Αφιέρωμα Οκτώβρης
του Δημήτρη Δημητούλη
Οι προλεταριακές επαναστάσεις –θα πει ο Μαρξ στη 18η Μπρυµαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη– κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τους τον εαυτό, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σ’ εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγµατοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε µε ωµή ακρίβεια τις µισοτελειωµένες δουλειές, τις αδυναµίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν κάτω τον αντίπαλό τους µόνο και µόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούργιες δυνάµεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος µπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς µπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δηµιουργηθεί η κατάσταση η οποία κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισµα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν: Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδηµα.
Η αυθεντικότερη –κατά τη γνώµη µας– εκδοχή της πρωτόγνωρης εκείνης ιστορικής περιπέτειας που περιγράφει ο Μαρξ µε τα παραπάνω λόγια είναι η Ρωσική Επανάσταση που ξεσπά τον Οκτώβρη του 1917: το πλέον τολµηρό και γοητευτικό εγχείρηµα του ανθρώπου να αναµετρηθεί µε την ταξική και αλλοτριωτική οργάνωση της ζωής του, παρεµβαίνοντας στο κρίσιµο και ριψοκίνδυνο πεδίο της ιστορικής απελευθερωτικής πράξης. Αυτοί που τώρα επεµβαίνουν δραστικά και ιερόσυλα στο πεδίο της ιστορίας, διεκδικώντας τη ριζική ανατροπή του ορίζοντά της, ήταν ως εκείνη τη «στιγµή» οι «ανυποψίαστοι» και «ανήµποροι» αχθοφόροι της, όπως άλλωστε συνήθως συµβαίνει, τόσο στο συλλογικό όσο και στο ατοµικό-προσωπικό επίπεδο.
Οι κολασµένοι της ρωσικής κοινωνίας, µιας κοινωνίας που αποτελεί την πιο εκρηκτική συµπύκνωση αντιθέσεων οι οποίες διατρέχουν έναν καπιταλιστικό σχηµατισµό εκείνης της εποχής, αναζητούν και ανακαλύπτουν εκείνες τις συλλογικές µορφές συγκρότησης που θα τους επιτρέψουν να αυτοδιευθυνθούν, να αυτοδιαχειριστούν τις συνθήκες της ύπαρξής τους. Στην ουσία των πραγµάτων εκείνο που ίσως ανύποπτοι αλλά πάντως, µε αδιαλλαξία επιδιώκουν είναι ο έλεγχος του ίδιου τους του «πεπρωµένου». Βέβαια, η πάλη των τάξεων ως κινητήρια δύναµη της ιστορίας δεν διεξάγεται µε αυθαίρετο τρόπο. Τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείµενα, δηλαδή, που συγκρούονται µέσα στην ιστορία επειδή οι ριζικές τους ανάγκες είναι ασυµφιλίωτες δεν εξωτερικεύουν και πολύ περισσότερο δεν υλοποιούν τις ενδόµυχες ή µη επιθυµίες τους οπωσδήποτε, οποτεδήποτε και κατά βούληση. «Οι άνθρωποι», όπως θα µας πει και πάλι ο Μαρξ στο προαναφερθέν έργο, «δηµιουργούν την ίδια τους την ιστορία^ τη δηµιουργούν όµως όχι όπως τους αρέσει, όχι µέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι επιλέγουν, αλλά µέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άµεσα, που είναι δεδοµένες και από το παρελθόν κληροδοτηµένες. Η παράδοση των νεκρών γενεών βαραίνει σαν εφιάλτης στο µυαλό των ζωντανών».
‘Οµως ο «εφιάλτης» αυτός, όπως αποκαλείται από τον Μαρξ, οι συνθήκες που υπάρχουν «άµεσα» και είναι «δεδοµένες», δηλαδή η αντικειµενική –και πάντα ιστορικά συγκεκριµένη– πραγµατικότητα, δεν καθορίζουν µε µονοδιάστατο τρόπο τη συµπεριφορά των υποκειµένων που εµφανίζονται και δρουν στην κοινωνική και πολιτική σκηνή της ιστορίας. Η έκβαση της ταξικής πάλης δεν προδικάζεται από κανένα είδος µηχανιστικού ντετερµινισµού. Αντίθετα, πρόκειται περισσότερο για µια σχέση διαλεκτικής αλληλεπίδρασης στο πλαίσιο της οποίας τα υποκείµενα συµµετέχουν δραστικά στη διαµόρφωση αυτής της πραγµατικότητας, της οποίας επίσης αποτελούν συστατικό στοιχείο.
Με µια διευκρίνιση όµως: ο αποφασιστικός, πρωταρχικός ρόλος του επαναστατικού υποκειµένου –που δεν εκφράζεται ιστορικά µε τον ίδιο τρόπο, ούτε έχει πάντα την ίδια βαρύτητα– δεν ακυρώνει τον καθοριστικό ρόλο των αντικειµενικών συνθηκών. Έτσι, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν ήταν ένα τυχαίο και συµπτωµατικό «συµβάν» µέσα στην ιστορία. Αυτός ακριβώς είναι ο καθοριστικός λόγος για τον οποίο είναι ανυπόστατος ο ισχυρισµός της αστικής –και όχι µόνο– ιστοριογραφίας ότι ο Οκτώβρης ήταν πραξικόπηµα. Δεν ήταν το αποτέλεσµα της αυθαίρετης επιλογής µιας «κλειστής» «µυηµένης» οµάδας «επαγγελµατιιών επαναστατών», που µε επικεφαλής το µετρ των ελιγµών Λένιν αξιοποιούν την ιστορική συγκυρία για να επιβάλουν πάνω στην κοινωνία τη θέλησή τους, ανατρέποντας έτσι µε µυστηριώδη και απροσδόκητο τρόπο την προβλεπόµενη χρονική ακολουθία των «γεγονότων» της ιστορίας. Σύµφωνα µε έναν από τους πιο διάσηµους ιστορικούς του Οκτώβρη, µέλος του µενσεβίκικου κόµµατος, του αντίπαλου δηλαδή των µπολσεβίκων, τον Ν. Σουκάνοφ, «οι µπολσεβίκοι δούλευαν πεισµατικά και αδιάλειπτα. Κινούνταν µέσα στις µάζες, στα εργοστάσια, κάθε µέρα ακατάπαυστα… Για τις µάζες, είχαν γίνει οι δικοί τους άνθρωποι, γιατί ήταν πάντα εκεί, µπροστάρηδες στα πιο σηµαντικά ζητήµατα αλλά και στις καθηµερινές λεπτοµέρειες που αφορούσαν τα εργοστάσια και τους στρατώνες. Είχαν γίνει η µοναδική ελπίδα… Το να µιλήσουµε για στρατιωτική συνωµοσία αντί για εθνική εξέγερση, όταν η συντριπτική πλειονότητα του λαού ακολουθούσε το κόµµα που µε τη σειρά του είχε ήδη κατακτήσει ντε φάκτο την πραγµατική αίγλη και εξουσία, θα ήταν παραλογισµός».
Το 1917 η Ρωσία του τσάρου Νικόλαου Β΄ ήταν σύµφωνα µε τη διάσηµη φράση του Λένιν «ο πιο αδύναµος κρίκος στην ιµπεριαλιστική αλυσίδα, ως αποτέλεσµα της συνδυασµένης και ανισόµετρης ανάπτυξης του καπιταλισµού. Ένα πολύµορφο σύνολο αντιθέσεων ταξικών, εθνικών, πολιτισµικών, φύλου κ.ά. συσσωρεύονται στη ρωσική κοινωνία, αρχής γενοµένης από την αγροτική µεταρρύθµιση του 1861, των οποίων η συµπύκνωση εκρήγνυται στο ευνοϊκό έδαφος του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισµού και του Α΄ παγκόσµιου ιµπεριαλιστικού πολέµου». Η θεµελιώδης αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας «συνυπάρχει» µε τις «παραδοσιακές» αντιθέσεις γαιοκτηµόνων – αγροτών, ριζοσπαστικής διανόησης και κράτους.
Η ραγδαία συσσώρευση του κεφαλαίου από τα τέλη του 19ου αιώνα απαιτεί την εισαγωγή της πιο µοντέρνας βιοµηχανικής τεχνολογίας και την οικοδόµηση εργοστασίων από τα πιο σύγχρονα και µεγάλα σε όλο τον κόσµο. Εκεί συγκεντρώνεται το πιο αναπτυγµένο –σε πολλά επίπεδα– τµήµα του βιοµηχανικού προλεταριάτου. Ο αριθµός του τελευταίου υπολογίζεται στα 3,3 εκατοµµύρια στο σύνολο των 10 εκατοµµυρίων εργατών της ρωσικής κοινωνίας παραµονές του Οκτώβρη. Εδώ να σηµειώσουµε ότι το εργοστάσιο Πουτίλοφ µε τους 40.000 περίπου εργάτες δεν είναι το µόνο.
Έτσι, το 1917 η ρωσική κοινωνία βρίσκεται αντιµέτωπη µε τον «εφιάλτη» µιας σοβούσας κρίσης αυταρχικού εκσυγχρονισµού –όπως θα τη χαρακτηρίσει ο Άλεξ Καλίνικος– της οποίας το υπόστρωµα είναι η θυελλώδης κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη.
Αυτός ο ιστορικά πρωτόγνωρος συνδυασµός προόδου και καθυστέρησης έδωσε τη δυνατότητα στη ρωσική εργατική τάξη και την πολύµορφη πρωτοπορία της να εκπονήσουν και να υλοποιήσουν ένα σχέδιο πολιτικής ηγεµονίας, οδηγώντας τη φτωχή και µεσαία αγροτιά και άλλα υπό εκµετάλλευση και καταπίεση κοινωνικά στρώµατα σε µια επανάσταση όχι µόνο ενάντια στον τσαρισµό αλλά και ενάντια στον καπιταλισµό.
Αλλά η µετάβαση αυτή από τη δυνατότητα στην πραγµατικότητα δεν έγινε µ’ ένα γραµµικό και αυτόµατο τρόπο, γιατί στην κοινωνία, όπως και στη φύση, δεν επικρατεί κανένας µηχανιστικός ντετερµινισµός. Η εργατική τάξη δεν µετασχηµατίζεται –όπως έλεγε ο Μαρξ– αυτόµατα από τάξη καθεαυτή σε τάξη για τον εαυτό της, δηλαδή σε επαναστατική τάξη µε κοµµουνιστικό ορίζοντα, γιατί όπως το Είναι δεν ταυτίζεται µε τη συνείδηση, έτσι και το κοινωνικό Είναι δεν ταυτίζεται µε την κοινωνική συνείδηση, όπως ισχυρίζεται η ιδεαλιστική κατανόηση του κόσµου και της ιστορίας. Για τον ίδιο λόγο βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση προς τη µαρξιστική προσέγγιση η άποψη που θα διατυπώσει ο Στάλιν στο άρθρο του µε τίτλο «Λίγα λόγια για τις κοµµατικές διαφωνίες», σύµφωνα µε την οποία «φυσικά κάποτε, ύστερα από µακροχρόνιες περιπλανήσεις και βάσανα, το αυθόρµητο κίνηµα και χωρίς τη βοήθεια της σοσιαλδηµοκρατίας θα επιβληθεί, θα φτάσει στα πρόθυρα της κοινωνικής επανάστασης» (Άπαντα, τόµ. 1).
Στην πραγµατικότητα αυτό που συνέβη ήταν µια περίπλοκη διαδικασία στη θεωρία και την πράξη, µε εξάρσεις και υφέσεις, απότοµες και απροσδόκητες καµπές, της οποίας το αποτέλεσµα κρίθηκε από την ταξική πάλη. Στην οριστική διαµόρφωση αυτού του αποτελέσµατος πρωταρχικός και αναγκαίος αποδείχτηκε ο ρόλος των µπολσεβίκων. Ο καθοριστικός βέβαια ρόλος ανήκε πριν απ’ όλα στην ίδια την εργατική τάξη.
Η αέναη επικαιρότητα του εξεγερσιακού Οκτώβρη του 1917
H ανεπανάληπτη εµπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης ανέδειξε ένα πλήθος από θεµελιώδη ζητήµατα που συνεχίζουν να διατηρούν την επικαιρότητά τους. Σε µερικά από αυτά θα προσπαθήσουµε να σταθούµε εδώ.
Πρώτο: Στις 27 Φλεβάρη του 1917, κάτω από το βάρος µιας παλαϊκής εξέγερσης, της κορυφαίας στιγµής ενός κύµατος διαδηλώσεων και απεργιακών κινητοποιήσεων που συγκλονίζουν την Πετρούπολη και άλλες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η τσαρική απολυταρχία καταρρέει. Η κορύφωση αυτή και το αποτέλεσµά της θα ήταν ανέφικτα χωρίς την προσχώρηση µεγάλου τµήµατος του στρατού, αγροτικής κυρίως προέλευσης. Εµφανίζεται ένα ιστορικά πρωτότυπο φαινόµενο που αποτυπώνει και τον συγκεκριµένο συσχετισµό των ταξικών δυνάµεων.
Εγκαθιδρύεται ένα «καθεστώς» δυαδικής εξουσίας που από την ίδια του τη φύση δεν µπορεί παρά να είναι µεταβατικό. Από τη µια µεριά σχηµατίζεται η προσωρινή κυβέρνηση που εκφράζει τα συµφέροντα του ρωσικού κεφαλαίου και ιµπεριαλισµού, από την άλλη αναδύεται µια πολιτική µορφή οργάνωσης της κοινωνίας που ενσαρκώνει την επαναστατική αυτενέργεια των εργατών και των άλλων καταπιεζόµενων στρωµάτων της ρωσικής κοινωνίας. Είναι τα σοβιέτ των εργατών – αγροτών και στρατιωτών βουλευτών. Πρόκειται για µια συλλογική µορφή αυτοδιεύθυνσης της εργατικής τάξης και των συµµάχων της που θα εµφανιστεί για πρώτη φορά στην επανάσταση του 1905. Μαζί µε τα σοβιέτ –που είναι και ο σηµαντικότερος θεσµός– η επαναστατική πρωτοβουλία των µαζών θα οδηγήσει είτε στην εκ νέου ανακάλυψη παλιότερων είτε στην εφεύρεση νέων συλλογικών µορφών αυτοοργάνωσης, όπως τα συνδικάτα, οι εργοστασιακές επιτροπές, ο εργατικός έλεγχος κ.λπ.
Ωστόσο ο ταξικός συσχετισµός στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο δεν αποτυπώθηκε µόνο στον «ιδιότυπο» συνδυασµό της δυαδικής εξουσίας αλλά και στη σύνθεση των ίδιων των σοβιέτ. Έτσι, στο Σοβιέτ της Πετρούπολης, που παίζει κρίσιµο ρόλο στην εκδίπλωση της επαναστατικής διαδικασίας, η µεγάλη πλειοψηφία των αντιπροσώπων ανήκει στα κόµµατα των µενσεσβίκων και των εσέρων. Κόµµατα που εκφράζοντας κυρίως τη µικροαστική πληµµυρίδα της ρωσικής κοινωνίας έχουν ταχθεί υπέρ της συνέχισης του ιµπεριαλιστικού πολέµου, υλοποιώντας µια πολιτική υποταγής στις απαιτήσεις της αστικής τάξης. Ο συντηρητισµός του περιεχοµένου οδηγούσε στον ευνουχισµό της ριζοσπαστικής συλλογικής µορφής, των σοβιέτ.
Γι’ αυτό άλλωστε, ενώ το Σοβιέτ της Πετρούπολης σχηµατίστηκε στις 27 του Φλεβάρη και την επόµενη µέρα δηµοσίευσε τη διακήρυξη «Προς τον πληθυσµό της Πετρούπολης και της Ρωσίας», καλώντας τον να συσπειρωθεί γύρω του, την κρίσιµη στιγµή, τη νύχτα της 2ας του Μάρτη, η πλειονότητα της εκτελεστικής επιτροπής του Σοβιέτ παραχωρεί εθελοντικά την εξουσία στην αστική τάξη επικυρώνοντας τη σύνθεση της προσωρινής κυβέρνησης. «Κλείνει» η πρώτη φάση –θα λέγαµε– της ρωσικής επανάστασης που τη σηµαδεύει η µικροαστική ηγεµονία πάνω στις επαναστατικές τάσεις και δυνατότητες του ρωσικού προλεταριάτου. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται τα όρια της αυθόρµητης επαναστατικής ανάπτυξης των ταξικών αγώνων.
Δεύτερο: Το κόµµα των µπολσεβίκων, παρά την καθοριστική συµβολή του στη νικηφόρα έκβαση της επανάστασης του Φλεβάρη, εµφανίζεται ανέτοιµο µπροστά στην απρόβλεπτη δυναµική της ιστορίας. Η πλειονότητα του «ηγετικού του πυρήνα» –του Στάλιν συµπεριλαµβανοµένου– υιοθέτησε τη θέση της άσκησης πίεσης και ελέγχου πάνω στην προσωρινή κυβέρνηση από µέρους των επαναστατηµένων µαζών και όχι της µεταβίβασης όλης της εξουσίας στα σοβιέτ. Γεγονός που εξέφραζε την ανεπάρκεια, αν όχι την απουσία, επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, καθώς και της συνολικότερης κατανόησης των αντιθέσεων στην καινούργια ιστορική περίιοδο.
Φάνηκε έτσι µε επιτακτικό τρόπο η αναγκαιότητα µιας βαθιάς ιδεολογικής, πολιτικής, προγραµµατικής και οργανωτικής τοµής στο µπολσεβίκικο ρεύµα. Η αναγκαιότητα αυτή προκάλεσε έντονες θεωρητικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις στους κόλπους των µπολσεβίκων και οδήγησε στη σύγκρουση του Λένιν µε την πλειοψηφία της ΚΕ. Τα βασικά σηµεία αυτής της τοµής συνέλαβε και διατύπωση για πρώτη φορά ο Λένιν στα «Γράµµατα από µακριά» (πέντε στο σύνολό τους), τα οποία έγραψε τον Μάρτη του 1917 –ενώ βρισκόταν ακόµα εξόριστος στη Ζυρίχη– και κυρίως στις Θέσεις του Απρίλη, µετά την επιστροφή του στη Ρωσία. Τα ζητήµατα που διαπραγµατευόταν στα κείµενα αυτά αφορούσαν τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και την έξοδο από αυτόν, τη στρατηγική και τακτική στις νέες συνθήκες, µε ανάδειξη του καθοριστικού ρόλου της επαναστατικής στρατηγικής, τον νέο τύπο κράτους, την αναθεώρηση του κοµµατικού προγράµµατος που το θεωρούσε ξεπερασµένο, τη µετονοµασία του κόµµατος σε κοµµουνιστικό, την αναγκαιότητα ίδρυσης µιας νέας Διεθνούς. Οι θέσεις αυτές υιοθετήθηκαν µε µεγάλη πλειοψηφία από τους αντιπροσώπους της 7ης Πανρωσικής Συνδιάσκεψης των µπολσεβίκων που έγινε από τις 24 έως τις 29 Απρίλη 1917 – χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ο Λένιν απέσπασε την πλειοψηφία σε όλα τα θέµατα που τέθηκαν. Έτσι στην ψηφοφορία για το ζήτηµα της συµµετοχής στη διεθνή διάσκεψη των τσιµερβαλντιστών, που είχε οριστεί για τις 18 Μάη 1917, ο Λένιν που είχε αντιταχθεί στη συµµετοχή αυτή εισέπραξε τη δική του ψήφο µόνο.
Η συνδιάσκεψη αυτή ήταν κοµβικής σηµασίας στην ιστορία των µπολσεβίκων, γιατί αποτέλεσε ουσιαστική συµβολή στην επαναστατική ανανέωση της θεωρητικής, πολιτικής, προγραµµατικής και οργανωτικής τους φυσιογνωµίας. Τους επέτρεψε να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής και να πρωταγωνιστήσουν στη νικηφόρα έκβαση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η επαναστατική αυτή ανασυγκρότηση των µπολσεβίκων θα αποτυπωθεί και στη ραγδαία αριθµητική τους ανάπτυξη. Έτσι, τα µέλη του κόµµατος από 23.000 περίπου τον Ιανουάριο του 1917 θα ανέλθουν σε 80.000 τον Απρίλη και 240.000 τον Αύγουστο.
Τρίτον: Ο χρόνος είναι µια κρίσιµη συνιστώσα στη διεξαγωγή και την έκβαση της ταξικής πάλης. Ο χρόνος αυτός δεν χαρακτηρίζεται από τη γραµµική συσσώρευση των γεγονότων, όπως φαντασιώνεται µια ορισµένη ρεφορµιστική – εξελικτική ανάγνωση της κοσµοϊστορικής περιπέτειας. Εµπεριέχει σαν συστατικό του στοιχείο τη «στιγµή» της µεγάλης ρωγµής^ της ιερόσυλης ανατροπής της συνέχειας. Ας παρακολουθήσουµε λοιπόν αυτή την αναµέτρηση µε το χρόνο µέσα από την επιστολή που στέλνει ο Λένιν στις 24 Οκτωβρίου στα µέλη της ΚΕ των µπολσεβίκων. «Σύντροφοι, γράφω αυτές τις γραµµές στις 24 το βράδυ. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιµη. Είναι ολοκάθαρο ότι πραγµατικά τώρα κάθε καθυστέρηση της εξέγερσης ισοδυναµεί µε θάνατο. Θέλω να πείσω τους συντρόφους ότι τώρα όλα κρέµονται από µια τρίχα, ότι στην ηµερήσια διάταξη µπαίνουν ζητήµατα που δεν λύνονται µε συσκέψεις ούτε µε συνέδρια (έστω και µε συνέδρια των σοβιέτ), αλλά αποκλειστικά από τους λαούς, από τη µάζα, από την πάλη των οπλισµένων µαζών. Πρέπει µε κάθε θυσία σήµερα το βράδυ να συλλάβουµε την κυβέρνηση. Η ιστορία δεν θα συγχωρήσει την καθυστέρηση στους επαναστάτες που θα µπορούσαν να νικήσουν σήµερα (και σίγουρα θα νικήσουν) αλλά που θα κινδύνευαν να χάσουν πολλά αύριο. Θα κινδύνευαν να τα χάσουν όλα… Ο λαός έχει το δικαίωµα και την υποχρέωση στις κρίσιµες στιγµές της επανάστασης να κατευθύνει τους εκπροσώπους του, ακόµη και τους καλύτερους, κι όχι να τους περιµένει…» (Άπαντα, τόµ. 34 σελ. 435-436).
Διαβάστε τα άλλα κείμενα του αφιερώματος του Πριν στον μεγάλο Οκτώβρη:
“Ο Οκτώβρης εντός του μέλλοντός μας” του Αλέκου Αναγνωστάκη
“Από την επανάσταση στον εκφυλισμό” του Παναγιώτη Μαυροειδή