτερα, άλλος µακρύτερα απ’ το νερό.
Και τι κρίµα αλήθεια! Αυτούς δεν τους ξέρει ή κάνει πως δεν τους ξέρει η επίσηµη τηλεοπτική – προπαγανδιστική σκοτούρα, όπως επίσης και η χωρίς ονοµατεπώνυµο διαδικτυακή φλυαρία, που ισχυρίζονται από κοινού πως η λεγόµενη γενιά του Πολυτεχνείου παραδόθηκε σύσσωµη και αµαχητί στη νοµή της εξουσίας και του πλούτου.
Κουφάλες, δεν ξοφλήσαµε….